Η τόσο λαμπερή μέσα στο σκοτάδι της φιγούρα της Κατερίνας Γώγου, αυτό το παιδικό πρόσωπο με τους ατιθάσευτους δαίμονες, έχει αφήσει το δικό της ανεξίτηλο αποτύπωμα στην κυρίαρχη μυθολογία: ποιήτρια, ηθοποιός, αυτόνομο πνεύμα, αναρχική, δαιμονισμένη, στρατευμένη και συνάμα ελεύθερη. Γεμάτη λέξεις και βουτηγμένη στη σιωπή. Φορέας ενός λόγου βγαλμένου από την καρδιά της πόλης και διαμορφωμένου στο περιθώριό της.
Όπως και να 'χει, η περσόνα της μοιάζει να υπονομεύει ιδανικά την ποίηση από τα μέσα, ποτίζοντάς την με τα δικά της μαγικά φίλτρα, σαν μια πανκ Μήδεια που επιστρέφει με το άρμα της για να ταρακουνήσει τα θανατερά από ηρεμία νερά της.
Σχεδόν είκοσι έξι χρόνια μετά τον θάνατό της, η Κατερίνα Γώγου ξανασυστήνεται μέσα από ένα άκρως σημαδιακό βιβλίο που την επαναφέρει στην πρώτη γραμμή, εισβάλλοντας στον ξεχασμένο κόσμο της, ψάχνοντας τα αρχεία και τις φωτογραφίες της, ανιχνεύοντας συνεντεύξεις μέσα από ξεχασμένες κασέτες, βγάζοντας στο φως ποιήματα που έμειναν κρυφά στην πρώτη τους γραφή και τώρα αποκαλύπτουν το συναρπαστικό τους βάθος.
Μοιάζει με μια αλλόκοτη Βιρτζίνια Γουλφ, έτοιμη να χώσει κρυφά στις τσέπες της τις πέτρες, αλλά έχοντας δίπλα της τα εξαρτήματα του ποιητικού λόγου. Σαν να θέλει να μας ανακρίνει ή σαν να μας απειλεί, καταστρέφοντας ό,τι δεν είναι αληθινό και μιλώντας με την επιτακτική δυνατότητα του σώματος και του τώρα.
Γιατί αυτό που καταφέρνει η επίσης ποιήτρια Ευτυχία Παναγιώτου ως ιδανική αρχειοδίφης και επιμελήτρια του βιβλίου με τον ακριβή τίτλο Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ' έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του είναι να σκύψει με σεβασμό πάνω στον εύθραυστο ψυχισμό της Γώγου και να αναδομήσει το πολυδύναμο και γοητευτικά αντιφατικό προφίλ της, αφήνοντάς το ανοιχτό σε ερμηνείες, όπως θα άρμοζε στην ίδια.
«Ποιος είναι ο λόγος της ποίησης που βγαίνει απ' το ποιώ και που σημαίνει πράττω; Ζητάω την απάντηση απ' τους ακινητοποιημένους» έγραφε εκείνη στον «Μήνα των παγωμένων σταφυλιών» με απόλυτη αγωνία και ενάργεια, όπως τώρα, που στο εξώφυλλο του βιβλίου μάς κοιτάει κατάματα, κρατώντας με αποφασιστικότητα το τσιγάρο.
Μοιάζει με μια αλλόκοτη Βιρτζίνια Γουλφ, έτοιμη να χώσει κρυφά στις τσέπες της τις πέτρες, αλλά έχοντας δίπλα της τα εξαρτήματα του ποιητικού λόγου. Σαν να θέλει να μας ανακρίνει ή σαν να μας απειλεί, καταστρέφοντας ό,τι δεν είναι αληθινό και μιλώντας με την επιτακτική δυνατότητα του σώματος και του τώρα.
Ίσως γι' αυτό δεν μπορεί κανείς ποτέ να ξεφύγει από την ποίηση της Κατερίνα Γώγου, ακόμα και αν αντιστέκεται σε αυτήν ή την αρνείται, όπως έκανε εκείνη με τις συνεντεύξεις: είναι μια ποίηση βιωμένη και ενσαρκωμένη που βγαίνει από τα στόματα των αδικημένων, τον θάνατο των αθώων και τον λόγο όλων όσοι δεν έχουν φωνή.
