H συνύπαρξη σύγχρονων και αρχαίων έργων μέσα στις αίθουσες πιστοποιεί εκ νέου την πρωταρχική σχέση της ανθρωπότητας με τη γη, ενώ η αντιπαραβολή τους αναδεικνύει τη σημασία της δημιουργίας και της χειρωνακτικής εργασίας, την πνευματική σύνδεση με το χώμα, όπως αυτή έχει πάρει μορφή διαχρονικά και διαπολιτισμικά μέσω της κεραμικής τέχνης.
Το υλικό του Gates μέσα από τα επτά αγγεία που παρουσιάζονται, άλλοτε λευκά σαν την κιμωλία, άλλοτε ρηγματωμένα και άλλοτε σκούρα, βιομορφικά, με λαμπερή μεταλλική επιφάνεια, αποκτά ξανά, μέσα από ελεύθερους συνειρμούς, πνευματική σημασία, συγγένεια με τα αντικείμενα της ανατολικής, δυτικής και αφρικανικής Τέχνης, ενεργοποιεί εκλεκτικές συγγένειες και καταφέρνει να συγκεράσει αρχαίες παραδόσεις με τη σύγχρονη αισθητική.
Υπάρχει πάντα η αίσθηση της ιερότητας στο έργο του Gates, είτε πρόκειται για εγκατάσταση ή έργα από πηλό, είτε για ακτιβιστική δράση, μελέτη συλλογών, αναβάθμιση περιοχών, κατάρτιση αρχείων.
«Πάντοτε επιστρέφω στο αγγείο. Είναι μέρος της διανοητικής ζωοδόχου δύναμης της δουλειάς μου και προηγείται όλων των άλλων ειδών δημιουργίας», λέει ο Gates, που δεν παραλείπει σε όλη τη διάρκεια της καλλιτεχνικής του πρακτικής να αποτίνει φόρο τιμής στην αγγειοπλαστική, με την οποία ξεκίνησε το μακρύ του ταξίδι στην τέχνη τη δεκαετία του ’90, όταν ήταν ακόμα φοιτητής στην Αϊόβα.
«Ο πηλός με δημιούργησε και είναι για πάντα η ρίζα του καλλιτεχνικού μου ενδιαφέροντος» λέει και πιστεύει ότι ο «κύκλος του μόχθου» και η καθημερινή χρήση των αγγείων τα καθιστά «ιερά» αντικείμενα, δίνοντάς τους υπερβατικό, κοινωνικό αλλά και τελετουργικό νόημα.
Η μαυρίλα, ο πηλός, η άυλη φύση και ο χώρος ενθαρρύνουν την έρευνα, τις ιδέες, τη διαδικασία και την παραγωγή, τη δοκιμή και την επανάληψη στο έργο του Gates και αυτές τις θεωρεί πράξεις δημιουργίας και μέρος μιας περίπλοκης ιστορίας, με το άγγιγμα να αποκαλύπτει την αμετάκλητη ταυτότητα του δημιουργού στα παράξενα ανθρωπόμορφα έργα του, στα γυαλώματα και στις υφές. Έναν τέτοιο φόρο τιμής στην αγγειοπλαστική αποτελεί και το Serpentine Pavilion του 2022 στους κήπους του Κένσιγκτον.
Ο Theaster Gates είναι ο πρώτος μη αρχιτέκτονας που υπογράφει το περίπτερο στην ιστορία του θεσμού και το έργο αποτελεί μια υπενθύμιση του Stoke-on-Trent, του τέως κραταιού κέντρου της βιομηχανίας αγγειοπλαστικής στην Αγγλία, και είναι κοινώς γνωστό ως Potteries, με τους ντόπιους να είναι γνωστοί ως Potters. Το ονομάζει Black Chapel και αποτελεί ένα ιερό-φόρο τιμής στη βρετανική τέχνη και στη «σημασία των μεγάλων κλιβάνων που χρησιμοποιήθηκαν για το ψήσιμο αγγείων».
Υπάρχει πάντα η αίσθηση της ιερότητας στο έργο του Gates, είτε πρόκειται για εγκατάσταση ή έργα από πηλό, είτε για ακτιβιστική δράση, μελέτη συλλογών, αναβάθμιση περιοχών, κατάρτιση αρχείων. Ο πηλός και η θρησκεία είναι θεμελιώδεις για την καλλιτεχνική του πρακτική, η σχέση μεταξύ Θεού και ανθρωπότητας είναι ανάλογη με τον αγγειοπλάστη που δουλεύει τον πηλό, κάτι που συνειδητοποίησε από τότε που έκανε τις πρώτες του γλάστρες. Η χρήση του πηλού τον αφορά και σε επίπεδο φυλής, στην οικοδόμηση κοινοτήτων γνώσης, στον ρόλο του στην αποικιοκρατία και το παγκόσμιο εμπόριο. «Ως αγγειοπλάστης μαθαίνεις πολύ γρήγορα πώς να φτιάχνεις σπουδαία πράγματα από το τίποτα. Νιώθω ότι ως αγγειοπλάστης αρχίζεις να μαθαίνεις πώς να διαμορφώνεις τον κόσμο», λέει.
Το 2021 ο Gates ήρθε τέταρτος στην ετήσια κατάταξη του Art Review με τους ανθρώπους με τη μεγαλύτερη επιρροή στην τέχνη. Όλα τα προηγούμενα χρόνια τα έσοδα από τις εκθέσεις του σε μεγάλες γκαλερί και μουσεία του κόσμου, που δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητα, πήγαιναν στη δημιουργία χώρων για συναντήσεις και ανταλλαγές, ειδικά για μη προνομιούχες ομάδες. Αυτός είναι και ο λόγος ύπαρξης του αγγειοπλάστη, σύγχρονου καλλιτέχνη, αρχειονόμου (εργάζεται στην προεδρική βιβλιοθήκη του Μπαράκ Ομπάμα) και ακτιβιστή, που έχει τον κόσμο στα πόδια του.
