Όταν στις 4 Ιουλίου του 1921 ο ελληνικός στρατός εισέβαλε στην Κιουτάχεια, πόλη της βορειοδυτικής Τουρκίας, 200 χλμ. από την Κωνσταντινούπολη, οι άντρες της χριστιανικής κοινότητας ήταν σχεδόν όλοι απόντες, δεν βρήκαν παρά μόνο γυναίκες, παιδιά, ηλικιωμένους – ελάχιστοι από αυτούς μιλούσαν ελληνικά! Η πλειονότητα των ούτως ή άλλως τουρκόφωνων Ελληνορθόδοξων είχε εκτοπιστεί στη Συρία, μαζί με τους Αρμένιους συντοπίτες τους.
Μερικοί μόνο είχαν καταφέρει να κρυφτούν στις γύρω ορεινές περιοχές, για να αποφύγουν τον εκτοπισμό, και κάποιοι βρισκόντουσαν κρατούμενοι στη φυλακή. Πολλοί ήταν και οι μουσουλμάνοι Τούρκοι νεαρής ηλικίας που είχαν φύγει για να καταταγούν στον κεμαλικό στρατό. Η οικονομική ζωή στην Κιουτάχεια ήταν σχεδόν ανύπαρκτη, το εμπόριο και η παραγωγή φυτοζωούσαν.
Σε αυτή την πόλη, όπου επέλεξε η στρατιά της Μικράς Ασίας να εγκαταστήσει το στρατηγείο της με τον διάδοχο Γεώργιο, αποφασίστηκε και η προέλαση των ελληνικών δυνάμεων προς την Άγκυρα μετά από δύο καθοριστικά συμβούλια στα οποία παρίστατο ο βασιλιάς της Ελλάδας Κωνσταντίνος Α’ στις 15 και 16 Ιουλίου.
Εξαιρετικά κεραμικά, τα περισσότερα σε άριστη κατάσταση, που κατασκευάστηκαν στην Κιουτάχεια και φέρουν ελληνικές επιγραφές από την περίοδο που ταξίδεψαν μέχρι εδώ ως ενθύμια απλών στρατιωτών και ανώτερων αξιωματικών.
Οι Έλληνες, μπαίνοντας στην Κιουτάχεια, έμειναν έκθαμβοι τόσο από την αστική της ανάπλαση όσο και από τον εντυπωσιακό διάκοσμο με τα πολύχρωμα πορσελάνινα πλακίδια στις προσόψεις κτιρίων, σε κάθε δημόσια βρύση, στους δρόμους και στα σπίτια. Αυτά τα συναισθήματα ήταν αναμενόμενα, όμως, καθώς η Κιουτάχεια στο μακρινό παρελθόν της είχε υπάρξει και παρέμενε εκείνα τα χρόνια το σημαντικότερο κέντρο κεραμικής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Οι δημιουργίες των εργαστηρίων της, διάσημες ανά την Ευρώπη ως οι περίφημες «πορσελάνες της Κιουτάχειας» (αν και δεν επρόκειτο για πορσελάνη αλλά για λευκό σκληρό πηλό με λαμπερή εφυάλωση), ήταν αυτές που διακοσμούσαν από παλάτια σουλτάνων και μεγαλοπρεπή τεμένη μέχρι χριστιανικές εκκλησίες και μοναστήρια στην Εγγύς Ανατολή ή ακόμα και στο Άγιο Όρος. Δημιουργίες από τα χέρια σπουδαίων Αρμενίων, κυρίως, αλλά και Ρωμιών και Τούρκων με χαρακτηριστικό στυλ και ρεπερτόριο άνθινων συνθέσεων και φυτικών μοτίβων ζωγραφισμένων με απαράμιλλη δεξιοτεχνία.
Ήδη από τον δέκατο πέμπτο αιώνα μέχρι τις απαρχές του εικοστού, όταν οι στρατιές των Ελλήνων έφτασαν στον τόπο τους για να κατακτήσουν την Ανατολή, η Κιουτάχεια, μαζί με το Ιζνίκ, που όμως κατά τον δέκατο όγδοο αιώνα έχασε τη φήμη και την πρωτοκαθεδρία του, ανέπτυξε την τέχνη της αγγειοπλαστικής χάρη στην ύπαρξη πλούσιων κοιτασμάτων αργίλου, κυρίως καολίνης, αλλά και άλλων ορυκτών. Η γνώση και η πείρα μεταλαμπαδεύονταν από τη μία γενιά στην επόμενη και τα αποτελέσματα ήταν θαυμαστά.
