Με την εξαίρεση του Φίλιπ Σίμορ Χόφμαν, το κακό που αντιμετωπίζει ο Ίθαν Χαντ και η παρέα του, το Σώμα των Επικίνδυνων Αποστολών, είναι ασαφές, γενικευμένο, πιο απρόσωπο ακόμα και από μια οργάνωση σαν τη Spectre, εννοείται απειλητικό και θανάσιμο, αν και τόσο πολύμορφο που δεν γίνεται να διευκρινιστεί με λεπτομέρειες.
Μέρος της γοητείας αλλά και της συγχυστικής αιχμής της σειράς που ο Τομ Κρουζ ανέλαβε με τρομερή όρεξη πριν από είκοσι πέντε χρόνια, και διατήρησε πεισματικά ακόμα και όταν ουσιαστικά απολύθηκε από την Paramount και έκοψε κάθε δεσμό με την Πόλα Γουόγκνερ στα πέτρινα χρόνια της επαγγελματικής του κρίσης, είναι η 360 μοιρών στόχευση, σαν να μη μπορεί τίποτε να ξεφύγει από πουθενά και να σημαδεύει ο ένας τον άλλον, ανεξάρτητα από ηθική, καθήκον, πρότερη καλή διαγωγή ή εγκληματικό ιστορικό ‒ το εφέ του Τζον Γου με τα όπλα στον κρόταφο, σε πολλαπλά κάτοπτρα.
Η έννοια του «ευρύτερου καλού» επαναλαμβάνεται και διακωμωδείται στο πρώτο μέρος της Θανάσιμης Εκδίκησης, ακριβώς διότι το κοινό πλέον γνωρίζει πως μυστικές υπηρεσίες και μισθοφόροι απέχουν ελάχιστα, οι περίτεχνες μάσκες είναι ένα παιχνίδι λίγο ως πολύ γνωστό (γι’ αυτό και στην επιδέξια σεκάνς του τρένου ο Χαντ δεν τη χρειάζεται καν) και ανά πάσα στιγμή ένας αντίπαλος μπορεί να αποδειχθεί πολυτιμότερος σύμμαχος από τον μαρκαρισμένο συνεργάτη.
Ο Κρουζ δεν είναι πρωταθλητής μοτοκρός, δεν είναι ολυμπιονίκης, δεν είναι δρομέας ή ραλίστας, ούτε καν πιστοποιημένος κασκαντέρ: μια τεράστια ομάδα επαγγελματιών σχεδιάζει επί μήνες κάθε stunt του, κι όμως ο μέσος θεατής, ακόμη και όσοι δεν τον ακολουθούν για τους δικούς τους λόγους, είναι πεπεισμένοι πως ο Αμερικανός ηθοποιός τα κάνει όλα μόνος του.
Στο έβδομο επεισόδιο της σειράς το meta αποτελεί κανονικότητα και όλα παίζουν, με έμφαση στο προσωπικό επίπεδο, περίπου σαν τα βήματα που προοιωνιζόταν το μελαγχολικό κύκνειο άσμα του Τζέιμς Μποντ όπως τον γνωρίζαμε μέχρι τότε. Ας περιμένουμε πριν βιαστούμε να βγάλουμε συμπεράσματα περί συνταξιοδότησης του Τομ Κρουζ από την αφοσιωμένη του επένδυση, καθώς πρόσφατα ζήλεψε την αντοχή του Χάρισον Φορντ και δήλωσε πως καλοβλέπει τον εαυτό του στα 80 να κάνει περίπου τα ίδια!
Στη Θανάσιμη Εκδίκηση συμβαίνει μια ποικιλία τεράστιων προκλήσεων με την οριακά προσχηματική, έξυπνα επιτηδευμένη πλοκή. Ο πόλεμος που ελλοχεύει, καθόλου ψυχρός, αλλά πραγματικός και αιματηρός, προέρχεται από την Οντότητα, μια ψηφιακή «μόλυνση» που αυτοτροφοδοτείται σαν ανεξέλεγκτος ιός, διασπείρεται και σκέφτεται αυτόνομα, υφαρπάζοντας την αλήθεια και υποκαθιστώντας πρόσωπα και καταστάσεις κατά βούληση. Η καταγωγή της παραμένει, τουλάχιστον στο πρώτο μέρος, μυστηριώδης και οι συνέπειές της δύσκολο να αποτιμηθούν, πόσο μάλλον να τερματιστούν. Όπως είναι εύλογο, όλες οι μεγάλες δυνάμεις ονειρεύονται στρατιωτική εργαλειοποίηση και ο Χαντ καλείται να αντιμετωπίσει έναν παλιό του εχθρό, με τον θεσμικό εκβιασμό να αποκαλύπτει το παλιό έγκλημα που του έχει συγχωρεθεί, έτσι ώστε να αποκτήσει την καριέρα που γνωρίζουμε μέχρι σήμερα.
Ο ανώτερος υπάλληλος της Οντότητας είναι ο Γκάμπριελ με το αγγελικό όνομα (Εσάι Μοράλες), ένας καλοστεκούμενος, αψυχολόγητος, ελάχιστα εκφραστικός μεσήλικας που υπολογίζει τον χρόνο, παρακάμπτει αβίαστα τα συστήματα παρακολούθησης, δέχεται εντολές απευθείας από τη σατανική Μητέρα και γνωρίζει μυστικά λες και έχει πρόσβαση σε μια ατέρμονη πηγή απόρρητων πληροφοριών. Διαθέτει ένα μεταφυσικό cool, κάποια στιγμή μεταφέρεται σε ένα προηγμένο φέρετρο μέσα σε τρένο και συνέρχεται ακριβώς όπως ο Κρίστοφερ Λι στα φιλμ φρίκης της Hammer, ένας κόμης Δράκουλας του 21ου αιώνα, χωρίς τις περιττές τελετουργίες. Ο Χαντ τού την έχει φυλαγμένη, «θα έπρεπε να με έχεις σκοτώσει όταν μπορούσες», τον προειδοποιεί, και λίγο αργότερα ο παλιόφιλός του, ο Βινγκ Ρέιμς, του θυμίζει πως καλό είναι να κρατηθεί γιατί τον χρειάζονται.
Το ζητούμενο είναι να ενωθούν δύο συμπληρωματικά κλειδιά και κυρίως να μην πέσουν στα λάθος χέρια, δηλαδή οποιαδήποτε χέρια πλην του Χαντ, ο οποίος δεν έχει τίποτα να κερδίσει από το όπλο υπερισχύος που θα πυροδοτήσουν. Μαζί του, εκτός από τη Ρεμπέκα Φέργκιουσον, την οποία ανακτά σε μια συμπλοκή με αμμοθύελα και άπειρους πυροβολισμούς στην έρημο της Ναμίμπια, και τον συνεπέστατα αγχωμένο Σάιμον Πεγκ, είναι η Γκρέις (η θεατρικού διαμετρήματος Χέιλι Άτγουελ, η Πέγκι Κάρτερ από τον Captain America), μια κλέφτρα περιωπής την οποία μισθώνει η Αμάντα Μιτσόπολις (τη θυμάστε, είναι η Λευκή Χήρα, δηλαδή η υποψήφια για Όσκαρ Βανέσα Κίρμπι που είδαμε και στην Πτώση, και πιάνει το νήμα με το πρώτο επεισόδιο του Μπράιαν ντε Πάλμα, μαζί με τον Χένρι Τσέρνι, τον αρχηγό της μυστικής οργάνωσης). Η Άτγουελ μεταφέρει την αίσθηση απρόοπτου και μια συνεχή δραματική εκκρεμότητα. Είναι μια εμπνευσμένη προσθήκη και χωρίς αυτή η Θανάσιμη Εκδίκηση θα ήταν ακόμα μία βιρτουόζικη συρραφή από γιγαντιαία σκηνικά δράσης, τα περίφημα set pieces που κάνουν τη διαφορά των Επικίνδυνων Αποστολών από τις υπόλοιπες κατασκοπικές περιπέτειες, με πρωταγωνιστή τον ακάματο Κρουζ.
Με αυτόν ως εκ των ων ουκ άνευ καταλύτη και θηριοδαμαστή των επιμέρους στοιχείων καλύπτονται όλες οι πιθανές παραλλαγές δράσης που θα μπορούσε να αναμένει ο απαιτητικός και μυημένος θεατής, από την πολυδιαφημισμένη πτώση με τη μοτοσικλέτα από τον γκρεμό, την παρατεταμένη σεκάνς στο τρένο που συγκρίνεται τίμια με εκείνη του 1996, ένα μάλλον ανώδυνο auto-κυνηγητό με παλιό πεντακοσαράκι κι έναν στόλο από αστυνομικά και τζιπ στα πλακόστρωτα της Αιώνιας Πόλης, σε ερήμους και αεροδρόμια, μέχρι εκρηκτικούς μηχανισμούς που αφοπλίζονται στο παρά πέντε και τους αναγκαστικούς διαλόγους που μοιάζουν με πένθιμους αποχαιρετισμούς υποψήφιων θυμάτων ‒ μένει να φανερωθεί ποιος (ή ποια) είναι τελικά ο αναλώσιμος της υπόθεσης, με σαφή εξαίρεση τον Ίθαν Χαντ.
Τρία χρόνια γυριζόταν το έβδομο επεισόδιο, με καθυστερήσεις λόγω Covid, reshoots τελειομανίας αλλά και κάποια ξεσπάσματα θυμού για πρωτόκολλα που δεν τηρήθηκαν. Η ταινία ανήκει για μία ακόμα φορά στον παραγωγό και σταρ της. Ο Τομ Κρουζ έχει πλέον χαλυβδώσει την περσόνα του πέρα από τον ρόλο και το franchise. Ένας μηχανισμός προώθησης έχει χτιστεί επιμελώς για να αποσπάσει το κοινό από οποιαδήποτε απορία γύρω από το γύρισμα και τον άνθρωπο πίσω από τον θρύλο. Αν ο Κρουζ κατάφερε να εξαφανίσει κάθε ίχνος του annus horribilis που βίωσε το 2005, με τα τραντάγματα στον καναπέ της Όπρα, τις απερίσκεπτες δηλώσεις για τα ψυχοφάρμακα και την κατάθλιψη, το διαζύγιο από το στούντιο και την Κέιτι Χολμς και το ελάχιστα φωτογενές προφίλ του ταγμένου σαϊεντολόγου, όλα γίνονται σε αυτήν τη ζωή και τη συγκεκριμένη δουλειά ‒ η υπομονή, η μέθοδος και η πίστη σε έναν χαρακτήρα που του μοιάζει και τον ξεπερνά κατά πολύ οφείλουν και αξίζουν να μελετηθούν συστηματικά, αν όχι από τους λόγιους του σινεμά σίγουρα από τους διαχειριστές σοβαρών κρίσεων και τους επίδοξους μάνατζερ όλων των κλάδων.
Συν τω χρόνω, ο Κρουζ εξέλιξε τις δυναμικές που τον εξιτάρουν και εγκατέλειψε όσες ένιωθε πως δεν του χρειάζονται, μέχρι και τη διάθεση να δοκιμαστεί στην υποκριτική, μετά το Μανόλια, το χαρακτηριστικότερο αντι-Κρουζ χρυσό μετάλλιο της φιλμογραφίας του. Δεν χρειάζεται κάποιος πτυχίο ψυχολόγου για να αντιληφθεί πως επί δεκαετίες γυροφέρνει την προβληματική της… προβληματικής σχέσης ενός γιου με τον πατέρα του, από τα δράματα και τις κομεντί της πρώτης περιόδου, και από τον Πόλεμο των Κόσμων μέχρι το δεύτερο Top Gun, όπου ο Μάβερικ γίνεται ο μέντορας του γιου του καλύτερού του φίλου και ο πάλαι ποτέ ανταγωνιστής του, ο Βαλ Κίλμερ, μεταμορφώνεται από πικρή ανάμνηση ενός φίλου που έπρεπε να αξιολογήσει λιγότερο ευερέθιστα σε μια πικρή πατρική φιγούρα που τον αποχαιρετά και σβήνει.
Ωστόσο, με τη μακρόσυρτη και πολύτομη κατασκευή του Ίθαν Χαντ φαίνεται να τελειοποιεί το υβρίδιο του ανθρώπου-μηχανή που προβάλλει μια ασεξουαλική αρρενωπότητα, θαυμαστή στους άνδρες φαν και περίπου αδιάφορη στις γυναίκες που τον χαζεύουν μάλλον από συνήθεια, τεστάρει τα όρια του σινεμά είδους, ψάχνοντας πού τελειώνει η καταιγιστική δράση και πού ξεκινά η επιστημονική φαντασία ενός κινηματογραφικού ρεαλισμού και, κυρίως, αψηφά τους ηλικιακούς περιορισμούς, σωματικά, πνευματικά και εμφανισιακά.
Στην άλλη άκρη του φακού, κάπου στις αχανείς αίθουσες για τις οποίες προορίζει τις πανάκριβες ταινίες του, ο απαράλλαχτος Κρουζ παραμένει ένα μεγάλο παιδί που ψάχνει τον άγνωστο πατέρα, μοχθώντας να του αποδείξει πως δεν υπάρχει δοκιμασία που δεν μπορεί να φέρει εις πέρας στο στυλ «κοίτα, χωρίς χέρια, κοίτα, και χωρίς δόντια».
Ο Κρουζ δεν είναι πρωταθλητής μοτοκρός, δεν είναι ολυμπιονίκης, δεν είναι δρομέας ή ραλίστας, ούτε καν πιστοποιημένος κασκαντέρ: μια τεράστια ομάδα επαγγελματιών σχεδιάζει επί μήνες κάθε stunt του, κι όμως ο μέσος θεατής, ακόμη και όσοι δεν τον ακολουθούν για τους δικούς τους λόγους, είναι πεπεισμένοι πως ο Αμερικανός ηθοποιός τα κάνει όλα μόνος του. Η αλήθεια είναι πως κάνει την έξτρα προσπάθεια και νοιάζεται να φαίνεται στην κάμερα αντί της κοινής λύσης των εφέ σε σχέση με τους συναδέλφους του στην ίδια κατηγορία. Είναι σαν να λέει στο στούντιο, «αφήστε, παίρνω εγώ την ευθύνη, γιατί είμαι ο παραγωγός», κι εκείνοι τον πιστεύουν, ακόμη κι αν τα χρήματα είναι εντελώς δικά τους!
Η μεγάλη εικόνα του θολώνει την πραγματική του ιδιότητα. Πάνω απ’ όλα είναι περφόρμερ, showman, ένας ηθοποιός που ξεκίνησε ως άτακτο αγόρι που έσπαγε τα μούτρα του, έκανε δουλειές του ποδαριού για να επιβιώσει, μαθήτευσε με τους καλύτερους στο Χόλιγουντ, όπως ο Ντάστιν Χόφμαν και ο Πολ Νιούμαν, σκηνοθετήθηκε από τους κορυφαίους, δεν σταμάτησε να κάνει περίπου μία ταινία ετησίως ακόμα και όταν δεν είχε δημοσιότητα, και έφτασε να απογειωθεί με μοτέρ που έφτιαξαν άλλοι, αλλά πρόλαβε να κατοχυρώσει ως δική του πατέντα. Το action genre δεν θα είναι ποτέ το ίδιο μετά τον Κρουζ, αν υποθέσουμε πως υπάρχει ημερομηνία λήξης. Μέσα από το ψέμα των κινηματογραφικών του αποστολών έχει αντλήσει το θυμικό και το υπερανθρώπινο, σαν να κατοικεί μόνιμα εντός τους.
Εκτός από τις σκηνές αδρεναλίνης, οι συναισθηματικές του στιγμές έχουν μετατραπεί σε καθρέφτες που αντιγυρίζουν τη συγκίνηση στο κοινό. Ο Κρουζ δεν αντιδρά ποτέ υπερβολικά, προς στιγμήν κάμπτεται, αλλά δεν παραδίδεται ούτε υποκύπτει στο πρότυπο του νοικοκυρεμένου πατερ-φαμίλια ή του συζύγου χωρίς αντιρρήσεις (και ως εραστής, πλέον κοντοστέκεται, μήπως και προδοθεί), παραχωρώντας το δικαίωμα στους συμπρωταγωνιστές και στους υποδοχείς των ταινιών του να κρίνουν τι θα γίνει στη συνέχεια, αν θα κάνει σεξ, αν θα αυτομολήσει ή θα καβαλήσει ένα ολέθρια παρατημένο όχημα για να δώσει τέμπο και πόνο σε ένα κενό που χρειάζεται ωρολογιακό σασπένς.
Εδώ και χρόνια έχει θέσει εαυτόν εκτός κατηγορίας, και εκτός συναγωνισμού. Όπως φάνηκε και από τη φετινή απονομή των Όσκαρ, όπου το Top Gun και ο ίδιος βρέθηκαν στη δεκάδα της καλύτερης παραγωγής και δεν πήγε στην τελετή, το βραβείο που άλλοτε κυνηγούσε μάλλον δεν αποτελεί κορυφαία προτεραιότητά του. Δεν το απορρίπτει αλλά είναι μια στιγμή ανάμεσα στις πολλές, μια παροδική ευχαρίστηση που δεν συγκρίνεται με το high της κατάκτησης του Έβερεστ, και βέβαια μια περίσταση που δεν ελέγχει καθ’ ολοκληρίαν ο ίδιος.
Και ποια μπορεί να είναι αυτή; Ίσως η προοπτική της έσχατης ψευδαίσθησης, το άπιαστο όνειρο του τέλειου ανθρώπου. Αυτό που κάθε θρησκεία ευαγγελίζεται, αλλά ο Τομ Κρουζ συνειδητοποίησε πως βρίσκεται μέσα στο IMAX πλαίσιο μιας περιπέτειας που δεν τελειώνει ποτέ, αντί για τον ρόλο του υπασπιστή ενός Μεσσία που κόντευε να τον κάνει ρεζίλι και να τον καταβαραθρώσει στο είδος που τον ενδιαφέρει περισσότερο, δηλαδή τη διασκέδαση και τη λατρεία του πλήθους. Όσο πιο σοφιστικέ γίνεται, για να μην τον αδικήσουμε, και πάντα με την αμέριστη αρωγή του αμερικανικού στρατού, με τον οποίο διατηρεί άριστες σχέσεις.