Τα φώτα πέφτουν. Η Φιλιώ Πυργάκη, υποβασταζόμενη, ανεβαίνει στην πίστα και κάθεται στην καρέκλα που έχουν τοποθετήσει κάτω ακριβώς από την μπάντα. Ξεκινά να τραγουδά. Όλοι οι θαμώνες του μαγαζιού σηκώνονται και χειροκροτούν. Δεν τραγουδούν, μόνο χειροκροτούν. Είναι βράδυ Σαββάτου και βρισκόμαστε στα ιστορικά Αγρίμια.
Το ρολόι δείχνει μία το βράδυ και σχεδόν όλα τα τραπέζια είναι γεμάτα. Από μια μεριά αθόρυβα, ο εμβληματικός ιδιοκτήτης των Αγριμιών, ο Γιάννης ο Μπάρμπας, παρακολουθεί την κίνηση.
«Δώσαμε αγώνα για να κρατήσουμε ζωντανό το μαγαζί. Το είδος κάποια στιγμή πήγε να εξαφανιστεί. Είχαν υπάρξει μέρες που είχα μείνει μόνος μου εδώ. Αν το είχα κλείσει, όλα αυτά θα ήταν ακούσματα του παρελθόντος» εξηγεί ο ίδιος καθώς παίζει το κομπολόι του.
Και εκεί που δεν το περιμένει κανείς, τα τελευταία χρόνια, όπως συμπεραίνει, τα κλαρίνα έχουν γίνει ξανά μόδα, με όλο και περισσότερους Αθηναίους να τα επισκέπτονται για να διασκεδάσουν τα Σαββατόβραδα.
Παλιότερα έπρεπε να πληρώσεις για να χορέψεις. Χόρευαν μόνο αυτοί που είχαν λεφτά. Εγώ από την αρχή το σταμάτησα και είπα πως όποιος θέλει να διασκεδάσει, μπορεί να ανέβει στην πίστα και να χορέψει. Έτσι μπορούσε να συμμετάσχει και η νεολαία.
Τα Αγρίμια είναι τα ιστορικότερα κλαρίνα της πόλης. Η ιστορία του ονόματος του κέντρου διασκέδασης κρατά από πολύ παλιά. «Το μαγαζί το έχω εγώ 31 χρόνια. Πριν από μένα παίζονταν κρητικά. Εδώ τραγούδησε ο μακαρίτης ο Ξυλούρης. Είχε βγάλει τότε το "Αγρίμια κι Αγριμάκια μου" και απ' αυτό μπήκε η ταμπέλα απ' έξω».
Από τον «ναό της διασκέδασης», όπως συνηθίζουν να τον αποκαλούν οι θαμώνες του, έχουν περάσει όλα αυτά τα 30 χρόνια μερικές από τις διασημότερες φίρμες της δημοτικής μουσικής της χώρας.
Μία από αυτές και η Χαρά Βέρρα, η οποία φέτος επιστρέφει στα Αγρίμια για να τραγουδήσει, 20 χρόνια μετά την πρώτη της εμφάνιση στο μαγαζί και συνάμα στις πίστες της Αθήνας.
Σήμερα είναι μία από τις ιέρειες του δημοτικού τραγουδιού. Ανιψιά της διάσημης Τασίας Βέρρα και από μια οικογένεια που όλα τα μέλη της ασχολούνται με την παραδοσιακή μουσική, δεν άργησε να εμπλακεί και εκείνη.
«Πρώτη μου φορά τραγούδησα σ' έναν γάμο στην Αχαγιά, στα 13 μου. Αυτή τη δουλειά εγώ τη λάτρευα αλλά ο μπαμπάς μου, μουσικός κι αυτός, δεν ήθελε να την ακολουθήσω, γιατί θεωρούσε πως είναι πολύ δύσκολο επάγγελμα. Να φανταστείς, μ' έστειλε να σπουδάσω κομμώτρια. Πήγα στη σχολή, πήρα το δίπλωμα, αλλά τραγουδούσα, μέρα-νύχτα, μ' ό,τι έβρισκα, ακόμη και με τη βούρτσα.
»Μικρή, άσ' το, τι άκουγα. Καμιά σχέση μ' αυτά που τραγουδάω τώρα. Άκουγα λαϊκά. Μεγάλωσα με Στέλιο Καζαντζίδη, Μανώλη Αγγελόπουλο, Στράτο Διονυσίου» θυμάται από το καμαρίνι, το οποίο, όμως, είναι πολύ μικρό και το χρησιμοποιεί ουσιαστικά μόνο για την –πολύχρωμη– γκαρνταρόμπα της.
Το μεγάλο της όνειρο ήταν να δουλέψει στο πλάι της Κατερίνας Στανίση, κάτι που τελικά καταφέρνει. Μπορεί η ίδια να μη δηλώνει αποκλειστικά δημοτική τραγουδίστρια, αλλά για εκείνη τα πανηγύρια και τα κλαρίνα ήταν και είναι πάντοτε το σημείο αναφοράς της.
