Το Εμίλια Πέρεζ μπαίνει μπροστά στην κούρσα των Όσκαρ. Άλλωστε την είχαμε διαισθανθεί την αγάπη του Χόλιγουντ για το μελοδραματικό μιούζικαλ του Ζακ Οντιάρ από την πρώιμη επισήμανση στις λίστες των κριτικών και τις υποψηφιότητες σε όλα τα επιμέρους βραβεία, σε μια ταινία που περιλαμβάνει εμφατικά, εκτός από τη συμπερίληψη, μια σύγχρονη και σινεφίλ ματιά στη γυναίκα, ακόμη κι αν σκηνοθέτης της είναι άνδρας.
Με τις 4 κερδισμένες σφαίρες, η Εμίλια Πέρεζ γίνεται το ονοματεπώνυμο της χρονιάς και θυμίζει λίγο το σαρωτικό φλερτ της αμερικανικής βιομηχανίας με το The Artist του Μισέλ Χαζαναβίσιους. Μένει να μάθουμε αν η Κάρλα Σοφία Γκασκόν θα προσπεράσει την ήττα της στις Σφαίρες για να γίνει η πρώτη τρανς γυναίκα με Όσκαρ. Αντίθετα, με τη Σφαίρα δεύτερου γυναικείου ρόλου, η Ζόι Σαλντάνια, η μοναδική πραγματική ηθοποιός της πρωταγωνιστικής τριάδας, βάζει πλώρη για τα επόμενα μεγάλα βραβεία.
Ωστόσο, το πασχαλινό αυγό της υπόθεσης παραμένει το Brutalist. Ο δημιουργός Μπρέιντι Κόρμπετ βραβεύτηκε για τη σκηνοθεσία του και η ταινία απέσπασε και τις Σφαίρες καλύτερου δράματος και πρώτου ανδρικού ρόλου. Οι ανταποκριτές ξένου τύπου του Χόλιγουντ ξετρελάθηκαν με την Εμίλια, αλλά σεβάστηκαν σοβαρά το Brutalist, θεωρώντας πως αυτό αξίζει να τιμηθεί για το όραμά του – σωστό, αν πρέπει να επιλέξεις ανάμεσα στα δύο.
Κι ενώ το χρυσό ντέρμπι θα παιζόταν μεταξύ της Αντζελίνα Τζολί και της Νικόλ Κίντμαν στην κατηγορία της δραματικής ερμηνείας πρώτου ρόλου, ήρθε η Φερνάντα Τόρες από το I’m Still Here για να αρπάξει τη Σφαίρα μέσα από τα διάσημα χέρια τους.
Ως συνήθως, τα σόλοικα αυτά βραβεία, που δεν θα πάψουν ποτέ να ακολουθούν τη γραμμή των Emmys και να διπλομαντεύουν τις υποψηφιότητες των Όσκαρ με τις πλάτες των ατζέντηδων και των στούντιο που τους εξασφαλίζουν τους σταρ για τις τελετές τους, έχουν το προνόμιο να μοιράζουν τα μεγάλα τους τρόπαια ανάμεσα σε δυο βασικές κατηγορίες και να αφήνουν τα Όσκαρ να βγάλουν το σωστό φίδι από την τρύπα – εκτός αν πρόκειται για περιπτώσεις όπως τα Παράσιτα ή το Moonlight, που κινούνται έξω από τα καλλιτεχνικά τους ραντάρ.
Στη χρονιά του Σικάγο, ο Ρόμαν Πολάνσκι είχε τρυπώσει με τον Πιανίστα, χαλώντας το τέλειο πάρτι με το Όσκαρ για τη σκηνοθεσία του. Η μεγάλη έκπληξη της βραδιάς ήταν ο Έιντριαν Μπρόντι, όχι για το παθιασμένο του φιλί στη Χάλι Μπέρι αλλά γιατί μέχρι τότε δεν είχε πάρει κανένα από τα σημαντικά βραβεία, παρά μόνο πλασαριζόταν στις πεντάδες. Τώρα προβάλλει ως το μεγάλο φαβορί, καθώς απέσπασε τη Σφαίρα δραματικής ερμηνείας, και επιπλέον η ταινία ακουμπά σε προσωπική του ευαισθησία, την ουγγρική καταγωγή του, με ένα θέμα που αποτελεί την πιο ολοκληρωμένη από τις φιλόδοξες κινηματογραφικές αλληγορίες της σεζόν (κι όχι το Megalopolis).
