Πέντε νεανικά κορμιά λιάζονται σε μια παραλία της Αντιπάρου, προσπαθώντας να συνέλθουν από την κραιπάλη της προηγούμενης νύχτας, και κάθε προηγούμενης νύχτας. Στην ίδια παραλία, ένας ντροπαλός μεσήλικας τους παρακολουθεί από απόσταση. Είναι ο Κωστής, ο σαραντάρης γιατρός του νησιού που τους γνώρισε όταν πήγαν στην κλινική του για να περιποιηθεί τον μικροτραυματισμό της Άννας, της νεαρής Ελληνίδας της παρέας. Χωρίς να φαίνεται να έχει συναίσθηση του πόσο παράταιρος φαίνεται δίπλα τους, τελικά θα καταφέρει να τους μιλήσει και εκείνοι θα τον βάλουν αναπάντεχα στην παρέα.
Όμως για τον Κωστή η χαλαρή αυτή παρέα είναι μια ευκαιρία να ζήσει ετεροχρονισμένα την ανέμελη νεανική ηλικία που τον προσπέρασε. Μια ευκαιρία να μην είναι πια θεατής της ζωής, αλλά κυνηγός της ηδονής. Η κατάσταση, όμως, γρήγορα θα εκτροχιαστεί και ο έρωτας του Κωστή θα μετατραπεί σε μια δίνη επιθυμίας και απελπισίας. Μια μείξη μαύρης κωμωδίας και ερωτικού θρίλερ, το Suntan, η τρίτη δουλειά του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου, έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο Φεστιβάλ του Ρότερνταμ, ενώ έχει ήδη ταξιδέψει και στην Αμερική, στο περίφημο South by Southwest, που συγκεντρώνει ό,τι καλύτερο από μουσική και σινεμά.
— Πώς σου ήρθε η ιστορία του «Suntan»;
Έχεις διαβάσει το Επέκταση του πεδίου της πάλης του Ουελμπέκ; Έχει αναπτύξει μία θεωρία ότι ο σεξουαλικός φιλελευθερισμός λειτουργεί με τους ίδιους όρους με τον οικονομικό, δηλαδή χωρίζει τους ανθρώπους σε δύο κάστες: σε αυτούς που έχουν πρόσβαση στις ηδονές και σε αυτούς που δεν έχουν. Σε αυτούς που μπορούν να γοητεύσουν και σε αυτούς που δεν μπορούν. Και έτσι άρχισα να το κάνω στην Αντίπαρο, να κοιτάζω γύρω μου και να αναρωτιέμαι σε ποια κατηγορία ανήκει ο καθένας. Ειδικά σε αντροπαρέες, που βλέπεις ότι έχουν πάει εκεί για να γαμήσουν, βλέπεις ποιος το 'χει και ποιος γυρνάει πάντα μόνος το βράδυ, και πώς μετά βγαίνει κάτι αρνητικό μεταξύ τους. Μετά σκέφτηκα από τη μια κάποιον που να το βιώνει πιο βαθιά αυτό, να έχει πρόσβαση στα κορμιά αλλά όχι στις ηδονές, και από την άλλη αυτές τις παρέες των κακομαθημένων, όμορφων νέων που με την αύρα τους κατακτούν τα πάντα, τα αλώνουν.
Σε αυτή την ταινία με έκαιγε η παρατήρηση ενός ανθρώπου που μπαίνει στη μέση ηλικία, η σύγκριση του σφριγηλού κορμιού των νιάτων με την παρακμή του δικού του. Με πολλή αγάπη και για τα δύο. Ήθελα να τα παρατηρήσω και να τα συγκρίνω, και να μιλήσω γι' αυτή την αδικία.