Η ίδια θυμάται ακόμη το πανηγύρι στον Βόλο όπου τραγούδησε μπροστά σε πέντε χιλιάδες ανθρώπους, πριν από δύο χρόνια. «Όταν πήγα και είδα τα καθίσματα, έπαθα σοκ. Λέω, δεν γίνεται να γεμίσουν όλα αυτά. Παιδιά, έγινε το έλα να δεις. Ήταν όλοι όρθιοι και τραβούσαν βίντεο με τα κινητά τους. Είσαι αλλού, δεν πιστεύεις αυτό που γίνεται.
»Υπάρχουν κάποιοι που ντρέπονται να μιλήσουν για πανηγύρι και λένε συναυλία. Τι συναυλία; Δεν με ενοχλεί που τα υποτιμούν. Εγώ καμαρώνω για τη δημοτική μουσική, είμαι περήφανη. Δεν μπορούν να τα πουν όλοι αυτά τα τραγούδια. Είναι πολύ δύσκολο είδος και όποιος μπορεί να τραγουδήσει αυτά, μπορεί και οποιοδήποτε άλλο».
Για τον 41χρονο Κώστα Σαφέτη που είναι χρόνια στο κουρμπέτι του δημοτικού τραγουδιού, τα Αγρίμια είναι το μεγαλύτερο σχολείο. «Ένας νέος στον χώρο πρέπει να περάσει πρώτα από δω, αλλιώς δεν μπορεί να πει πως έγινε τραγουδιστής» σημειώνει ο ίδιος.
«Παλιά, όταν έλεγα πως έχω τα Αγρίμια με σνόμπαραν. Απ' αυτό το μαγαζί, όμως, μπορεί να μην ξέρουν πως έχουν περάσει για να διασκεδάσουν ονόματα όπως ο Σταμάτης Γονίδης, ο Βασίλης Καρράς, ακόμη και ο Νταλάρας» εξηγεί ο Γιάννης Μπάρμπας.
Συνήθως, μάλιστα, η «διαφορετική» αντιμετώπιση απέναντι στους δημοτικούς τραγουδιστές δεν έρχεται από πολύ μακριά, αλλά από τους λαϊκούς, οι οποίοι, όπως παραδέχεται η Χαρά Βέρρα, διασκευάζουν τραγούδια τους, χωρίς να αναφέρουν τα ονόματα των πρώτων ερμηνευτών τους.
Η συγκεκριμένη τακτική είναι όμως, όπως προσθέτει ο Γιάννης Μπάρμπας, η απόδειξη πως το δημοτικό τραγούδι πια, υπό τη σύγχρονη μορφή του, έχει κάνει επιτυχία.
Την ίδια ώρα, όμως, δεν είναι λίγοι εκείνοι που τους προσάπτουν πως δεν εκφράζουν τόσο την παραδοσιακή διασκέδαση και ότι τα σύγχρονα κλαρίνα θυμίζουν πιο πολύ μπουζούκια.
«Εγώ είμαι κήρυκας του νεοδημοτικού, όχι του παλιού. Εγώ θέλω τα δημοτικά τραγούδια, όποια και να 'ναι αυτά, τσιφτετέλια, νησιώτικα, τσάμικα, να είναι χορευτικά. Παλιά τα πιο πολλά δημοτικά τραγούδια ήταν του πόνου. Έβλεπες ένα τραγουδιστή να λέει ένα κλέφτικο και από κάτω 15 παρέες άρχιζαν να κλαίνε με μαύρο δάκρυ για κάποιον δικό τους που είχαν χάσει.
»Σήμερα οι παλιότεροι δεν μπορούν να 'ρθουν και εμείς έπρεπε κάπως να κερδίσουμε τη νεολαία. Αλλιώς θα τελείωνε άδοξα όλο αυτό».
Οι πιο πολύ από τους τραγουδιστές πλέον έχουν εκσυγχρονίσει και το ρεπερτόριό τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι πως σε live τους θα πουν ακόμη και το «Ξημερώματα» του Κωνσταντίνου Αργυρού. Το κάνει και η Χαρά Βέρρα.
Δεν είναι, όμως, η μόνη αλλαγή. Ο Γιάννης από τα πρώτα χρόνια στο μαγαζί καταργεί τον «νόμο της χαρτούρας».
«Παλιότερα έπρεπε να πληρώσεις για να χορέψεις. Χόρευαν μόνο αυτοί που είχαν λεφτά. Εγώ από την αρχή το σταμάτησα και είπα πως όποιος θέλει να διασκεδάσει, μπορεί να ανέβει στην πίστα και να χορέψει. Έτσι μπορούσε να συμμετάσχει και η νεολαία».
Και, όντως, η ώρα είναι σχεδόν δύο το πρωί και ενώ η Χαρά Βέρρα τραγουδά το διάσημο «Θα κάνω ζημιές, θα κάνω ζημιές και στον λογαριασμό, ας χρεωθούν και αυτές», στα τραπέζια έχουν μείνει μόνο τα ποτήρια με το ουίσκι, καθώς οι περισσότεροι έχουν σηκωθεί στην πίστα και χορεύουν.