Ο Theaster Gates γεννήθηκε στο Σικάγο, στη δυτική του πλευρά. Είναι ένα από τα εννέα παιδιά, και μάλιστα το μοναδικό αγόρι, μιας οικογένειας Βαπτιστών. Η μητέρα του ήταν δασκάλα και ο πατέρας κατασκεύαζε στέγες.
Καθοριστικής σημασίας ήταν ο χρόνος που πέρασε μετά τις σπουδές του στο Tokoname της Ιαπωνίας, τόπο προσκυνήματος για όσους αγαπούν την παραδοσιακή ιαπωνική κεραμική. Εκεί μυήθηκε στο κίνημα των Mingei, την τέχνη του λαού. Ο όρος επινοήθηκε από τον Ιάπωνα φιλόσοφο Yanagi Soetsu για να περιγράψει την κεραμική, τα υφάσματα, την καλαθοπλεκτική και άλλες χειροτεχνίες που γίνονταν από ανθρώπους των οποίων τα ονόματα δεν ήταν καταγεγραμμένα.
Σήμερα ο Gates λέει ότι αυτό τον οδήγησε σε αυτό που αποκαλεί Afro-Mingei και τον εμπνέει να εξερευνά την ένταση μεταξύ των αντικειμένων εξαιρετικής ομορφιάς και της ζωής εκείνων που τα έφτιαξαν – ένας τρόπος να βλέπει ό,τι περιθωριοποιείται από το «western white sameness».
Υποστηρίζει ότι τα αντικείμενα είναι αφηγητές και τα εξερευνά με λυρισμό αλλά και με θυμό. Όταν κατασκευάζει τα βάζα του θυμάται τους αναλφάβητους σκλάβους προγόνους του, αόρατους μέσα στην ιστορία αυτού του υλικού, έτσι έχει ανάγκη να δημιουργήσει μια γενεαλογία των χαμένων προγόνων του. Αυτή η ιδέα ότι μπορείς να διεκδικήσεις τα αγνοημένα ή διαγραμμένα μέρη ενός πολιτισμού τον οδήγησε σε τεράστια έργα κοινωνικής ανακαίνισης στο Σικάγο, στα μέρη όπου μεγάλωσε.
Είναι καθηγητής εικαστικών τεχνών στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο και το όραμά του είναι η υποβαθμισμένη πλευρά της πόλης να μετασχηματιστεί σε τόπο συνάντησης της κοινότητας, σε μια προσπάθεια αντιστροφής της τάσης του κοινωνικού και οικονομικού κατακερματισμού που συνέβη λόγω της οικονομικής κρίσης στις ΗΠΑ στα τέλη της περασμένης δεκαετίας. Ο ίδιος ζει και εργάζεται σε ένα παλιό εγκαταλελειμμένο ζαχαροπλαστείο που μετέτρεψε σε σπίτι και εργαστήριο.
Από το 2009 ασχολείται με τον εντοπισμό εγκαταλελειμμένων χώρων που μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν μέσω του μη κερδοσκοπικού του ιδρύματος The Rebuild Foundation. Μια πρώην τράπεζα, ένα όμορφο κτίριο της δεκαετίας του 1920, έγινε η Stony Island Arts Bank, όπου τα τεράστια αρχεία των περιοδικών «Ebony» και «Jet» βρίσκονται δίπλα στα χιλιάδες αντικείμενα της συλλογής Edward J Williams που διαθέτουν ρατσιστικές αναπαραστάσεις μαύρων ανθρώπων, αυτά που ο Gates περιγράφει ως «negrobilia», καθώς και η αρχειακή συλλογή δίσκων του Frankie Knuckles, «του νονού» της house μουσικής.
Ο ίδιος έχει το συγκρότημα The Black Monks που αποτελεί ένα σημαντικό μέρος της ζωής και της πρακτικής του και μέσα στον περίεργο αποπροσανατολισμό ενός κόσμου σε πανδημία πέρασε πολύ χρόνο στο Archie Bray Foundation στη Μοντάνα, ένα μέρος που χαίρει σεβασμού στον κόσμο της κεραμικής και δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 1950 ως ένα μέρος που θα εξερευνά τις κεραμικές τέχνες. Με τους αρχιτέκτονες Asif Khan και τον sir David Adjaye μεταμόρφωσαν την προκυμαία του Λίβερπουλ, μία από τις πιο σημαντικές τοποθεσίες στο Ηνωμένο Βασίλειο σε φυλετικό επίπεδο, με το Διεθνές Μουσείο Δουλείας να παίζει κομβικό ρόλο.
Ο καλλιτέχνης, που είναι σε θέση να συγχωνεύσει τη γλώσσα της αφηρημένης τέχνης με την κληρονομιά της φυλετικής αδικίας, επιστρέφει πάντα στο στούντιό του για να φτιάξει γλάστρες, τούβλα, φιγούρες και αγγεία. Τα χέρια του έχουν πάντα ανάγκη να θυμούνται την τελετουργία της δημιουργίας και τη σύνδεση της αρχαίας παράδοσης με τη μοντερνιστική αισθητική, τις κοινωνικές και πολιτικές του ρίζες.
Theaster Gates: Αγγεία
Έως 30/4
Μουσείο Μπενάκη Ελληνικού Πολιτισμού
Κουμπάρη 1 & Βασ. Σοφίας, Αθήνα
Ώρες λειτουργίας: Δευ., Τετ., Παρ.-Σάβ. 10:00-18:00, Πέμ. 10:00-00:00, Κυρ. 10:00-16:00
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.