— Ταυτίζεσαι με την παρέα ή με τον πρωταγωνιστή;
Και με τις δύο πλευρές, στην πραγματικότητα. Στην Αντίπαρο πηγαίνω από 16 χρονών, την έχω ζήσει σε όλες τις δικές μου φάσεις: ως έφηβος punk, ως φοιτητής κινηματογράφου, ως εργένης άνετος, ως οικογενειάρχης, ως σχεδόν μεσήλικας, ως κάποιος που βλέπει τη μέση ηλικία να πλησιάζει επικίνδυνα και δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Οπότε το βλέπω και από τη δική του πλευρά και από τη δική τους. Τα παιδιά μια χαρά τού φέρονται, τον αγαπάνε. Απλώς τον αγαπάνε όπως θέλουν αυτοί να τον αγαπάνε. Και αυτό είναι το βασικό μας πρόβλημα: δεν μας φτάνει να μας αγαπάνε όπως θέλουν οι άλλοι, θέλουμε να μας αγαπάνε όπως θέλουμε εμείς. Καταστρέφονται πολλές σχέσεις, και ερωτικές και επαγγελματικές, από τη στιγμή που αρχίζουμε να έχουμε απαιτήσεις από τους άλλους γιατί κάτι μας έδωσαν. Εκεί χαλάνε όλα. Γιατί ο άλλος θα αλλάξει για να σου αρέσει και εσύ τελικά παύεις να γουστάρεις.
— Ποια ανάγκη δική σου καλύπτεις με το να κάνεις ταινίες;
Το να επικοινωνείς. Απλώς επικοινωνείς με πιο πολύ κόσμο. Λες ιστορίες – πάντα μου άρεσε να λέω ιστορίες. Έχει φοβερό ενδιαφέρον η διαδικασία: να βάλεις όλον αυτό τον κόσμο στο όραμά σου, να τους ψήσεις, να πάρεις από τον καθέναν ό,τι καλύτερο έχει. Κάθε άνθρωπος έχει δημιουργικούς χυμούς, η δουλειά μου είναι να βρίσκω τρόπο να παίρνω το καλύτερο απ' όλους τους συνεργάτες, ακόμη και με χειραγώγηση. Δεν σημαίνει, βέβαια, ότι κάθε σκηνοθέτης δουλεύει έτσι, δεν αφήνουν όλοι οι σκηνοθέτες χώρο στο τυχαίο. Εγώ κατευθύνω τα πράγματα, αλλά με έμμεσο τρόπο. Τους αφήνω να νομίζουν ότι το επέλεξαν. Το τυχαίο έχει όλη την υποδομή από πίσω, αλλά μοιάζει τυχαίο.
— Τελικά έχεις καταλάβει γιατί θέλουμε να λέμε ιστορίες;
Δεν έχω ιδέα. Νομίζω ότι θα ήταν πολύ βαρετή η ζωή χωρίς να μαθαίνεις και να ακούς ιστορίες, να τις αλλάζεις, να τις πειράζεις. Είτε από ένα σπουδαίο βιβλίο που διαβάζεις είτε από το κουτσομπολιό με τον κολλητό σου στο τηλέφωνο, οι ιστορίες είναι αυτά που αποτελούν τη ζωή. Αλλιώς, γίνεσαι ερημίτης.
— Αυτά που αποτελούν τη ζωή, όμως, δεν είναι κατά βάση βαρετά;
Εμένα με ενδιαφέρει πολύ το μπανάλ. Και στην προηγούμενη ταινία μου και σε αυτήν, οι μεγαλύτεροι σε ηλικία χαρακτήρες έχουν να κάνουν πολύ με το μπανάλ της καθημερινότητας – είναι κάτι που με απασχολεί. Το πώς περνάμε τη μισή μας ζωή κάνοντας βαρετά και ανούσια πράγματα. Ανάμεσα σε συναρπαστικές στιγμές, υπάρχει πάντα εμβόλιμη η καθημερινότητα.
— Στην ταινία, το μπανάλ το στήνεις στον τοίχο ή το αγαπάς;
Το παρατηρώ. Είμαι λίγο σκληρός απέναντί του. Το ειρωνεύομαι κάπως. Σκατόπραμα είναι. Ακριβώς επειδή η ζωή είναι αυτό που είναι –δύσκολη, μάταιη–, τουλάχιστον ας είναι ενδιαφέρουσα.
— Για κάποιους, όμως, είναι μια τεράστια ασφάλεια.
Και με την ασφάλεια είμαι τσακωμένος. Δεν πιστεύω στην ασφάλεια, είναι παγίδα. Όταν θες να είσαι ασφαλής, είτε δεν κάνεις τίποτα είτε βλάπτεις τους άλλους προκειμένου να είσαι ασφαλής. Στ' αλήθεια, η αφετηρία των πραγμάτων είναι ο έρωτας, η καύλα, αυτά σε κάνουν να ξυπνάς το πρωί.