Στην Ντέμι Μουρ ανήκει το καλύτερο speech της βραδιάς. Γεια στο στόμα της, για τις ηλικιακές και τις ποιοτικές διακρίσεις τις οποίες επισήμανε με στιβαρότητα και εγκαρδιότητα εξίσου, για το ότι ανέφερε το σύμπαν, αλλά δεν διολίσθησε στο κλισέ της κοελικής συνωμοσίας, και για το πρώτο βραβείο που αποσπά στη 45χρονη καριέρα της, στα 62 της, έστω κι αν η Σφαίρα τής ήρθε στην κατηγορία κωμωδίας/μιούζικαλ. Δεν της το είχαμε, ούτε για βράβευση ούτε για τα σταράτα και ωραία λόγια της ως σταρ που ξέγραψε κάποτε ένας παραγωγός ως τύπου ποπκόρν και τέρμα. Με το Substance απέδειξε πως καλό είναι να μην ξεγράφουμε κανέναν, αφού η ανάδειξη οποιουδήποτε ταλέντου, κρυφού ή δηλωμένου, είναι θέμα ρόλου, συνθηκών, συνεργατών και συγκυρίας. Περνάει αυτόματα ως φαβορί για το Όσκαρ, σε μια πολύ ανταγωνιστική χρονιά στην κατηγορία της.
Για την ιστορία, ο νικητής στον δεύτερο ρόλο ήταν ο Κίραν Κάλκιν για τον Αληθινό Πόνο. Όπως και η Μουρ, είναι ηθοποιός που γνωρίζουμε εδώ και δεκαετίες, σε διαφορετικό πλαίσιο βέβαια, αλλά μόλις πρόσφατα «ανακαλύφθηκε» πως αξίζει και βραβεία. Και στην ταινία του Τζέσι Άιζεμπεργκ παίζει πραγματικά καλά.
Κι ενώ το χρυσό ντέρμπι θα παιζόταν μεταξύ της Αντζελίνα Τζολί και της Νικόλ Κίντμαν στην κατηγορία της δραματικής ερμηνείας πρώτου ρόλου, ήρθε η Φερνάντα Τόρες από το I’m Still Here για να αρπάξει τη Σφαίρα μέσα από τα διάσημα χέρια τους, με τον ρόλο της συζύγου που περνάει τα πάνδεινα για να επιβιώσει και να αποκαταστήσει την τιμή του βασανισμένου άνδρα της στα πέτρινα πολιτικά χρόνια της Βραζιλίας.
Η κόρη της θρυλικής Φερνάντα Μοντενέγκρο (που εμφανίζεται στον ίδιο ρόλο, σε μεγαλύτερη ηλικία, στην επιστροφή του Βάλτερ Σάλες στο σινεμά) απειλεί τη Μουρ και τις υπόλοιπες, και η ταινία είναι η μόνη που κοιτάζει στα ίσα την Εμίλια Πέρεζ (που κέρδισε τη μη αγγλόφωνη Χρυσή Σφαίρα) στο διεθνές Όσκαρ, σε ένα ακραίο σενάριο. Παρεμπιπτόντως, η Σφαίρα καλύτερου σεναρίου κατέληξε στο Κονκλάβιο, που είναι πιθανό να αναζητήσει εκεί και το μοναδικό του Όσκαρ, αν ο Ρέιφ Φάινς στριμωχτεί ανάμεσα στον Μπρόντι και τον Τίμοθι «Ντίλαν» Σαλαμέ.
Αν το Ανόρα με το ηχηρό knock out του αποκλεισμού από όλα τα βραβεία προκάλεσε ερωτηματικά για την τύχη του στα υπόλοιπα βραβεία της σεζόν (σενάριο ίσως;), το Wicked δέχτηκε ένα γερό knock down, αφού κέρδισε μόνο την αμφιλεγόμενης λειτουργίας και προβληματικής σημασίας Σφαίρα για «καλύτερο κινηματογραφικό-εμπορικό επίτευγμα»! Είναι, σαν να λένε, bon pour l’Orient: για τα χρήματα που φέρατε στα ταμεία, καλοί είστε, κι όποιος κατάλαβε, κατάλαβε… Δηλαδή, η Μπάρμπι της φετινής χρονιάς!
Αν τα Όσκαρ είναι η αμπιγιέ βραδιά για τον πλανήτη, που παρακολουθεί με ένα κάποιο δέος τη μεγάλη κοινότητα του σινεμά να αυτοσυγχαίρεται με λίγο τρακ και πολλή επισημότητα, οι Σφαίρες ανέκαθεν περνούσαν το μήνυμα του γιορτινού δείπνου μεταξύ χολιγουντιανών φίλων, όπου όλοι θα ζήλευαν να έχουν μια πρόσκληση για να πιουν τα κοκτέιλ του Beverly Hills Hotel και να φάνε σούσι από τα χεράκια του Nobu στο τραπέζι τους.
