Διαβάτη μη ζητάς εδώ στα αρκαδικά βουνά
Το θρύλο της αμέριμνης ζωής
Έχουν σωπάσει και η μαγεμένη σύριγγα
Και ο αυτός παντοτινά
Γυμνό το Μαίναλο,
Βωμός του παρελθόντος μοιάζει
Κι όμως θυμήσου
Πόσες φορές μας μα μίλησες απαρνημένη φύση
μια μέρα από την αγάπη σας ο παν θα ξαναζήσει
Γεώργιος Κ. Βλάχος
"Αρκαδία χαίρε" είναι η νέα ταινία του Φίλιππου Κουτσαφτή, η οποία ολοκληρώθηκε 14 χρόνια μετά την "Αγέλαστο Πέτρα". Θα προβληθεί στο 17ο φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης που θα πραγματοποιηθεί από τις 17 έως τις 22 Μαρτίου.
«Είναι η νέα ταινία μου για την Αρκαδία, που πήρε το όνομά της από ένα επιτύμβιο που βρέθηκε στην περιοχή», μας λέει ο Φίλιππος Κουτσαφτής. «Στεκόμαστε σε μια περιοχή της Αρκαδίας που λέγεται Τεγέα και βρίσκεται δέκα χιλιόμετρα νότια από την Τρίπολη. Είναι πάνω στον παλιό δρόμο που πηγαίνει στη Σπάρτη.
Τα γνωστά ιερά εκεί, είναι η πόλη της αρχαίας Τεγέας, ένας πάρα πολύ ωραίος ναός της Αλέας Αθηνάς έργο του πάριου γλύπτη Σκόπα της ελληνιστικής εποχής. Γύρω στο 400 ο ναός πυρπολήθηκε και ξαναχτίστηκε υπό την αρχιτεκτονική εποπτεία του Σκόπα.
Βλέπουμε έναν τόπο που έχει μια τρομερή ιστορία από τα μυθολογικά χρόνια και μέσα από αυτούς τους μύθους και τις ιστορίες που έχει εμπνεύσει ήρθαν να προστεθούν στο τέλος και οι μύθοι που ήρθαν εισαγόμενοι από τη Δύση. Πρόκειται λοιπόν για μια περιπλάνηση συλλογής θραυσμάτων. Και η ιστορία και η μυθολογία και το σήμερα κυρίως είναι κάτι θραυσματικό.
Χτίστηκε ένας μεγαλοπρεπέστατος ναός και υπάρχει και η απορία: Πώς η Τεγέα, μια σχετικά μικρή και φτωχή πόλη έφτιαξε έναν τέτοιο ναό. Σαν να λέμε με τα μέτρα του σήμερα ότι μια μικρή επαρχιακή πόλη πήρε έναν διάσημο παγκοσμίως αρχιτέκτονα για ένα έργο στην περιοχή της. Αρχικά η Αλέα ήταν ιδιαίτερη θεότητα, που όμως αργότερα σχετίστηκε με την Αθηνά".
— Υπάρχει κάποιος μύθος ή κάποια υπόθεση για το πώς έφτασε εκεί ο Σκόπας;
Υπάρχει μια υπόθεση που δεν είναι πολύ καλά τεκμηριωμένη, εν πρώτοις ο ναός της Τεγέας ήταν ένα πολύ μεγάλο κέντρο το οποίο λειτουργούσε ως ένα είδος τράπεζας. Οι Σπαρτιάτες, μετά το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου λεηλατώντας την Αθήνα και τις άλλες πόλεις είχαν πάρα πολύ χρυσό και πλούτο. Τον οποίον όμως απαγορευόταν να τον έχουν στην πόλη τους. Και τον εναπόθεσαν στον ναό της Αλέας Αθηνάς. Μάλιστα μερικοί έβαζαν τα χρήματα ή τα χρυσά στη στέγη. Στην ουσία από εκεί αρχίζει και η παρακμή της Σπάρτης. Μπαίνει πλούτος, ο πλούτος φέρνει άλλα ζητήματα, ψηφίζεται ένας νόμος που επιτρέπει να αγοράσεις γη και έτσι δημιουργήθηκαν οι τάξεις. Έτσι υπάρχουν πλούσιοι και αυτοί που δεν είχαν τίποτα και άρχισαν σιγά-σιγά να φθίνουν.
— Έχετε βρει κάποια μαρτυρία που σας βοήθησε;
Βρήκαμε συμπτωματικά μια πινακίδα του 450π.Χ. στην αρκαδική διάλεκτο, χάλκινη και γραμμένη από τις δυο πλευρές που υπάρχει στο Αρχαιολογικό μουσείο, που είναι στην ουσία ένα συμβόλαιο κάποιου που κατέθεσε χρήματα. Είναι ένα τεράστιο κείμενο, ένα μεγάλο συμβόλαιο, μια μορφή διαθήκης. Έτσι ερμηνεύω την ύπαρξη ενός τόσο μεγάλου ναού εκεί. Η Αρκαδία, είναι μια άγονη περιοχή. Στην αρχαιότητα για αιώνες πολλούς εξαιτίας του ότι ζούσαν σε μια άγονη περιοχή οι κάτοικοι ήταν μισθοφόροι. Στον Ξενοφώντα, στην Κύρου Ανάβαση το αναφέρει σαφέστατα. Οι περισσότεροι, οι μύριοι ήταν Αρκάδες.
— Εσείς πως φτάσατε σε αυτή την περιοχή, πως ξεκίνησε το ντοκιμαντέρ;
Αυτό ήταν με ένα τρόπο ένα είδος ανάθεσης. Εκεί υπάρχει ένα πολιτιστικό ίδρυμα πολύ σπουδαίο που δουλεύει αθόρυβα. Ανήκει στην Βιοχάλκο, στην οικογένεια Στασινόπουλου, γιατί έχουν καταγωγή από εκεί. Από την Τεγέα. Η Τεγέα είναι μια περιοχή που έχει πολλά διάσπαρτα χωριά. Το ίδρυμα είναι ο χρηματοδότης της ταινίας, αλλιώς δε θα μπορούσε να γίνει αυτό το πράγμα.
Το ντοκιμαντέρ δε βασίζεται σε μαρτυρίες. Δεν είναι ένα ντοκουμέντο. Είναι κυρίως ο δικός μου λόγος που τραβάει την ιστορία που είναι από διάφορες ψηφίδες καμωμένος.
— Τι βλέπουμε κυρίως στο ντοκιμαντέρ;
Βλέπουμε έναν τόπο που έχει μια τρομερή ιστορία από τα μυθολογικά χρόνια και μέσα από αυτούς τους μύθους και τις ιστορίες που έχει εμπνεύσει ήρθαν να προστεθούν στο τέλος και οι μύθοι που ήρθαν εισαγόμενοι από τη Δύση. Πρόκειται λοιπόν για μια περιπλάνηση συλλογής θραυσμάτων. Και η ιστορία και η μυθολογία και το σήμερα κυρίως είναι κάτι θραυσματικό. Παρόλο που είναι 180 χιλιόμετρα με τον καινούργιο δρόμο μακριά από εδώ και είναι ένας πεδινός τόπος, αυτά τα πεδινά χωρία της Τεγέας έχουν και δεν έχουν 2.000 κατοίκους. Στην ουσία κατοικούνται από κάποιους γέροντες. Οι νέοι προσπαθούν να βρουν άλλα πράγματα να ζήσουν, δεν ασχολούνται με τη γεωργία πολύ, ελάχιστα θάλεγα, και είναι ένας φθίνων τόπος. Αν σκεφτεί κανένας ότι τα μεγάλα ρεύματα της μετανάστευσης ξεκινούν από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Ο τόπος ήταν φτωχός. Κάποτε είχε πολλούς νέους ανθρώπους. Μετά μέσα από αυτές τις δεκαετίες της ευκολίας της ζωής, της δικής μας, διαλέγουν να μην κάνουν την αγροτική ζωή γιατί και αυτό για να γίνει θέλει κάποιες σταθερές υποδομές. Από την πολιτεία κυρίως, ώστε να μπορέσει να λειτουργήσει. Δηλαδή είναι ένας κάμπος με μικρές ιδιοκτησίες που δε μπορεί να λειτουργήσει με αυτό τον τρόπο. Να υπάρχει παραγωγή. Και έτσι ενώ αυτός ο τόπος ήταν καθαρά αγροτικός και οι οικογένειες έστελναν κάποια παιδιά ως μετανάστες και αυτά που έμεναν πίσω κρατούσαν τη γη, παίρναν τα χωράφια και συνέχισαν την παράδοση, αυτό δεν υπάρχει πια, έχει διαρραγεί. Κατά μια έννοια έχει χάσει την ταυτότητα.
— Τι σας ενδιέφερε να καταγράψετε;
Προσπαθούμε να βρούμε αυτό το νήμα, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, αυτών των μύθων της ιστορίας που υπάρχει μέχρι και την μεσαιωνική περίοδο και την τουρκοκρατία, όχι αναγκαστικά ως παράθεση ιστορική, είναι ένα υπαρξιακό οδοιπορικό με ένα τρόπο που βλέπεις πράγματα που αντανακλούν το ένα στο άλλο και προχωρούν παρακάτω.
— Υπάρχουν μαρτυρίες των κατοίκων;
Έχουμε, αλλά δε βασίζεται στις μαρτυρίες. Δεν είναι ένα ντοκουμέντο. Είναι κυρίως ο δικός μου λόγος που τραβάει την ιστορία που είναι από διάφορες ψηφίδες καμωμένος. Υπάρχουν πολλά πράγματα και από την ιστορία και από τις ανασκαφές και από τη σύγχρονη και από τη θρησκευτική ζωή και από τις προσωπικές ιστορίες. Όλα αυτά συνθέτουν ένα κλίμα, έναν καμβά.
— Πόσο καιρό κάνατε να γυρίσετε την ταινία;
Από τη μέρα που ξεκινήσαμε μέχρι σήμερα πέρασαν έξι χρόνια. Με τα διαλείμματα για τις άλλες δουλειές που γίνονται ταυτόχρονα.
— Υπάρχει μια συνέχεια από την Αγέλαστο πέτρα;
Ακολουθείται η ίδια αφηγηματική δομή, είναι ο ίδιος τρόπος που καταφέρνω να δουλέψω αν μπορώ να το πω έτσι, δεν έχει φυσικά τα στοιχεί που έχει η Ελευσίνα γιατί εκεί μιλάμε για άλλο τόπο και άλλους ανθρώπους, αλλά μια μακρινή συγγένεια έχει.
— Πόσο δύσκολο είναι να αποφασίσει να κάνει κάποιος ντοκιμαντέρ στην Ελλάδα;
Είναι πάρα πολύ δύσκολο. Γενικώς το να αποφασίσει κάποιος να κάνει κινηματογράφο στην Ελλάδα. Έξω από τις ευκολίες που παρέχει η τεχνολογία σήμερα και είναι αδιανόητες σε σχέση με τα χρόνια τα παλιότερα, ο κινηματογράφος δεν είναι μόνο η τεχνολογία στη διάθεσή σου. Πρώτα από όλα έχουν περιοριστεί οι πηγές χρηματοδότησης. Δεν έχουμε κρατική τηλεόραση. Τι να πούμε περισσότερο; Το κέντρο κινηματογράφου δουλεύει όπως δουλεύει. Δεν έχουμε ένα τρόπο αυτό το προϊόν να διατεθεί σε όλη αυτή την τεράστια αγορά που λέγεται κόσμος. Ούτε κανείς μπορεί να το κάνει αυτό, ούτε ενδιαφέρεται. Καλείται κανείς να το κάνει από μόνος του και δεν είναι κάτι σοβαρό. Τι να κάνεις; Να γυρνάς τον κόσμο με μια ταινία; Δεν είναι η δουλειά σου αυτό. Είναι δύσκολο να κάνεις μια δουλειά που να είναι βιώσιμη. Να κάνεις μια ηρωική έξοδο και να κάνεις μια ταινία, αυτό μπορείς. Αλλά το θέμα δεν είναι αυτό. Πρέπει να παράγεται ένα προϊόν συνέχεια. Δε μπορείς να είσαι εντελώς μόνος. Δε γίνεται πουθενά στον κόσμο έτσι. Ο κινηματογράφος είναι ένα βιομηχανικό προϊόν. Αν δεν υπάρχει βιομηχανία να διαθέσει το προϊόν, δεν υπάρχει και το προϊόν.
— Εσείς ποιο νομίζετε είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα;
Νομίζω το μεγάλο πρόβλημα είναι η τηλεόραση, όπως και παλιότερα. Το ντοκιμαντέρ είναι ένα είδος που χρηματοδοτεί η κρατική τηλεόραση. Παλιά ήταν εντελώς απαξιωμένο. Νόμιζαν ότι ντοκιμαντέρ είναι κάποιες πρόχειρες δουλειές και το χρηματοδοτούσαν και αντίστοιχα. Αν λοιπόν δεν υπάρξει κρατική τηλεόραση ώστε να χρηματοδοτήσει όλα αυτά τα πράγματα, τα οποία να έχουν αξιώσεις ώστε να μπορούν να σταθούν δε θα γίνει τίποτα.
Η ταυτότητα της ταινίας:
Παραγωγή: Κοινωφελές Ίδρυμα Μ.Ν.Στασινόπουλος-Βιοχαλκο
Κείμενα - Φωτογραφία - Σκηνοθεσία: Φίλιππος Κουτσαφτής
Μοντάζ/ Ηχητική μπάντα: Ιωάννα Σπηλιοπούλου
Μουσική: Κων/νος Βήτα
Κάμερα: Νικόλας Καρανικόλας-Σταμάτης Κούρος
Προμοντάζ; Χρόνης Θεοχάρης- Ξενοφών Λατινάκης
Τεχνική Υποστήριξη: PAN Entertemant
Η ταινία παίζεται από τις 15/10 στους κινηματογράφους.
σχόλια