«Μα γιατί να δω μια ταινία για να ψυχοπλακωθώ;» είναι μια απορία που θα ακούσεις συχνά εκεί έξω. Μια θέση απολύτως σεβαστή, ο πελάτης έχει πάντα δίκιο, λένε – κακώς το λένε, μα αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Κακά τα ψέματα, οι περισσότεροι περνάμε τη ζωή μας εθελοτυφλώντας, αναβάλλοντας τις δύσκολες συζητήσεις, αποφεύγοντας τα τραυματικά γεγονότα, παραμερίζοντας τα άβολα, αρνητικά συναισθήματα. Κι αυτή είναι αντίδραση ανθρώπινη – ένας ψυχολόγος θα σας τα πει καλύτερα, εγώ κριτικός κινηματογράφου και πρώην νομικός είμαι, αμφότερες ιδιότητες αναρμόδιες για το θέμα και αμφιβόλου εκτίμησης στη λαϊκή συνείδηση.
Η τέχνη και, πιο συγκεκριμένα, το σινεμά είναι ένας από τους ελάχιστους θεσμούς στους οποίους επιτρέψαμε να κάνουν αυτές τις δύσκολες ερωτήσεις, είναι ο κλάδος που αφήσαμε να αφιερωθεί στα οδυνηρά ζητήματα, το (φαινομενικά) ασφαλές μέρος που κατασκευάσαμε ώστε να μπορέσουν να εκτονωθούν τα καταπιεσμένα συναισθήματά μας. Και μη φανταστείτε ότι αναφέρομαι μόνο σε σύνθετες κατασκευές ή σε ταινίες που αφοσιώθηκαν στα μεγάλα θέματα. Αν κάποιοι χύνουμε δάκρυα χαράς σε σαχλά happy endings αβαρών κομεντί, δεν είναι γιατί πιστεύουμε στα θαύματα στον έξω κόσμο, αλλά γιατί αναγνωρίζουμε τη δική μας αγωνία και λαχτάρα για κάτι τέτοιο σε εκείνη των χαρακτήρων. Είναι γιατί, μέσω της μετάθεσης του δικού μας δράματος στο δράμα των φανταστικών ηρώων, ερχόμαστε σε επαφή με το πρώτο και διαχειριζόμαστε τα αντιφατικά συναισθήματα που το συνοδεύουν.
Μπορεί οι ιστορίες που αφηγούνται να είναι εξαιρετικές, μεμονωμένες, ενδεχομένως και απίθανες, μπορεί η σκούφια μερικών να κρατά από το επονομαζόμενο σινεμά της απόδρασης, μα αφουγκράζονται συναισθήματα κοινά, πραγματικά και οικεία.
Και, εδώ που τα λέμε, ναι, είναι ωραίο να κλαις στο σινεμά. Θεραπεύει πρόσκαιρα και κάνει καλό και στον οργανισμό, σύμφωνα με τις επιστημονικές έρευνες – μη με ρωτήσετε ποιες έρευνες, ιδέα δεν έχω, αλλά σίγουρα θα υπάρχει κάπου μια τέτοια έρευνα. Αφήστε που το σκοτάδι της αίθουσας ή η ιδιωτικότητα της προβολής στο σπίτι εξασφαλίζουν και την προστασία μας από το αίσθημα της ντροπής που παραδοσιακά φρακάρει τους δακρυγόνους αδένες. Αν ακούγονται και λυγμοί στην αίθουσα, δε, πρόκειται για φαινόμενο συλλογικό, ξέρουμε ότι δεν είμαστε μόνοι κι έτσι αφήνουμε την κάνουλα να ανοίξει άφοβα.
Δόξα και τιμή στις ταινίες που μας επέτρεψαν να κλάψουμε. Μας έδωσαν τη δυνατότητα να διαχειριστούμε συναισθηματικά όσα αφορούν την ανθρώπινη κατάσταση, αλλά και τη δική μας. Για τις ανάγκες του παρόντος επέλεξα 20 ταινίες με έντονες δακρυγόνες ιδιότητες – άρα και παυσίπονη λειτουργία. Μπορεί οι ιστορίες που αφηγούνται να είναι εξαιρετικές, μεμονωμένες, ενδεχομένως και απίθανες, μπορεί η σκούφια μερικών να κρατά από το επονομαζόμενο σινεμά της απόδρασης, μα αφουγκράζονται συναισθήματα κοινά, πραγματικά και οικεία. Κι όπως (περίπου) λέει κι ο Χάρβεϊ Καϊτέλ στο δημοφιλέστατο στα social media quote από εκείνη την ταινία του Σορεντίνο, «τα συναισθήματα είναι το πολυτιμότερο απόκτημά μας».