Δίπλα πάντα στον τραγουδιστή, οι κλαρινίστες, με το τσιγάρο στο άλλο χέρι, οι οποίοι δίνουν το ρυθμό των τραγουδιών.
«Ξέρεις, το χαρακτηριστικό σ' αυτόν το χώρο είναι ένα όργανο, το κλαρίνο. Άμα δεν υπάρχει καλό κλαρίνο, δεν μπορεί να τραγουδήσει κανείς. Καμιά φορά έχουν μεγαλύτερη ευθύνη ακόμη και από τον τραγουδιστή» εξηγεί ο κ. Μπάρμπας από το γραφείο του, που συχνά λειτουργεί και ως δωμάτιο για τα παιδιά των θαμώνων τους, που μένουν εκεί για να κοιμηθούν όσοι οι γονείς τους διασκεδάζουν.
Οι κλαρινίστες είναι αυτοί που ακολουθούν τους τραγουδιστές το καλοκαίρι στα απέραντα πανηγύρια σ' όλη την Ελλάδα. Για εκείνους «το καλοκαίρι είναι τώρα», καθώς τον χειμώνα τραγουδούν μόλις δύο με τρία βράδια τη βδομάδα.
Τα Αγρίμια είναι πια ανοιχτά μόνο το Σαββατοκύριακο. «Παλιά δεν μας έδιναν ούτε μία μέρα ρεπό, όταν το ζητούσαμε. Τα μαγαζιά κάθε βράδυ γεμάτα. Τότε ήταν καλύτερα, όμως, τι να πούμε.
»Πλέον ξεκινάμε από τα τέλη Μαΐου, αλλά δυναμικά στο τρέξιμο είμαστε τον Ιούλιο και τον Αύγουστο. Τραγουδάμε κάθε μέρα. Αφού σου λέω, δεν μας φτάνουν οι ώρες να κοιμηθούμε, να ξεκουραστούμε λίγο» λέει η Χαρά Βέρρα.
Τα δρομολόγια των πανηγυριών, πολλές φορές, μπορεί να είναι εξοντωτικά, καθώς τη μία μέρα μπορεί να βρίσκονται στο Αγρίνιο, την άλλη στη Θεσσαλονίκη, και από κει στην Καλαμάτα. Κι όλα αυτά σε δύο βράδια. «Την οικογένειά μου δεν την βλέπω σχεδόν καθόλου το καλοκαίρι. Δεν μπορούν να με ακολουθήσουν» παραδέχεται ο Κώστας Σαφέτης.
Αν, ωστόσο, υπάρχει μια τραγουδίστρια που έχει «φάει με το κουτάλι» τα χιλιόμετρα των πανηγυριών, αυτή δεν είναι άλλη από τη Φιλιώ Πυργάκη, η οποία είναι μία από τις λίγες ερμηνεύτριες του χώρου που έχει περάσει τα σύνορα και έχει τραγουδήσει σε ελληνικές κοινότητες στην Αμερική, την Αυστραλία, τον Καναδά και τη Γερμανία.
«Τραγουδάω 50 χρόνια. Ξεκίνησα από τα 14 και στα 17 μου έβγαλα τον πρώτο μου δίσκο. Μ' αρέσει πολύ η δουλειά μου, την αγαπώ». Η ίδια θυμάται ακόμη με λεπτομέρεια πολλές στιγμές της καριέρας της, αλλά πιο πολύ τη στιγμή που άφησε το χωριό της για να ρθει στην Αθήνα να τραγουδήσει.
«Εγώ ήμουν στο χωριό, παιδί μου, με τα πρόβατα. Η οικογένεια μου ήταν φτωχή και δεν μ' αφήνανε να γίνω τραγουδίστρια. Έφυγα μόνη μου, όμως, και ήρθα στην Αθήνα στα 17 μου. Υπέφερα στην αρχή. Εγώ μόνη μου ξεκίνησα και εδώ έφτασα. Έχω κάνει φίλους καλούς όλα αυτά τα χρόνια, καρδιακούς. Απ' ό,τι λένε, τραγουδάω καλά».
Τόσα χρόνια πια και δεν μπορεί να κοιμηθεί τις νύχτες. Ακόμη και όταν φεύγει από τα Αγρίμια, ο ύπνος την παίρνει στις 7 το πρωί.
Τι είναι, όμως, αυτό που την κάνει ακόμη μέχρι σήμερα να συνεχίζει να τραγουδά; «Ο κόσμος, παιδί μου, η νεολαία. Πω πω, Παναγία μου, η νεολαία να 'ναι καλά. Η δημοτική μουσική είναι η παράδοσή μας. Είναι η αρχή του ανθρώπου και το τέλος του. Μ' αυτή γεννιέσαι και μ' αυτή πεθαίνεις».
Info
Αγρίμια
Λιοσίων 9 & Μάγερ, πλ. Βάθη
210 5244739
σχόλια