Η ίδια φροντίζει, ωστόσο, σε αντίθεση με άλλους ποιητές που βλέπουν τον αιώνα τους από την άκρη, σαν παρατηρητές, να βρίσκεται πάντα στο μέσον ή, μάλλον, στην πρώτη γραμμή του πυρός, στον κάτω κόσμο των απονενοημένων και της βιωμένης κόλασης, σε αυτόν τον «κούφιο άξονα του κόσμου», όπως παραστατικά το αποτύπωνε η ίδια, αντικρίζοντας κατάματα ό,τι την ξεπερνά: την υπερβατική αλήθεια ή την αποκαλυψιακή βία. Τη μεγάλη εικόνα της κόλασης του Ιερώνυμου Μπος και τη μοναχική συνθήκη του Μικρού Πρίγκιπα σε έναν άγνωστο πλανήτη.
Τίποτα ενδιάμεσο και τίποτα λιγότερο από τα δύο άκρα της απόλυτης δύναμης και της άκρας ευαισθησίας, τις οποίες εμπεριείχε σε ισόποσες δόσεις.
Χαρακτηριστική είναι η προσέγγισή της στον Νίτσε, σε κάποια από τις συνεντεύξεις της, όπου επιμένει πως το αγέρωχο προφίλ του Υπερανθρώπου αντισταθμιζόταν από ένα πνεύμα που δεν άντεχε καθόλου την αδικία και πάθαινε νευρικό κλονισμό μπροστά στο θέαμα του αμαξηλάτη που βαρούσε με το καμουτσίκι του ένα άλογο.
Αντίστοιχα κι εκείνη οριζόταν από την εύπλαστη δύναμη που διαμόρφωναν οι αντιθετικοί σε ερμηνείες στίχοι της: σκληροί και βίαιοι, μοιάζοντας με παρανάλωμα κάθε ψεύδους, ευαίσθητοι και ακριβοδίκαιοι, όπως η ίδια, κραυγάζοντας από μοναξιά: «Ήμουν ένα κορίτσι που έτρεχε στις διαδηλώσεις και στο θέατρο και έκανε ταινιάκια. Αυτο ήμουνα. Ε, και ξαφνικά, έγινε αυτό, άρχισα και να γράφω».
Εκεί ήταν που απελευθερώθηκαν οι αλλόκοτες δημιουργικές δυναμεις και διαμορφώθηκε η ποιήτρια: εντύπωση κάνει η αρχική μορφή των στίχων στο τόσο ευαίσθητο και επιβεβαιωτικό του τίτλου του «Το πιο όμορφο ποίημά μου» ‒εντελώς διαφορετικό από την οριστική εκδοχή «Το ποίημα»‒, το οποίο παρατίθεται αυτούσιο στο βιβλίο, συνοδευόμενο από μια ζωγραφιά της κόρης της Γώγου, Μυρτώς Τάσιου, στην οποία και το αφιερώνει, δείχνοντάς μας μια εντελώς διαφορετική εκδοχή της ποιήτριας:
Πάνε όμορφή μου, εκεί όπου χαράζει στις κορυφές, αχνογαλάζιο ροζ
πάμε εκεί όπου κορίτσια γυμνά, απάνω σε άγρια άλογα καλπάζοντας στους ανέμους τα μαλλιά τους ν' ανεμίζουνε
και πάνω τους γαντζώνουνε άνθια ροδακινιάς και κόκκινα αστέρια... Εκεί, στην άκρη του κλαδιού της κερασιάς ο φιλντισένιος Πρίγκιπας αποκοιμήθηκε και βλέπει εσένα στ' όνειρό του...
Εσύ με τον Πήγασο, θα αχνοχαμογελάς
με διαμαντένιο σταυρό, στον υάκινθο λαιμό σου
θ' αστράφτεις, θα λαμποκοπάς...
Αχ Παναγιά-Μυρτώ μου, ποτέ πια αχ...
Κανείς δεν σ' έχει αγαπήσει πιο πολύ, όπως μια
Κατερίνα το παιδί.