Make Way for Tomorrow (1937)
Μοιραία ξεκινάμε από την ταινία που έδωσε και τον τίτλο στην παρούσα λίστα. Ο Όρσον Γουέλς είχε δηλώσει ότι το (ειρωνικά τιτλοφορούμενο) «Make Way for Tomorrow» του Λίο ΜακΚάρεϊ θα «έκανε και μια πέτρα να κλάψει». Λόγω οικονομικών δυσχερειών, ένα ζευγάρι ηλικιωμένων αναγκάζεται να χωριστεί, καθώς κανένα από τα παιδιά τους δεν έχει τη δυνατότητα (ή την επιθυμία) να φιλοξενήσει και τους δυο μαζί στο σπίτι του. Τέκνο του μεγάλου οικονομικού κραχ του ’29, ομολογουμένως σου κουνάει το δάχτυλο παλαιοδιαθηκικά (sic), αλλά το παραβλέπεις, επειδή ο ΜακΚάρεϊ δείχνει κατανόηση σε όλες τις πλευρές – κι επειδή σκουπίζεις τα μάτια σου, σκεπτόμενος ότι αυτοί οι δυο άνθρωποι μπορεί να βλέπονται για τελευταία φορά.
Dumbo (1941)
Γιατί κλαίμε ευκολότερα στα animation; Ίσως επειδή η φόρμα κάνει ευκολότερο να αποδεχτούμε τις συμβάσεις του θεάματος, ίσως γιατί οι περισσότεροι μέσω αυτών εκτεθήκαμε στο σινεμά και μας γυρίζουν πίσω στην παιδική μας ηλικία και ίσως επειδή μερικά από αυτά λέγονται «Dumbo» και έχουν μια μαμά ελεφαντίνα που τραγουδά «Baby Mine» στο βλαστάρι της για να κοιμηθεί στην προβοσκίδα της, κλειδωμένη σε ένα βαγόνι όπου φυλακίστηκε προσπαθώντας να προστατεύσει το γλυκύτερο πλάσμα που έπλασε ποτέ το πενάκι του Γουόλτ Ντίσνεϊ από ανθρώπους που λαχταρούν να βρουν στον άλλο το ψεγάδι του και να τον λοιδορήσουν.
Brief Encounter (1945)
Ο Βρετανός Ντέιβιντ Λιν συλλαμβάνει την αίσθηση των ματαιωμένων ονείρων μιας γενιάς που έγλειφε τις πληγές της από μια μακρόχρονη οικονομική κρίση κι έναν μεγάλο πόλεμο που μόλις είχε τελειώσει, και τη μεταποιεί στη συγκινητική ιστορία ενός έρωτα που λόγω των συνθηκών δεν πρόλαβε να ευδοκιμήσει. Το αφηγηματικό εύρημα του κύκλου ποτέ άλλοτε δεν χρησιμοποιήθηκε τόσο σπαρακτικά· όχι τυχαία ο Τοντ Χέινς θα το χρησιμοποιούσε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο δεκαετίες μετά για την «Carol» (2015) του.
It’s a Wonderful Life (1946)
Ιδεώδης χριστουγεννιάτικη προβολή, μα στην πραγματικότητα κατάλληλη για όλες τις εποχές του χρόνου. Η ιστορία του τραπεζικού Τζορτζ Μπέιλι είναι γεμάτη από ατυχή γεγονότα και στιγμές που πλήττουν σχεδόν βάναυσα τους δακρυγόνους αδένες μας, με το εύρημα ενός αγγέλου που δείχνει στον ήρωα πώς θα ήταν η ζωή των υπολοίπων αν δεν είχε υπάρξει ποτέ να αποτελεί προϊόν επουράνιας έμπνευσης. Εμφανείς οι αναφορές στον Ντίκενς, με τον Κάπρα να αξιοποιεί καλύτερα από ό,τι σε κάθε άλλη ταινία το μεγαλύτερο δάνειο που λάβαμε από το ντικενσιανό «πιστωτικό ίδρυμα»: τα καλύτερα happy endings είναι εκείνα που κερδήθηκαν δύσκολα.
