Το βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Καννών και το Σεζάρ για τον ρόλο του άνεργου μεσήλικα στον «Νόμο της Αγοράς» του Στεφάν Μπριζέ ήταν απλώς το αποκορύφωμα στη συνεχιζόμενη καριέρα του μεγαλύτερου σύγχρονου ηθοποιού στη Γαλλία – τώρα που ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ δεν καταθέτει ερμηνείες με την ίδια συνέπεια και αξιοπιστία όπως στο παρελθόν. Αντίθετα με τον πιο λεπτεπίλεπτο Φαμπρίς Λουκινί, ο Βενσάν Λεντόν επιτίθεται σαν άγριο θηρίο στους ρόλους του και κρατά το σοφιστικέ στοιχείο για τις ηθικές αποχρώσεις που καλείται κάθε φορά να αποδώσει. Στη συνέντευξη που παραχώρησε αποκλειστικά στο Lifo.gr, στο Παρίσι, εξηγεί τι τον τράβηξε στον αμφιλεγόμενο Ζακ Αρνό, τον πρωταγωνιστή της δραματικής ταινίας «Λευκοί Ιππότες» του Βέλγου Ζοακίμ Λαφός, και κυρίως αναλύει την κοσμοθεωρία του για την αλήθεια της υποκριτικής, συγκρίνοντάς την με τον ερωτικό πόθο.
— Έχετε δηλώσει πως σας είναι εξαιρετικά δύσκολο να υποδύεστε αρνητικούς χαρακτήρες, αναφερόμενος ιδιαίτερα στο «Ημερολόγιο μιας Καμαριέρας» του Μπενουά Ζακό, όπου παίζετε τον αντισημίτη Ζοζέφ. Πού οφείλεται αυτή σας η αντίδραση;
Η πεποίθησή μου είναι πως αν πρέπει να υποδυθείς έναν κακό, ένα τέρας, πρέπει το σενάριο να αγγίζει την τελειότητα και να είσαι πάρα πάρα πολύ καλός στον ρόλο. Αν αυτοί οι δύο λόγοι δεν συντρέχουν, τότε ο κακός είναι αποδεκτός, γιατί η ερμηνεία είναι απλώς ok.
Αν, όμως, τα καταφέρεις να είσαι τέλειος ως κακός, τότε πέτυχες να μην αφήσεις τον θεατή να ταυτιστεί μαζί σου. Σε τέτοιες περιπτώσεις, τεράτων δηλαδή, το κοινό δεν θα τολμήσει καν να σε αντικρίσει, θα σε βρει αποκρουστικό. Αν παίξεις έναν ναζί, πρέπει να είσαι αβάσταχτος, να περάσεις το μήνυμα. Αν αστοχήσεις, έστω και λίγο, έχασες το παιχνίδι. Το αντίστοιχο συμβαίνει και με τους θετικούς χαρακτήρες. Αν επιμείνεις σε μια βαρύτητα, γνωρίζοντας εκ των προτέρων πόσο καλός άνθρωπος είναι ο καλών προθέσεων χαρακτήρας, το κοινό θα πει «άσε μας τώρα, σε καταλάβαμε». Θα αντιληφθεί την ψευτιά.
Δεν μου αρέσει η διγλωσσία στην υποκριτική, όταν βλέπω, για παράδειγμα, ηθοποιούς να παίζουν έναν βλάκα, αλλά μοιάζουν να λένε στο κοινό «κοιτάξτε με, αυτός είναι ο βλάκας, ενώ εγώ στην πραγματικότητα είμαι έξυπνος και θα σας το δείξω με τον τρόπο μου». Εγώ το διακρίνω αυτό και δεν μου αρέσει. Όταν μου προτείνουν ένα σενάριο, δεν θέλω να παίξω τον ρόλο, θέλω να είμαι ο ρόλος.