Βέβαια, κατά καιρούς πόλεμοι ή άλλοι παράγοντες πάγωναν την παραγωγή, αλλά πάντα ο ντόπιος πληθυσμός επέστρεφε στη μεγάλη παράδοση της πόλης. Καθόλου τυχαία τα κεραμικά της Κιουτάχειας εκτέθηκαν σε σημαντικές διεθνείς εκθέσεις, όπως εκείνη του Παρισιού το 1867 και της Βιέννης το 1873. Και όταν στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα η διάδοση του οριενταλισμού κατέκλυσε τα σαλόνια της δυτικής Ευρώπης, αλλά και λόγω της ανάγκης διακόσμησης των τεμενών μετά τον καταστροφικό σεισμό της Προύσας το 1855, οι Κιουταχειώτες αγγειοπλάστες αποχωρίστηκαν τα επαναλαμβανόμενα κλασικά μοτίβα και σταδιακά επανέφεραν τα ισλαμικά του Ιζνίκ του δέκατου έκτου αιώνα.
Αυτή η τάση ενισχύθηκε περισσότερο όταν η σιδηροδρομική σύνδεση της πόλης με τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη έφερε απρόσμενα πολλούς ξένους επισκέπτες, τουρίστες της εποχής που συχνά επέλεγαν να επισκεφθούν την Κιουτάχεια ακριβώς λόγω της μεγάλης φήμης της στα κεραμικά.
Πάντως, η ανέγερση διοικητηρίου το 1907 ήταν που διέσωσε την παραγωγή, καθώς στις αρχές του εικοστού είχε μειωθεί δραματικά. Τότε ήταν που τα δύο σημαντικότερα εργαστήρια, του μουσουλμάνου Hafiz Mehmed Emin και του Αρμένιου Garabed Hadji Minassian συνεργάστηκαν για να ανταποκριθούν στην ανάγκη παραγωγής χιλιάδων πλακιδίων.
Από κοντά και ο επίσης Αρμένιος David Ohanessian που αποδείχτηκε σπουδαίος τεχνίτης και συνέβαλε επίσης στην αναγέννηση της κεραμικής της Κιουτάχειας, όταν άρχισε να αυξάνεται αναπάντεχα ο αριθμός των παραγγελιών για δημόσια κτίρια στο πλαίσιο του Πρώτου Εθνικού Αρχιτεκτονικού Κινήματος.
Ωστόσο ήταν ο μοναδικός μουσουλμάνος αρχιμάστορας Hafiz Mehmed Emin Efendi εκείνος που ανανέωσε στυλιστικά το ρεπερτόριο της ντόπιας παραγωγής, συμπεριλαμβάνοντας σε αυτήν την τουλίπα, τον υάκινθο, το γαρίφαλο, την παιώνια και άλλα προσωπικά μοτίβα, αναλαμβάνοντας μάλιστα και τις περισσότερες κρατικές παραγγελίες, ιδίως από τα τζαμιά. Αργότερα εκτελέστηκε από τον ελληνικό στρατό λόγω της συμπόρευσής του με τους Νεότουρκους του Κεμάλ.
Οι Αρμένιοι υπερείχαν από εμπορικής άποψης, όπως ήταν αναμενόμενο, χάρη στα δίκτυα των ομοεθνών τους. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον υπήρχαν και κάποια μικρά εργαστήρια Ρωμιών που παρήγαν χρηστικά κυρίως αντικείμενα. Από τους πιο καταξιωμένους ήταν ο Μηνάς Αβραμίδης με αξιόλογο έργο, που, ως άλλος Θεόφιλος, κατέφευγε σε ελληνικά μυθολογικά θέματα, όπως η θεά Αθηνά, ή χριστιανικά, όπως ο έφιππος Άγιος Γεώργιος που σκοτώνει τον δράκο. Μετά την ανταλλαγή πληθυσμών συνέχισε τη δραστηριότητά του στην Ελλάδα.