Φέτος όμως τα ντυσίματα παρέπεμπαν σε παλιό καλό glamour και άστραφταν ως σαφώς πιο αναβαθμισμένα, από τις ενδελεχείς κούρμπες του Louis Vuitton της Ζεντάγια, το άψογα ραμμένο πινγκουινάτο σμόκιν του Κόλιν Φάρελ, τη διαμαντένια Boucheron καρφίτσα του Κόλμαν Ντομίνγκο και τη Νικόλ Κίντμαν με '60s στέκα βγαλμένη από την Κοιλάδα με τις κούκλες ως τις κλασικά κομψές επιλογές της Αντζελίνα Τζολί και των δυο νεότερων great Kates, της Μπλάνσετ και της Γουίνσλετ.
Ήταν εύκολο φέτος ο παρουσιαστής να είναι καλύτερος από το καθολικό περσινό φιάσκο του αφελώς απαράσκευου, δωρεάν κομπορρήμονα Τζο Κόι. Η Νίκι Γκλέιζερ είχε προετοιμαστεί καλά, προβάροντας το υλικό της μπροστά σε live κοινό εβδομάδες πριν, για να τεστάρει αν τα αστεία της λειτουργούν ή πέφτουν στο κενό. Έχοντας το υγιές άγχος της κωμικού, αν και βετεράνος στην πιάτσα του stand up, που δεν πιστεύει πως a priori τη γνωρίζουν όλοι, και θέλοντας να προβιβαστεί στις εξετάσεις για το μεγάλο κλαμπ, η μοχθηρή roaster (όσοι έχουν δει αποσπάσματα από το ξεφτίλισμα που είχε ρίξει στον Τομ Μπρέιντι ενώπιόν του θα μπουν στο νόημα της αφοβίας της), έριξε κοντά και υπολογισμένα βέλη, π.χ. στον Σαλαμέ για το μουστάκι που μοιάζει με βλεφαρίδες, κάποιες πολιτικές αιχμές, εξαιρώντας το κουρασμένο ανέκδοτο που λέγεται Τραμπ, κι ένα σκετς/τραγουδάκι που συνδύαζε το Κονκλάβιο και το Wicked με το έξυπνα διακεκομμένο Pope-ular. Ήταν ευχάριστη και γρήγορη και άρεσε στο κοινό της, που είναι και το ζητούμενο. Νομίζω πως θα την ξαναδούμε και του χρόνου.
Κι ενώ η Γκλέιζερ αποφάσισε πως δεν θα ακουμπήσει το φλέγον θέμα της Μπλέικ Λάιβλι, και καλά έκανε, κανένα από τα αστεία της δεν κόπηκε, αντίθετα με μια αναφορά του παρουσιαστή Σεθ Ρόγκαν στον απόντα Ράιαν Γκόσλινγκ με αυτοϊκανοποιούμενο καταλύτη τον… Μίκι Μάους, που το CBS έκρινε απαράδεκτο προς αναμετάδοση κι έτσι πέρασε βουβό το στιγμιότυπο από τους δέκτες.
Το τιμητικό βραβείο της βραδιάς ήταν εδώ και χρόνια το Cecil de Mille Award. Ένα θρυλικό όνομα παραλάμβανε το βραβείο και χαλαρά, χωρίς πίεση χρόνου και απόσταση ανάμεσα στη σκηνή και τα καθίσματα, όπως στα Όσκαρ, παραδινόταν στην ευφορία της βραδιάς και στις πλούσιες αναμνήσεις του προς τέρψιν όλων μας. Το κλου των βραβείων πολλαπλασιάστηκε σε παραπάνω από έναν αποδέκτες και φέτος παραλείφθηκε από τη μετάδοση, όπως και στα Όσκαρ, πράγμα που γίνεται εδώ και χρόνια βέβαια. Μέγα λάθος. Δεν ξηλώνεις το ατού σου, όταν μάλιστα προσθέτει σε κύρος που πασχίζεις να αποκτήσεις μετά από απανωτά στραπάτσα.
Το Shogun κυριάρχησε στις τηλεοπτικές Σφαίρες και εδώ εγείρεται μια συνεχιζόμενη απορία: όλοι οι Ιάπωνες συντελεστές που βραβεύονται το προφέρουν, φυσικά, όπως πρέπει: Σογκούν. Γιατί όλοι οι Αμερικανοί επιμένουν να το λένε Σόουγκαν; (και κανένας δεν τους την έχει πει ακόμη;)