Ιkiru (1952)
Τοποθετώντας στο επίκεντρο της δράσης (όχι τυχαία) έναν γραφειοκράτη και ερχόμενη σε μια μεταβατική περίοδο για την Ιαπωνία, η ταινία του Κουροσάβα υπογραμμίζει ότι το μοναδικό ουσιώδες προτέρημα τόσο ενός ατόμου όσο κι ενός διοικητικού συστήματος δεν μπορεί (και δεν πρέπει) να είναι άλλο από την ανθρωπιά. Μπορείτε να το προτιμήσετε και στην πρόσφατη, κατά Όλιβερ Ερμάνους εκδοχή του, το «Living» (2022), όπου ο σπουδαίος Καζούο Ισιγκούρο κατάφερε να μεταγράψει αρμονικά την ιστορία στο Λονδίνο των ’50s και να μη χαθεί τίποτε στη μετάφραση.
Umberto D. (1952)
Ηλικιωμένος παλεύει να ζήσει στην ιταλική πρωτεύουσα με μια πενιχρή σύνταξη, παρέα με το σκυλάκι του, σε μια κορυφαία δημιουργία του ιταλικού νεορεαλισμού, όπου το κλάμα συνδυάζεται με την οργή, καθώς μας θυμίζει ότι η κρατική (και η κοινωνική) αδιαφορία προς τους γηραιότερους είναι διαχρονική μάστιγα. Και ναι, ο σκύλος είναι παρών ώστε ο Ντε Σίκα να πατήσει το κουμπί για να δακρύσουμε μα, όπως έλεγε κι ο συγχωρεμένος ο Ρότζερ Ίμπερτ, «δεν με πειράζει αν μια ταινία πατάει τα κουμπιά μου για να κλάψω, αρκεί να τα πατάει σωστά».
Les Parapluies de Cherbourg (1964)
Η απόπειρα του Ζακ Ντεμί να μετατρέψει σε τραγούδια μιούζικαλ καθημερινούς διαλόγους και να αντλήσει δράμα από μια πιο ρεαλιστική ιστορία έρωτα (αλλά τοποθετημένη σε ένα ολότελα τεχνητό, πολύχρωμο σύμπαν) πέτυχε, και την επιτυχία της πιστοποιούν χιλιάδες σινεφίλ και κριτικοί που ορκίζονται μέχρι σήμερα σε αυτή. Και ναι, μπορεί οι άνθρωποι να πεθαίνουν από έρωτα μόνο στο σινεμά, σύμφωνα με τη διάσημη ατάκα του έργου, αλλά μπορούν κάλλιστα και να πεθάνουν στο κλάμα εξαιτίας του σινεμά, ειδικά όταν το τελευταίο ντύνεται μουσικά με τις συναισθηματικά φορτισμένες μελωδίες του Μισέλ Λεγκράν.
Οrdinary People (1980)
Στη συνείδηση της κριτικής το «Ordinary People» έχει τη ρετσινιά της ταινίας που έκλεψε το Όσκαρ από το «Raging Bull». Το μυαλό καταλαβαίνει, η καρδιά διαφωνεί και αναφωνεί ότι «πολύ καλά έκανε», έτσι όπως ο Ρέντφορντ έφερε τέτοια οξύτητα και ειλικρίνεια στην απεικόνιση των ανθρωπίνων σχέσεων στο mainstream αμερικανικό σινεμά, που μόνο στο σινεμά του Μπέργκμαν μπορoύσες να συναντήσεις. Αν έπρεπε να διαλέξουμε το δραματικό highlight αυτής της κινηματογραφικής ψυχαναλυτικής συνεδρίας, θα στεκόμασταν στην τελική εξομολόγηση του Ντόναλντ Σάδερλαντ προς τη σύζυγό του, που αποκτά πρόσθετη, εξωκινηματογραφική δραματικότητα από τον ακόμα πρόσφατο χαμό του. Κατά τα άλλα, η μεγαλύτερη τραγωδία είναι ότι καθυστερούμε δραματικά να λογαριάσουμε την επικοινωνία ως ευεργέτημα.