Η έκθεση του Μουσείου Μπενάκη Ισλαμικής Τέχνης «Ενθύμιον Κιουτάχειας» επικεντρώνεται ακριβώς στο δεκατετράμηνο της ελληνικής κατοχής πριν από τη μεγάλη καταστροφή, όταν όλα έμοιαζαν χαρισάμενα και αισιόδοξα, παρουσιάζοντας θαυμάσια δείγματα αυτής της μεγάλης παράδοσης της αγγειοπλαστικής. Πρόκειται για τεκμήρια που διασώθηκαν μέχρι σήμερα και τα εντάσσει στο ιστορικό και κοινωνικό τους πλαίσιο, από το τέλος του δέκατου ένατου αιώνα μέχρι και το 1950. Εξαιρετικά κεραμικά, τα περισσότερα σε άριστη κατάσταση, που κατασκευάστηκαν στην Κιουτάχεια και φέρουν ελληνικές επιγραφές από την περίοδο που ταξίδεψαν μέχρι εδώ ως ενθύμια απλών στρατιωτών και ανώτερων αξιωματικών.
Το «Ενθύμιον Κιουτάχειας» το έγραφαν οι κατασκευαστές επάνω στα κεραμικά αντικείμενα που πουλούσαν σε επισκέπτες και πριν από την ελληνική κατάληψη, είτε στα οθωμανικά με αραβική γραφή είτε στα γαλλικά ως «Suvenir de Kutahia». Οι Έλληνες φαντάροι, με το που έφτασαν, εντυπωσιασμένοι από τον διάκοσμο της πόλης και τα κεραμικά, που τα έβλεπαν παντού, έσπευσαν να αγοράσουν αναμνηστικά δώρα για τις οικογένειες, τις μανάδες, τις αρραβωνιαστικιές, τις γυναίκες τους. Αρκετοί από αυτούς, οι πιο μορφωμένοι αστοί κυρίως, γνωρίζοντας τη συλλεκτική αξία των παλιότερων κομματιών, αναζήτησαν και προμηθεύτηκαν κεραμικά του δέκατου όγδοου και του δέκατου ένατου αιώνα.
Καθώς ο πόλεμος και η εκτόπιση των νέων αντρών είχαν καθηλώσει την παραγωγή, στην αρχή αγόραζαν όλοι οτιδήποτε υπήρχε σε στοκ. Σταδιακά τα εργαστήρια επαναλειτούργησαν με προσωπικό αποτελούμενο από γυναίκες και νέα κορίτσια πια. Ο στρατός κατοχής ψώνιζε τα κεραμικά σε δραχμές και σε εξευτελιστικές τιμές, ενώ οι επιγραφές στα ελληνικά, όπως «ΕΝΘΥΜΙΟΝ ΚΙΟΥΤΑΧΕΙΑΣ Μ.ΑΣΙΑ 4-7-1921» ή «ΚΙΟΥΤΑΧΕΙΑ 6Η Ιουλίου», μέρα που επιτράπηκε η είσοδος των Ελλήνων στρατιωτών, ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένες. Έτσι, βρέθηκαν στα χέρια τους αντικείμενα όπως φιάλες ούζου ή ρακής, βάζα, φρουτιέρες, τσαγιέρες, ζαχαριέρες, μπολάκια για λουκούμια, κανάτες νερού, σερβίτσια, μελανοδοχεία, φλιτζάνια και ποτήρια, γλάστρες και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστεί κανείς.
Συχνά γίνονταν ειδικές παραγγελίες, όπως το τραπεζάκι του αρχιστράτηγου του ελληνικού στρατού Αναστάσιου Παπούλα, που αποτελείται από εννέα πλάκες, φέρει τα αρχικά «ΑΠ» και σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο Μικρασιατικής Εκστρατείας της Εστίας Νέας Σμύρνης και συμπεριλαμβάνεται στην έκθεση. Το δίχως άλλο, στο μυαλό του Μεσολογγίτη στρατηγού θα υπήρχε η σκέψη ότι κατέλαβε την Κιουτάχεια περίπου έναν αιώνα μετά την κατάληψη του Μεσολογγίου από τον Κιουταχή το 1826.