— Να υποθέσω πως στον ρόλο του Ζακ Αρνό στους «Λευκούς Ιππότες» του Ζοακίμ Λαφός σας τράβηξε η λεπτή γραμμή ανάμεσα στο καλό και στο κακό και το πώς θα την αποδίδατε;
Ακριβώς. Αυτό που μου αρέσει στους «Λευκούς Ιππότες», όπως και στον «Νόμο της Αγοράς» του Στεφάν Μπριζέ, και σε πολλά άλλα φιλμ που έχω γυρίσει, είναι πως διαθέτω την ελευθερία και τον χώρο να εξερευνήσω πού βρίσκεται η καλοσύνη και πού ο δόλος. Αλλιώς, νιώθω δεσμευμένος σε μια σύμβαση που δεν οδηγεί πουθενά. Όταν εγώ βρίσκομαι στη θέση του θεατή και παρακολουθώ μια ταινία όπου ο σκηνοθέτης μού λέει ποιος είναι ποιoς και με βάζει σε τάξη, δεν δίνω δεκάρα για τη συνέχεια, αγανακτώ και κλείνω την τηλεόραση ή φεύγω από την αίθουσα. Όταν αφήνουμε το κοινό να αποφασίσει, επιτρέποντας στην ταινία να είναι ένα λευκό χαρτί, τότε σας διαβεβαιώ πως οι θεατές έχουν πολλά να προσθέσουν, πολλές σκέψεις να κάνουν, με την καρδιά και το μυαλό. Ήδη είναι δύσκολο να βρούμε τι είναι σωστό και τι λάθος στη ζωή, οπότε καλό είναι να το αφήσουμε στην κρίση του καθενός.
— Για να καταλάβω τι συμβαίνει στον πυρήνα της ταινίας, οι άνθρωποι της μη κυβερνητικής οργάνωσης που μεταβαίνουν στην Αφρική έχουν, βασικά, καλό σκοπό. Να σώσουν παιδιά, φέρνοντάς τα στη Γαλλία, για μια καλύτερη ζωή. Σωστά;
Σωστά.
— Και στην πορεία, τα πράγματα στραβώνουν, γιατί οι εμπλεκόμενοι είναι πολλοί και οι περιστάσεις πολύπλοκές...
Για να πας στην Αφρική με ένα τέτοιο σχέδιο, να φέρεις μαζί σου μια ομάδα 15 ανθρώπων, να τους διευθύνεις, να οργανώσεις το camp και να κάνεις τόσες επαφές με τους ντόπιους, χρειάζεσαι υπεράνθρωπη ενέργεια. Για να το καταφέρεις, πρέπει τουλάχιστον κάποια στιγμή στη ζωή σου να έχεις υπάρξει ειλικρινής, να το εννοείς. Είναι το αντίστοιχο του έρωτα, κατά κάποιον τρόπο. Συγγνώμη κιόλας, αλλά αν έχεις ερωτευθεί και θέλεις να σου σηκωθεί, πρέπει πραγματικά να αγαπήσεις, με όλο σου το είναι, ακόμη κι αν αυτό διαρκέσει πέντε λεπτά. Νομίζω πως η ιστορία του Αρνό είναι καταπληκτική. Ξεκινά ως αυθεντικός σωτήρας και εξελίσσεται σε έναν τύπο μεθυσμένο από τον ίδιο του τον ναρκισσισμό. Σταδιακά, ερωτεύεται τον εαυτό του μέσα σε όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω του. Όπως καμιά φορά και στον έρωτα, παρακολουθούμε και πάλι εμάς τους ίδιους που αγαπάμε κάποιον άλλο. Κοιτάζουμε σε έναν νοητό καθρέφτη τις κινήσεις μας.
— Όπως στη χαρακτηριστική σκηνή της κινηματογράφησης της αποστολής, με συνεντεύξεις για το αρχειακό υλικό, με τα μέλη της ομάδας να προσαρμόζουν τον συμπληρωματικό τους ρόλο σε πρωταγωνιστικό.