E.T. (1982)
Είναι μια σκηνή στην ταινία, ίσως όχι αυτή που θα ανακαλέσεις πρώτη, όπου ο μικρός Έλιοτ δείχνει στον καινούργιο του φίλο τα παιχνίδια του με τον ενθουσιασμό κάποιου που ανοίγει για πρώτη φορά τον κόσμο του σε έναν άλλον. Kι εκείνος ενδιαφέρεται ειλικρινά να τον δει. Aκριβώς αυτήν τη στιγμή ο Έλιοτ αντιλαμβάνεται ότι δεν θα είναι ποτέ ξανά μόνος. Ακόμα κι αν οι περιστάσεις τον φέρουν κάποτε στη θέση του απρόσωπου ενήλικα, σαν εκείνους μέσα στο έργο, θα έχει πάντα μια βόλτα στους ουρανούς με ένα ποδήλατο για να του υπενθυμίζει ποιος είναι, από πού έρχεται και τι σημαίνει να έχεις έναν φίλο. Κι εμείς οι υπόλοιποι θα έχουμε αυτή την ταινία.
Grave of the Fireflies (1988)
Με όλο τον σεβασμό στον Χαγιάο Μιγιαζάκι και στους παραισθητικούς ονειροτόπους του, το σπουδαιότερο επίτευγμα του Studio Ghibli μάλλον είναι το «Grave of the Fireflies» του Ισάο Τακαχάτα. Η ταινία ακολουθεί δυο αδέλφια στο τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου που βλέπουν την πόλη τους να καταστρέφεται και χάνουν τη μητέρα τους από βομβαρδισμούς αμερικανικών στρατευμάτων. Μια τραγική υπενθύμιση ότι πραγματικοί ηττημένοι ενός πολέμου είναι τα ανθρώπινα συντρίμμια που αφήνει πίσω του και, ταυτόχρονα, μια θρηνητική αναγνώριση της δυσκολίας μας να απαντήσουμε και, κυρίως, να αποδεχθούμε το «γιατί οι πυγολαμπίδες πεθαίνουν τόσο νωρίς».
Cinema Paradiso (1988)
Όσοι έχουμε την ταινία εντυπωμένη στο σινεφιλικό μας γονίδιο, ξεπατωνόμαστε στο κλάμα με τις πρώτες νότες του Μορικόνε στους τίτλους αρχής. Δύσκολο να το εξηγήσουμε στον φρέσκο θεατή, πιθανότατα θα καταλάβει τον λόγο όταν έρθει η ώρα εκείνου του ανεπανάληπτου μοντάζ από κλεμμένα φιλιά, που συμβολίζει το ωραιότερο δώρο που μας έκανε το σινεμά: τη διατήρηση της μνήμης, τη γεφύρωση της συλλογικής εμπειρίας με την ειδική, τη συμπερίληψή μας στη σπουδαιότερη φαντασιακή κοινότητα, τα μέλη της οποίας είναι ισότιμα, ενωμένα με μια καμωμένη από σελιλόζη οριζόντια γραμμή, μα ταυτόχρονα διατηρούν και τη μοναδικότητά τους χάρη στη μυστική, προσωπική τους προβολή πάνω σε όσα διαδραματίζονται στο πανί. Μερικοί ψέγουν το «Cinema Paradiso» για ρομαντικοποίηση της νοσταλγίας και συντηρητισμό. Έχουν λάθος. Σε αντίθεση με τις ταινίες που γέννησε, συστήνει την ιδέα ότι πρέπει να φύγεις από τον τόπο του, για να μπορέσεις να τον κρατήσεις δικό σου.
Splendor (1989)
Οι δακρυγόνες λειτουργίες του «Splendor» του Ετόρε Σκόλα, που βρίσκεται στη σκιά της ακριβώς προηγούμενης ταινίας της λίστας, θα έχουν αποτέλεσμα μόνο σε όσους δεν μπορούν να εννοήσουν την ύπαρξή τους δίχως την εμπειρία της κινηματογραφικής αίθουσας. Ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι υποδύεται έναν αιθουσάρχη που αναγκάζεται να πουλήσει την αίθουσά του σε τοπικό επιχειρηματία για άλλη χρήση, λόγω της πτωτικής πορείας των εισιτηρίων. Η αφήγηση ακολουθεί το μυαλό του την τελευταία μέρα λειτουργίας της αίθουσας και το φινάλε της συνδέεται άμεσα με μια άλλη ταινία της λίστας – αλλά θα σας αφήσουμε να το ανακαλύψετε μόνοι σας. Δύσκολη προβολή για όσους θυμόμαστε ακόμα τις τελευταίες μέρες του Ιντεάλ.
Remains of the Day (1993)
Με διαφορά η κορυφαία ταινία για τη βρετανική εγκράτεια, τα «Απομεινάρια μιας μέρας» του Άιβορι, του Ισιγκούρο και του Χόπκινς ακολουθούν έναν ήρωα στο φθινόπωρο της ζωής του, έναν άνθρωπο που «δεν ήταν εκεί», προσπερασμένο από την Ιστορία, όπως σοφά έγραψε ο κριτικός Ηλίας Δημόπουλος, αλλά και από τη δική του ιστορία. Η ύστατη προσπάθειά του να την κυνηγήσει οδηγεί σε ένα τελευταίο εικοσάλεπτο σχεδόν αδυσώπητο, όπου τα έγχορδα του Ρίτσαρντ Ρόμπινς συνοδεύουν επιτακτικά το κυνήγι του, έπειτα θρηνούν φωναχτά όσα ο ίδιος αδυνατεί να (επι)κοινωνήσει και στο τέλος αφήνουν έναν εκκωφαντικό αναστεναγμό, καθώς η ζωή φεύγει μέσα από τα χέρια του, σαν πτηνό που εισέβαλε για λίγο σε μια έπαυλη-μαυσωλείο κι έπειτα φτερούγισε μακριά.
Τhe Browning Version (1994)
To ομώνυμο θεατρικό του Τέρενς Ράτινγκαν, που ακολουθεί έναν αυστηρό φιλόλογο την ημέρα της συνταξιοδότησής του, έχει μεταφερθεί ξανά και λαμπρά στο σινεμά από τον Άντονι Άσκουιθ, ωστόσο στο context της παρούσας λίστας αρμόζει περισσότερο η εκδοχή του Μάικ Φίγκις, καθώς η εγγενής στρυφνότητα της φυσιογνωμίας του Άλμπερτ Φίνεϊ φέρνει στη μεταστροφή του χαρακτήρα μεγαλύτερο δραματικό αντίκτυπο. Από τις ωραιότερες κινηματογραφικές ιστορίες μετάνοιας – και επειδή η μετάνοια είναι ένα συναίσθημα κατακτημένο με αίμα, δάκρυα κι ιδρώτα, όταν τελικά έρθει, φέρνει πολλά από τα δεύτερα.
The Sixth Sense (1999)
Στη συνείδηση πολλών, που έχουν να δουν την ταινία από τότε, η «Έκτη Αίσθηση» του Μ. Νάιτ Σιάμαλαν είναι μια ιστορία τρόμου με ένα καταπληκτικό twist στο φινάλε. Kι όμως, δεν ανέφεραν τυχαία οι δημιουργοί της το «Ordinary People» κατά την προώθησή της. Στην ταινία οι νεκροί έρχονται για να μας φέρουν το δώρο της επικοινωνίας και όταν ο μικρός Κόουλ αξιοποιεί αυτό το δώρο και επικοινωνεί στη μητέρα του το μυστικό του, φέρνει κάθαρση όχι μόνο στη δική τους σχέση, αλλά και σε εκείνη της μητέρας του με τη γιαγιά του, σε μια σκηνή στην οποία, ειλικρινά, λυγίζουν και οι δυνατοί – ίσως γιατί πολλοί βασανιζόμαστε από μια απορία ανάλογη με εκείνη της Τόνι Κολέτ.
Million Dollar Baby (2004)
Λένε συχνά για τον Κιούμπρικ ότι σκηνοθετούσε σαν να έπαιζε σκάκι ταυτόχρονα σε τρία ταμπλό, αλλά να που στο «Million Dollar Baby» ο Ίστγουντ κάνει κάτι αντίστοιχο, με τον δικό του πολύ πιο διακριτικό, λιγότερο εμφανή τρόπο. Βλέπεις, στη μέση της ταινίας μοιάζει να ξεκινά μια άλλη, η οποία όμως είναι αναπόσπαστο κομμάτι μιας ευρύτερης, που εσωκλείει αμφότερες. Καθώς φτάνουμε στο φινάλε της ιστορίας, ο πρώτος λυγμός έρχεται στο σημείο που ο Φράνκι Νταν εξομολογείται στη Mάγκι του τι σημαίνει «mo cuishle» και πολλαπλασιάζεται όταν συνειδητοποιήσεις πως όλη αυτή την ώρα παρακολουθούσες την έκκληση για άφεση αμαρτιών ενός πατέρα προς μια αποξενωμένη κόρη, η οποία, εντελώς ιστγουντικά, τελείται μέσω των πράξεών του, αφήνοντας την αφήγησή τους σε τρίτους.
Αtonement (2007)
To «Αtonement» του Τζο Ράιτ (και του Ίαν ΜακΓιούαν φυσικά) έχει την αφηγηματική τόλμη να πλασαριστεί ως μια έξοχα σκηνοθετημένη και παιγμένη ιστορία καταραμένου έρωτα, για να καταφέρει συναισθηματικό νοκ άουτ όταν αποκαλύπτει αυτό που κατέστησε φανερό ήδη από τον τίτλο του: ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για ιστορία εξιλέωσης. Η εξιλέωση προϋποθέτει ενοχή και οι περισσότεροι κατά βάθος είμαστε γεμάτοι από τέτοιες, γι’ αυτό και το φινάλε της ταινίας χτυπάει κατευθείαν φλέβα, υπενθυμίζοντας ότι η μυθοπλασία και κατ’ επέκταση η φαντασία μας είναι το μέρος όπου θα υπάρχει πάντα χώρος γι’ αυτή – ευχή και κατάρα τούτη η διαπίστωση.
Up (2009)
Ότι η Pixar έχει τη μυστική συνταγή του κλάματος οριακά εντάσσεται στα διδάγματα της κοινής πείρας. Εκεί που νομίζεις ότι τη γλίτωσες, θα καταφέρει να χτυπήσει την ευαίσθητη χορδή σου, ακόμα και στις ελάσσονες δημιουργίες της. Επιλέγουμε το «Up» γιατί έχει την ιδιαιτερότητα να φυλάει το πολύ κλάμα όχι για την κορύφωση, μα για την εισαγωγή του, μέσω του μοντάζ μιας κοινής ζωής και ενός ταξιδιού που διαρκώς αναβάλλεται. Όχι ότι θα αποφευχθούν τα δάκρυα στη συνέχεια, μα εκείνα θα είναι δάκρυα χαράς. Από τις καλύτερες ταινίες των ‘00s, παρεμπιπτόντως.
Hachi: A Dog’s Tale (2009)
Aν σκεφτείς ότι μόνο με την ανάγνωση της αληθινής ιστορίας ενός σκύλου akita που περίμενε το χαμένο αφεντικό του κάθε μέρα στον σταθμό τα μάτια βουρκώνουν, εύλογα μια ταινία μυθοπλασίας, με όλα τα πρόσθετα εργαλεία που δίνει στον δημιουργό της, μπορεί να πολλαπλασιάσει αυτή την επίδραση. Η σπάνια καλή ταινία του Λάσε Χάλστρομ, που δεν απευθύνεται μόνο σε κυνόφιλους –αλλά μπορεί να τους ισοπεδώσει–, χρωστάει πολλά στη μουσική του Γιαν Κατσμάρεκ και αγαπήθηκε ιδιαίτερα από το ελληνικό κοινό, χωρίς ποτέ να προβληθεί στους ελληνικούς κινηματογράφους, μυστηριωδώς.
Call me by your Name (2017)
Χάρη σε ένα λεπτοδουλεμένο σενάριο του Τζέιμς Άιβορι, ο Λούκα Γκουαντανίνο μάς έδωσε μια ταινία που μυρίζει καλοκαίρι, φωτογραφίζει τη νιότη και χαρτογραφεί τα σκιρτήματα του πρώτου έρωτα, που συνήθως καταλήγει σε μεγάλο δράμα. Αν οι αντιστάσεις σου δεν καμφθούν στον μονόλογο του Μάικλ Στούλμπαργκ, που ενσαρκώνει με γλυκύτητα και τρυφερότητα την πλατωνική ιδέα μιας πατρικής φιγούρας, θα παραδοθείς αμαχητί στην τελευταία της σκηνή, όταν ο Στίβενς ρωτά μελωδικά «is it a video;», ο Γκουαντανίνο χαρίζει στον Σαλαμέ πλάνο από εκείνα που φτιάχνουν καριέρες κι εσύ ανατρέχεις σε ένα συναίσθημα μακρινό, μα γνώριμο και ανείπωτα οδυνηρό στον καιρό του.