Σε άλλο μήκος κύματος ή, μάλλον, στην άλλη πλευρά του καταδικού της κόσμου το αδημοσίευτο ‒τουλάχιστον όπως βρέθηκε στο αρχείο του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη‒ ποίημά της για τον Παζολίνι, που εύλογα θα τον φανταζόταν σήμερα να συνόδευε κάποια φωτογραφία του αδικοχαμένου Ζακ:
Αυτός ήταν ο θάνατος του κομμουνιστή και πούστη ΠΑΖΟΛΙΝΙ
που κάθε Δευτέρα Τετάρτη και Παρασκευή
καβάλα σ' ένα πενηνταράκι μηχανάκι έτρεχε μ' 800 χλμ. να προλάβει να παίζουνε τα σινεμά στο Αιγάλεω στη Νεάπολη και προπαντός στην Όστια
με κρατημένες γερά πάνω ταινίες και ρημαδο-γειτονιές
Και το ριγέ σημαιάκι της ποίησης. Αντίο-
Συγχώρα με Παζολίνι
πονάει όμως πιο πολύ η καρδούλα μου
για κείνες τις μπατίρες αδελφές
που δεν τις άγγιζε κανένας.
Στο τέλος του ποιήματος δεσπόζει και η υπογραφή: «Κατερίνα».
Μια αφιερωματική δήλωση, ταυτόσημη των ποιητικών και πολιτικών της πιστεύω, ανιχνευμένων με ακρίβεια σε έναν κόσμο που δεν ήθελε καθαρόαιμες ταυτότητες και δηλώσεις.
Ιχνηλατώντας ένα άστρο που φώτιζε το σκοτεινό αστικό σύμπαν, η Γώγου φαινόταν να ανήκει αποκλειστικά σε αυτό, αλλά ταυτόχρονα διαφοροποιούνταν από τους δικούς μας «Άγιους», όπως τους ήθελε ο Λεωνίδας Χριστάκης, Γώγου, Άσιμο, Σιδηρόπουλο.
«Το όνειρό μου ήτανε, άμα μεγαλώσω, να γίνω θεραπευτής» λέει στη συνέντευξή της στον Άρη Σκιαδόπουλο (στο βιβλίο δημοσιεύονται, επίσης, συνεντευξεις στους Δημήτρη Γκιώνη, Ελένη Σπανοπούλου, Ελένη Γκίκα, Δημήτρη Αργυρόπουλο, Γιώργο Κυριαζίδη, Δημήτρη Νόλλα, Γιώργο Νοταρά, Γιάννη Κολοβό).
«Όχι ψυχίατρος. Όχι χημεία. Ούτε ηθοποιός. Ποιήτρια, ναι. Γιατί πιστεύω πως η ποίηση ήρθε στον κόσμο να προφητεύει, να ενώνει τους ανθρώπους, να φέρνει το μήνυμα από τον ουρανό στη γη, ν' ανοίγει τους καταχωνιασμένους δρόμους. Ερμής. Με φτεράκια στα πόδια. Δεν υπάρχει περίπτωση εδώ μ' εμένα σκανδαλοθηρία. Ο θάνατος είναι θάνατος. Με αίμα θυσίας. Ένας αδελφός μας άνεργος, όπως κι εγώ, όπως ολόκληρη η Ελλάδα, υποσιτιζόμενη, εκτός πάντων των ιδίων γνωστών ολίγων, μια ελληνική σημαία με αίμα θυσίας βαμμένη πάντα εκείνων που την αγαπήσανε πιο πολύ. Όπως κι εγώ. Αδελφός, αθώος, διάττοντας στη ζωή, έγινε άστρο. Στον ουρανό όμως...».
Τη φαντάζεται κανείς να περιπλανιέται σαν ένας οριακός Μαγιακόφσκι της πλατείας, απαγγέλλοντας στίχους και ξεσηκώνοντας τον κόσμο. Ήθελε, άλλωστε, κι αυτή ένα σύμπαν φουτουριστικά πλασμένο, γεμάτο εκρήξεις και χρώμα. Έγραφε σαν αλλοπαρμένη δημιουργός που έγδερνε τις λέξεις με τη σάρκα, ενόσω οι στίχοι της ρουφούσαν τα αστέρια.
Δεν είναι τυχαίο ότι επέστρεφε ποιητικά, είτε στα άστρα είτε βαθιά στη γη, ως ταυτόχρονα χοϊκή και αμετανόητα ονειροπαρμένη. Ενδεχομένως, αν δεν υπήρχε η Κατερίνα Γώγου, να έπρεπε να την εφεύρουμε για να μπορούμε να λέμε τα δικά μας άγρια, μα τόσο αληθινά παραμύθια.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια