Στη σύγχρονη ελληνική ιστορία και μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου υπάρχει ένα σημαντικό θέμα που απασχολεί διαρκώς τα πολιτικά κόμματα και τη δημόσια σφαίρα, αυτό των γερμανικών αποζημιώσεων/επανορθώσεων.
Από το 1945 και μετά έχουν μεσολαβήσει πολυάριθμοι σταθμοί διεκδίκησης, οι οποίοι ξεκινούν από τη Διάσκεψη των Παρισίων, οπότε διευθετούνται οι εκκρεμότητες μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, και καταλήγουν στη συγκρότηση της πρώτης κοινοβουλευτικής επιτροπής διεκδίκησης το 2014.
Μάλιστα, σε πρόσφατη συνεδρίαση της ελληνικής Βουλής επανήλθαν οι απαιτήσεις της χώρας μας, οι οποίες ειδικότερα αφορούν: αποζημιώσεις για τα θύματα της ναζιστικής θηριωδίας, επανορθώσεις προς το κράτος για καταστροφή και λεηλασία του δικτύου και των υποδομών, το κατοχικό δάνειο καθώς και την επιστροφή περισσότερων από 8.500 αρχαιολογικά αντικείμενα και κειμήλια που εκλάπησαν ή λεηλατήθηκαν από τους κατακτητές.
Στη δημόσια συζήτηση έρχεται να συμβάλει μια νέα έκδοση, γραμμένη από τον διπλωματικό υπάλληλο του υπουργείου Εξωτερικών, Άρη Ραδιόπουλο, ο οποίος μελέτησε 100.000 σελίδες υπηρεσιακών εγγράφων από το Διπλωματικό και Ιστορικό Αρχείο του υπουργείου Εξωτερικών αλλά και από γερμανικά αρχεία. Πρόκειται για μια μελέτη που επικεντρώνεται στην πορεία της διεκδίκησης των γερμανικών οφειλών από το 1945 μέχρι σήμερα.
Παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα συνέβαλε στην οικονομική και άρα κοινωνική ανάκαμψη της Δυτικής Γερμανίας, συμφωνώντας στην αναβολή ρύθμισης του ζητήματος των γερμανικών οφειλών το 1953, όταν το 1990 έφτασε το πλήρωμα του χρόνου, η ενωμένη πια Γερμανία επιδίωξε με τεχνάσματα να αποφύγει τις συνέπειες των νομικών ευθυνών της.
Από το υλικό αυτό, επιλογή του οποίου δημοσιεύεται για πρώτη φορά στο παράρτημα του βιβλίου του «Η διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών προς την Ελλάδα από τον Α' και τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο μέσα από έγγραφα του αρχείου του υπουργείου Εξωτερικών» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη, συντίθεται η εικόνα των επιμέρους φάσεων διεκδίκησης του τρίπτυχου αποζημιώσεις - επανορθώσεις - αποδόσεις, των προσπαθειών των ελληνικών κυβερνήσεων αλλά και των αδυναμιών τους.
Όπως επισημαίνει ο συγγραφέας: «Παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα συνέβαλε στην οικονομική και άρα κοινωνική ανάκαμψη της Δυτικής Γερμανίας, συμφωνώντας στην αναβολή ρύθμισης του ζητήματος των γερμανικών οφειλών το 1953, όταν το 1990 έφτασε το πλήρωμα του χρόνου, η ενωμένη πια Γερμανία επιδίωξε με τεχνάσματα να αποφύγει τις συνέπειες των νομικών ευθυνών της».
Ο Άρης Ραδιόπουλος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και το 2007 εντάχθηκε στη Διπλωματική Υπηρεσία του υπουργείου Εξωτερικών. Υπηρέτησε στην Κεντρική Υπηρεσία (Διεύθυνση Ευρωπαϊκών Χωρών και Γραφείο Γενικού Γραμματέα) και από το 2011 στην Πρεσβεία του Βερολίνου. Από το 2013 ως το 2016 διηύθυνε το προξενικό γραφείο της Πρεσβείας.
Με το συγκεκριμένο βιβλίο επιδιώκει να συνεισφέρει στον ειλικρινή διάλογο μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας και να συμβάλει σε μια νηφάλια συζήτηση του θέματος ανάμεσα στις δύο χώρες. Ταυτόχρονα, σύμφωνα με όσα υποστηρίζει: «Η μελέτη αυτή αποτελεί μια παραίνεση προς το Βερολίνο να αντιληφθεί το μέγεθος του τραύματος που προκάλεσε στην ελληνική κοινωνία ο συνδυασμός της βιαιότητας της γερμανικής κατοχής και της άρνησης για ειλικρινή αντιμετώπιση του ζητήματος των πολεμικών οφειλών από τη μεταπολεμική Γερμανία».
Πρόκειται για ένα βιβλίο του οποίου προφανής σκοπός είναι να καταστεί εργαλείο στα χέρια της ελληνικής κυβέρνησης, καθώς συμβάλλει στη γνώση των πραγματικών δεδομένων, περιγράφοντας το ιστορικό της διεκδίκησης. Συμβαδίζει έτσι με την πρόσφατη απόφαση της Βουλής της 17ης Απριλίου για την οργάνωση και συστηματοποίηση της διεκδίκησης. Παράλληλα, επιδιώκει να πληροφορήσει νηφάλια τους Έλληνες αλλά και τους Γερμανούς για ένα ζήτημα το οποίο 75 χρόνια μετά την αποχώρηση των τελευταίων Γερμανών στρατιωτών από την Αθήνα αναμοχλεύει συναισθήματα και πάθη και στις δύο πλευρές. Από τις σελίδες του αναδεικνύεται η κοινή στάση όλων των ελληνικών κυβερνήσεων από το 1945 έως σήμερα, ανεξαρτήτως των μεταξύ τους πολιτικών διαφορών. Κρίνοντας από το αποτέλεσμα, αναδεικνύει έμμεσα τι δεν κάναμε σωστά, συνδράμοντας έτσι τον σχεδιασμό της επόμενης μέρας.
Όλα αυτά προκύπτουν μέσα από το ίδιο το αρχειακό υλικό. Ο συγγραφέας δεν επιδιώκει να επιβάλει την άποψή του στον αναγνώστη. Διαβάζοντας το βιβλίο, διαπιστώνει κανείς τη σαφή πρόθεσή του να αναδείξει το υλικό του και να το αφήσει να μιλήσει από μόνο του.
Το υλικό που παρουσιάζεται αυτούσιο στο παράρτημα δημοσιεύεται, εκτός περιορισμένων εξαιρέσεων, για πρώτη φορά. Ταυτόχρονα, όμως, είναι τεράστιος ο αριθμός παραθεμάτων και στο κυρίως κείμενο. Βασιζόμενος σε αυτά, ο συγγραφέας οικοδομεί την περιγραφή των επιμέρους κεφαλαίων της διεκδίκησης.
Παρά τις όποιες πολιτικές διακυμάνσεις, συμπεριλαμβανομένης της αντιδημοκρατικής εκτροπής της Επταετίας, από τη μελέτη προκύπτει σαφώς ότι η ελληνική πολιτική έχει τηρήσει σταθερή στάση στο ζήτημα. Αυτό που δυστυχώς, όμως, δεν έχει επιδιωχθεί είναι η συστηματική οργάνωση της διεκδίκησης. Από τη μελέτη αναδεικνύονται εμμέσως οι λόγοι για τους οποίους συνέβη αυτό. Βασικότερος όλων ήταν η οικονομική κατάσταση της κατεστραμμένης χώρας. Στον βαθμό που δεν έλαβε τις απαραίτητες αποζημιώσεις για την ανόρθωση της οικονομίας της, η Ελλάδα βρέθηκε από την πρώτη κιόλας μέρα της απελευθέρωσης οικονομικά εξαρτημένη από ξένες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της ίδιας της Γερμανίας. Η μελέτη αναδεικνύει ταυτόχρονα την πίεση που άσκησε σταθερά η γερμανική πλευρά μέσω της οικονομικής της υπεροχής, ώστε να μην καταβληθούν οι πολεμικές οφειλές ή, στην περίπτωση που ήταν αναπόφευκτο, τα ποσά να παραμείνουν σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
Ένα επιπλέον σημαντικό στοιχείο υπήρξε η κακόπιστη από γερμανικής πλευράς εκμετάλλευση της πολιτικής όξυνσης μεταξύ των ελληνικών πολιτικών παρατάξεων. Τα fake news που κατά καιρούς διέδιδε η δυτικογερμανική πλευρά για να στρέψει τις πολιτικές παρατάξεις της Ελλάδας τη μία εναντίον της άλλης προδίδουν στρατηγική επιλογή, δεδομένου ότι επαναλαμβάνονται τόσο σε υπηρεσιακό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Όπως αφήνεται να εννοηθεί στη συγκεκριμένη μελέτη, το δίδαγμα για την Ελλάδα δεν μπορεί παρά να είναι ότι διαφορετικές απόψεις μπορούν βεβαίως να υπάρχουν ακόμα και σε εθνικά ζητήματα, αλλά το δίκαιο της χώρας μπορούμε να τα υπερασπιζόμαστε μονάχα ενωμένοι. Ειδάλλως, πάντα κάποιοι θα εκμεταλλεύονται τις εσωτερικές μας έριδες για δικό τους όφελος.
Η γερμανική στρατηγική, βεβαίως, έχει τα δικά της ρήγματα. Διαπρεπείς Γερμανοί πολιτικοί ισχυρίζονται σήμερα ότι η χώρα τους αποζημίωσε άπαξ διά παντός τα θύματα του ναζισμού στην Ελλάδα με τη Σύμβαση του 1960. Παραθέτοντας το κείμενο της σύμβασης αλλά και το ιστορικό της, ο συγγραφέας αποδεικνύει ότι η γερμανική πλευρά ήταν εκείνη που υπαγόρευσε το κείμενο της σύμβασης, με λεκτικό παρόμοιο με αυτό των αντίστοιχων συμβάσεων που είχε συνάψει η Γερμανία με τη Νορβηγία και τη Δανία. Αυτό το κείμενο περιορίζει τους δικαιούχους αποζημιώσεων σε συγκεκριμένες κατηγορίες θυμάτων. Ήταν, επίσης, εκείνη που πρότεινε το κείμενο των συνημμένων επιστολών, οι οποίες σήμερα επιτρέπουν στην Αθήνα να αξιώνει την αποζημίωση των υπόλοιπων θυμάτων.
Όσον αφορά το κεφάλαιο για το κατοχικό δάνειο, εκεί αντικατοπτρίζεται η εμφανής ανεπάρκεια της γερμανικής στάσης. Μια συνειδητά παράνομη από την άποψη του διεθνούς δικαίου και καταστρεπτική για την οικονομία της Ελλάδας ρύθμιση, τα χαρακτηριστικά της οποίας έχουν περιγράψει οι ίδιοι οι Γερμανοί, οδήγησε στον θάνατο και στην εξαθλίωση χιλιάδες Έλληνες. Εξού και η γερμανική πλευρά θα έπρεπε να έχει προ πολλού ζητήσει να αποπληρώσει η ίδια το χρέος. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρατίθενται στο βιβλίο, η σύναψη του κατοχικού δανείου έγινε με την πρόθεση να μην αποπληρωθεί μετά τον πόλεμο. Για να διασφαλιστεί η συνεργασία της ελληνικής κατοχικής κυβέρνησης, ωστόσο, οι Γερμανοί κατέβαλαν «δόσεις» ακόμα και λίγες μέρες πριν από την αναχώρησή τους από την Αθήνα. Η δημοκρατική Γερμανία, όμως, υλοποιεί την αρχική έμπνευση της μη αποπληρωμής.
Συνεπώς, εφόσον η γερμανική πλευρά επί δεκαετίες δεν φαίνεται διατεθειμένη να οδηγηθεί σε μια διαπραγμάτευση για τις επιμέρους πτυχές των αξιώσεων, ζητούμενο είναι πλέον η συστηματοποίηση της διεκδίκησης από ελληνικής πλευράς. Άλλωστε, σε αυτό αποσκοπεί και η απόφαση της Βουλής των Ελλήνων τον περασμένο Απρίλιο. Ο συγγραφέας της μελέτης τονίζει επανειλημμένα ότι στόχος δεν είναι η αντιπαράθεση με τη Γερμανία. Θεωρεί το ζήτημα των πολεμικών οφειλών για τις καταστροφές και τα εγκλήματα που έγιναν στην Ελλάδα από την πρώτη κιόλας μέρα της Κατοχής πολύ σοβαρό για να γίνεται απλώς αντικείμενο πρόσκαιρης οργής και πεδίο αντιπαράθεσης. Αντιθέτως, φαίνεται να θεωρεί ότι με τη συστηματική οργάνωση και διεκδίκηση σε εσωτερικό, διμερές αλλά και διεθνές επίπεδο είναι δυνατόν να εξαναγκαστεί το Βερολίνο να προσέλθει σε διαπραγμάτευση, κυρίως γιατί θα αναγνωρίσει ότι η ειλικρινής αντιμετώπιση των συνεπειών που προκάλεσαν οι μαύρες σελίδες του παρελθόντος είναι και προς το όφελος της ίδιας της σύγχρονης, δημοκρατικής Γερμανίας.
Η «Διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών προς την Ελλάδα από τον Α' και τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο μέσα από έγγραφα του αρχείου του υπουργείου Εξωτερικών» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη.
σχόλια