— Η ταινία είναι λόγος για να ξυπνάς το πρωί;
Ναι, αν έχει καύλα. Κάπως ερωτεύεσαι την ταινία, τους ανθρώπους της, όλη την οικογένεια. Δεν μπορώ να κάνω ταινία χωρίς να ερωτευτώ τους συνεργάτες μου, χωρίς να νιώσω αυτό το εφηβικό, που ξυπνάς το πρωί και θες να τους εντυπωσιάσεις, θες να τους κάνεις να περάσουν ωραία, να τους ιντριγκάρεις. Όλα αυτά που κάνει ένας έφηβος όταν ερωτεύεται, αυτό είναι η καθημερινότητά μου όταν κάνω ταινία.
— Είναι κάτι που πετυχαίνει πάντα; Δεν υπάρχουν συνεργάτες που δεν σε ερωτεύτηκαν;
Δεν είναι ανάγκη να σε ερωτευτούν κι εκείνοι. Τους πείθω, πάντως, άλλους περισσότερο, άλλους λιγότερο. Και μετά επιλέγεις ποιους θες να ξαναερωτευτείς. Δεν μπορείς να δουλέψεις αν δεν αγαπάς με έναν τρόπο σχεδόν ερωτικό τους συνεργάτες σου. Ξυπνάς με σκοπό να τους γοητεύσεις, τους καλείς στο πάρτι σου να φέρουν τα δώρα τους. Το γύρισμα είναι είκοσι μέρες σκληρής καψούρας.
— Μπορείς να καταγράψεις ιστορία που δεν σε καίει;
Δύσκολο. Όμως το κάνω. Βρίσκω τρόπο και το κάνω δικό μου.
— Τώρα σε αυτή την ταινία τι σε έκαιγε;
Νομίζω, η παρατήρηση ενός ανθρώπου που μπαίνει στη μέση ηλικία, η σύγκριση του σφριγηλού κορμιού των νιάτων με την παρακμή του δικού του. Με πολλή αγάπη και για τα δύο. Ήθελα να τα παρατηρήσω και να τα συγκρίνω, και να μιλήσω γι' αυτή την αδικία. Είναι φοβερό αυτό, το ότι ξαφνικά δεν είσαι ωραίος, τέλειος, δεν είσαι δυνατός, με όλες τις έννοιες. Μεγαλώνοντας, χάνεις τη δύναμή σου. Ο νέος έχει μπροστά του τα πάντα. Ως μεγαλύτερος, έχεις χίλια λάθη πίσω σου, έχεις μεν την εμπειρία, αλλά δεν έχεις τόση δύναμη, είσαι πια κουρασμένος. Έχεις αποτύχει δεκαπέντε φορές, ο άλλος έχει επτά ζωές ακόμη.
— Άρα δεν γίνεται καλύτερο όσο μεγαλώνει κανείς.
Γίνεσαι σοφότερος. Είναι καλύτερο;
— Μου φαίνεται εξαιρετική πηγή δύναμης η σοφία.
Ναι, απλώς δεν έχεις τι να την κάνεις. Άσε που οι περισσότεροι πεθαίνουν χωρίς να έχουν μάθει τίποτα.
— Εσύ έχεις μεγάλες φιλοδοξίες; Μέχρι πού θες να φτάσεις;
Δεν σταματάει η φιλοδοξία, είναι ένα θηρίο που συνέχεια ταΐζεις. Νιώθω καλά, είμαι πλήρης. Αλλά θέλω να συνεχίσω, για να υπάρχω. Υπάρχω μέσα από αυτό και από τη σχέση μου με τους συνεργάτες μου. Το έχει πει τέλεια ο Βεσλεμές στη Νορβηγία: «Αν σταματήσω να χορεύω, θα σταματήσει η καρδιά μου». Και όταν υποτίθεται ότι χαλαρώνω, είμαι συνέχεια σε εγρήγορση. Φτιάχνω συνέχεια ιστορίες. Δεν έχω διάθεση να μη δουλεύω.
ΑΠΟΔΟΣΗ: ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΛΙΑΠΗ
Info:
Το «Suntan» βγαίνει στις αίθουσες στις 31 Μαρτίου.
Το άρθρο από την έντυπη έκδοση της LIFO