Τα κυρίαρχα χρώματα της Κιουτάχειας ήταν το κόκκινο, το κίτρινο, το τιρκουάζ, το μπλε του κοβαλτίου, το πράσινο και το μελιτζανί του μαγγανίου, και εκτός από τα οθωμανικά μοτίβα υπάρχει και έντονη εικονογραφία με χριστιανικά μοτίβα, όπως το αμπελόκλημα, το σταφύλι, το ρόδι, οι ιχθύες και τα παγώνια.
Η πλειονότητα των εκθεμάτων έφτασε στην Ελλάδα μέσω Σμύρνης, καθώς οι ένστολοι έστελναν τα δώρα τους με διάφορους τρόπους στους αποδέκτες. Έτσι ένας μεγάλος αριθμός κεραμικών κατέληξε στα ελληνικά σπίτια όπου, εκτός από ενθύμια και σκεύη καθημερινής χρήσης, υπήρχαν και διακοσμητικά, μερικά εκ των οποίων ήταν αποτροπαϊκά πλακάκια με στίχους από το Κοράνι ή καθαρά θρησκευτικά με το όνομα του Αλλάχ που οι Κιουταχειώτες εντοίχιζαν στα σπίτια τους για να διώχνουν το κακό, αναμνηστικά ιστορικών γεγονότων ή προσωπικά. Ανάμεσα στα «χριστιανικά» αντικείμενα υπάρχει μια μικρή φορητή λεκάνη αγιασμού, χωρισμένη σε δώδεκα τμήματα, όσοι και οι μαθητές του Χριστού, διακοσμημένα εναλλάξ με σταφύλια και αμπελόφυλλα σε ένα φολιδωτό μοτίβο.
Σημειωτέον ότι τα κεραμικά αυτά ψήνονταν σε ξυλόφουρνους όπου δεν ήταν εύκολο να ελέγχονται οι βαθμοί, με αποτέλεσμα το χρώμα συχνά να τρέχει και το μπλε του κοβαλτίου και το τιρκουάζ να χαλάνε. Ανάμεσα στα πολύτιμα και σπάνια εκθέματα είναι και το πιάτο με το έμβλημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αναμνηστικό της ενθρόνισης του τελευταίου σουλτάνου, ένα οκταγωνικό πλακίδιο με τον βασιλιά Κωνσταντίνο Α’ και την ένδειξη στο πίσω μέρος «ΚΙΟΥΤΑΧΕΙΑ 1913», δύο πιάτα με υπογραφή του Μηνά Αβραμίδη, το ένα με απεικόνιση του Αλφόνσου ΙΓ’ της Ισπανίας και το άλλο με απεικόνιση του Φρειδερίκου Β’ της Πρωσίας.
Εξίσου αξιοπρόσεχτο είναι και ένα πιάτο με ελληνικές σημαίες και την κορόνα, που πρέπει να φτιάχτηκε με την ευκαιρία της επίσκεψης του Κωνσταντίνου. Το αγόρασε ο ίλαρχος Γεώργιος Στανωτάς τον Ιούλιο του ’21, όταν αποφασίστηκε η προέλαση στον Σαγγάριο. Επίσης, ένας σπάνιος δίσκος με το όνομα Ζωή Μωραΐτου, προικιό ή δώρο κάποιου για τη γυναίκα του, και ένα πλακάκι με στίχο από το Κοράνι σε καλλιγραφική αραβική γραφή και ένδειξη την ημερομηνία 5/7/1921, πρώτη μέρα κατοχής, που κόστισε επτά δραχμές και ήταν αγορά του αρχικτηνιάτρου Ιωάννη Δ. Πετρίδη. Άραγε να ήθελε να θυμάται τη μέρα που κατέκτησε το Ισλάμ;