Ακριβώς αυτό εννοώ. Μιλάμε για σχιζοφρενική κατάσταση. Καθένας από τους πολύ ενδιαφέροντες συμμετέχοντες στην αποστολή αξίζει 100 χρόνια ψυχανάλυσης. Όλοι είναι ενήλικες, έχουν μυαλό και χρόνο να σκεφτούν πριν πάνε στην Αφρική πως τα πράγματα είναι αρκετά παράξενα, μπλεγμένα και σοβαρά, φυσικά. Όλοι έχουν μερίδιο στην ευθύνη, και το μεγαλύτερο ο αρχηγός. Η διαφορά είναι πως ο Αρνό στηρίζει τις αποφάσεις του, ακόμη κι αν ο μισός του εαυτός τού λέει πως κάνει ένα σοβαρό λάθος. Αλλά μόνο αν εμμείνει, θα αποδείξει στην ομάδα πως ήξερε τι έκανε από την αρχή. Και όταν κάνει τα απαραίτητα τηλέφωνα και εξασφαλίζει την αναδοχή ενός μικρού Αφρικανού, χαίρεται και υπερηφανεύεται. Είναι τρέλα! Με λίγα λόγια, είμαι ένας ηθοποιός που στην ταινία του Λαφός παίζω έναν σκηνοθέτη που έφερε μια κάμερα για να γυρίσει τα κατορθώματά του σε ντοκιμαντέρ και κατευθύνει όλους προς τη δική του επιδίωξη. Συνεπώς, και για μένα ήταν σχιζοφρενικό το γύρισμα. Με τον Ζοακίμ αλλάζαμε συνεχώς θέση. Και με το γκρουπ των ανομοιογενών ηθοποιών μείναμε στο ίδιο ξενοδοχείο τις πρώτες 15 ημέρες της προετοιμασίας, γνωριστήκαμε, χαρήκαμε, μαλώσαμε και τα ξαναβρήκαμε, όπως και στην ταινία. Δεν μου έχει ξανασυμβεί αυτό, Κατάλαβα για ποιον λόγο στήθηκε έτσι το γύρισμα.
— Είναι αλήθεια πως συνήθως έχετε τρακ πριν παίξετε έναν ρόλο;
Όχι συνήθως. Πάντα!
— Είστε ντροπαλός άνθρωπος κατά βάθος, ενώ αναλαμβάνετε με θάρρος και ορμή να ενσαρκώσετε άνδρες στα όριά τους;
Δεν είναι ακριβώς θέμα συστολής. Δεν μου αρέσει η διγλωσσία στην υποκριτική, όταν βλέπω, για παράδειγμα, ηθοποιούς να παίζουν έναν βλάκα, αλλά μοιάζουν να λένε στο κοινό «κοιτάξτε με, αυτός είναι ο βλάκας, ενώ εγώ στην πραγματικότητα είμαι έξυπνος και θα σας το δείξω με τον τρόπο μου». Εγώ το διακρίνω αυτό και δεν μου αρέσει. Όταν μου προτείνουν ένα σενάριο, δεν θέλω να παίξω τον ρόλο, θέλω να είμαι ο ρόλος. Καμιά φορά, μου λένε φίλοι μου σκηνοθέτες ή συνάδελφοι: «Έλα να παίξεις στην ταινία μας, 5 ημέρες μόνο θα κρατήσει το γύρισμα, θα έχει πλάκα...». Τους απαντάω πως δεν με ενδιαφέρει να είμαι απλώς ενδιαφέρων ή να περνάω καλά, αλλά να είμαι ολοκληρωτικά ή να μην είμαι καθόλου. Αν είναι έτσι, πάμε για ένα πικνίκ ή τα πίνουμε το βράδυ στο μπαρ. Για μένα, το σινεμά δεν είναι πλάκα, αλλά κάτι πολύ σοβαρό. Είναι η δουλειά μου. Το κλείσιμο του ματιού δεν με αφορά. Προτιμώ να μη δουλέψω για δύο χρόνια, παρά να κάνω κακές παρέες.
Info:
Διαβάστε εδώ την κριτική του Θοδωρή Κουτσογιαννόπουλου για την ταινία Λευκοί Ιππότες
σχόλια