Η έκθεση ολοκληρώνεται δείχνοντας τη δραστηριοποίηση των χριστιανών προσφύγων μετά το 1922, οπότε εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα. Έλληνες και Αρμένιοι συνεργάστηκαν, παρότι οι συνθήκες δεν ευνοούσαν την παραγωγή. Ο Αβραμίδης, ο οποίος δεν γνώριζε ελληνικά, εγκαταστάθηκε αρχικά στον Πειραιά, όπου και εργάστηκε ως αρχιτεχνίτης στο εργαστήριο που άνοιξε ο Μηνάς Πεσμαζόγλου στο Φάληρο. Λίγο αργότερα ακολούθησε με την οικογένειά του συμπατριώτες του που κατέληξαν στη Φλώρινα, η οποία τους θύμιζε την Κιουτάχεια. Τέλος, βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου κατασκεύαζε κεραμικά με αρχαιοελληνικά και βυζαντινά θέματα μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο Πεσμαζόγλου ίδρυσε την εταιρεία «Κιουτάχεια Αθηνών», προσλαμβάνοντας τους κορυφαίους αγγειοπλάστες Artin και Garabed Hadji Minassian. Στην πορεία προστέθηκαν κι άλλοι Αρμένιοι τεχνίτες, ωστόσο η ποιότητα του πηλού και των χρωμάτων αλλά και της υάλωσης δεν ήταν του επιπέδου της Κιουτάχειας. Πάντως, τα προϊόντα ήταν δημοφιλή στην Αθήνα. Η εταιρεία είχε πολλά σκαμπανεβάσματα μέχρι το ‘60, οπότε έκλεισε.
Έκτοτε η αγγειοπλαστική παράδοση της Κιουτάχειας συντηρήθηκε κυρίως από τους Αρμένιους. Με τον ίδιο τρόπο λειτούργησαν οι Αρμένιοι και στην Παλαιστίνη, με χαρακτηριστική την περίπτωση του Ohanessian, ο οποίος, μετά τον εκτοπισμό και τις διώξεις, κατέφυγε στην Ιερουσαλήμ, όπου και διέπρεψε. Η Κιουτάχεια σήμερα αποτελεί το μεγαλύτερο αγγειοπλαστικό κέντρο της σύγχρονης Τουρκίας.
Ο επιμελητής της έκθεσης κ. Ντίνος Κόγιας εξηγεί: «Η έκθεση δεν είναι μόνο αισθητική, δηλαδή τα ωραία χρώματα και οι φόρμες. Καθώς πρόκειται για αυθεντικά τεκμήρια, είναι κομμάτια της Ιστορίας, φορτισμένα συναισθηματικά, που μας διηγούνται μια άγνωστη πτυχή της μικρασιατικής ιστορίας. Δηλαδή είναι μια μικροϊστορία, παράλληλη με τις μάχες, τις νίκες, τους ηρωισμούς και τις ακρότητες. Είναι μια καθημερινότητα των Ελλήνων στρατιωτικών, φαντάρων που μέσα στην ένταση του πολέμου και ενώ απολαμβάνουν μερικές ώρες ηρεμίας στην Κιουτάχεια σκέφτονται να αγοράσουν μερικά κεραμικά για τις μανάδες και τις γυναίκες τους, κάποιοι και για τον εαυτό τους.
Φανταστείτε κάποιος που πολέμησε εκεί να παραγγέλνει σερβίτσια καφέ ή τσαγιού με τα αρχικά του και μετά από χρόνια να τα έχει στο σπίτι του, τι συναισθήματα του γεννούν, τι αναμνήσεις. Θέλουμε ο επισκέπτης που θα έρθει να δει μια ανθρώπινη πλευρά της εκστρατείας. Η τέλεια αντίθεση: την ίδια ώρα που οι κάτοικοι πεινούσαν, καθώς ο στρατός σάρωνε τα πάντα, σοδειές, καρπούς, γεννήματα από ζώα, φτάνοντας μια πόλη στα όρια της εξαθλίωσης, παράγονταν αυτά τα πολύ ωραία κεραμικά».
Ενθύμιον Κιουτάχειας
Μουσείο Μπενάκη Ισλαμικής Τέχνης
Ασωμάτων 22 & Διπύλου 12, 210 3251311
Μέρες & ώρες λειτουργίας: Πέμ.-Κυρ. 10:00- 18:00, Δευτ.-Τετ. κλειστά
Έως 27/3
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.