Ο μύθος του Μπρους Λι ακολουθεί σε όλη μας την ζωή τους ανθρώπους που γεννήθηκαν λίγο πριν το αναπάντεχο τέλος του το 1973 σε ηλικία μόλις 32 ετών εξαιτίας εγκεφαλικού οιδήματος, αλλά και τις μετέπειτα γενιές που γαλουχήθηκαν με την αγιογραφικά υπερβατική μορφή του, με την κληρονομιά του ως υπέρτατου μάστερ/γκουρού των πολεμικών τεχνών και ως εμβληματικού αστέρα της οθόνης, αλλά και με τις γλαφυρές θεωρίες συνομωσίας γύρω από τις αινιγματικές συνθήκες του πρόωρου θανάτου του.
Όπως όμως λέει και η κόρη του Σάνον – η οποία, εικοσιένα χρόνια μετά την αιφνίδια απώλεια του πατέρα της είδε να κόβεται εξίσου απότομα και «μυστηριωδώς» και το νήμα της ζωής του αδελφού της Μπράντον Λι – σ' αυτό το νέο εξαιρετικό ντοκιμαντέρ της σειράς "30 for 30" του αθλητικού δικτύου ESPN (υπεύθυνου και για το πρόσφατο τεράστιο σουξέ "The Last Dance" για τον Μάικλ Τζόρνταν και τους Chicago Bulls): «Οι θεωρίες επιμένουν επειδή οι άνθρωποι δυσκολεύονται να πιστέψουν ότι μπορεί να χαθεί τόσο ξαφνικά ένα τέτοιο υπόδειγμα εξωπραγματικής σχεδόν φυσικής κατάστασης. Τι σημασία έχει όμως το πώς και το γιατί... Σημασία έχει ότι πάει, χάθηκε».
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο Μπρους Λι υπήρξε διεθνική, πολυεθνική ή υπερεθνική φιγούρα από τη μέρα που γεννήθηκε.
Σημασία έχει σίγουρα και το ότι δεν πρόλαβε να δει το όνομά του να γίνεται διάσημο σε όλον τον πλανήτη καταργώντας τα εθνικά / φυλετικά όρια που τόσο τον είχαν δυσκολέψει στην μάλλον βραχύβια και γεμάτη εμπόδια πορεία του στο Χόλιγουντ από τα μέσα περίπου ως τα τέλη της δεκαετίας του '60, πριν αποφασίσει να επιστρέψει (θριαμβευτικά) στο κινηματογραφικό σύστημα του Χονγκ Κονγκ απ' όπου άλλωστε προερχόταν.
Πανταχού παρούσες οι ταινίες του στα θερινά της δεκαετίας του '70, μας έκαναν, ως αγοράκια, να θέλουμε να μιμηθούμε με κάθε δυνατό (άγαρμπο αλλά ενθουσιώδη) τρόπο τα απίστευτα ακροβατικά που είχαμε δει έκθαμβοι στην οθόνη, σε συνδυασμό με το κωμικό ντουμπλάρισμα, αγνοώντας ακόμα τότε την φιλοσοφική διάσταση που αποτελούσε την βάση της «υβριδικής» και freestyle («στυλ πέρα από τα στυλ») προσέγγισής του στις πολεμικές τέχνες, που πήρε την ονομασία Jeet Kune Do. Μια από τις βασικές αρχές αυτής της προσέγγισης ήταν και η περίφημη προτροπή του «γίνε (σαν το) νερό» ("be water") που έδωσε τον τίτλο σ΄ αυτό το ντοκιμαντέρ: «Απαλλαγμένο από φόρμα και σχήμα... το νερό μπορεί να κυλήσει, να διαβρώσει ή να συγκρουστεί... Ήθελα να είμαι σαν τη φύση του νερού».
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο Μπρους Λι (πραγματικό όνομα Λι Γιουν-φαν) υπήρξε διεθνική, πολυεθνική ή υπερεθνική φιγούρα από τη μέρα που γεννήθηκε. Προϊόν προνομιακού και πολυπολιτισμικού περιβάλλοντος, γεννήθηκε στο Σαν Φρανσίσκο όπου είχαν βρεθεί προσωρινά ο διάσημος τραγουδιστής καντονέζικης όπερας πατέρας του και η «ευρασιατικής» προέλευσης μητέρα του, αλλά μεγάλωσε στο Χονγκ Κονγκ και παρά την ταξική ασφάλεια που του προσέφερε η οικογένειά του, βίωσε από μικρή ηλικία τις έντονες κοινωνικές αναταράξεις που μάστιζαν το κρατίδιο ως αποτέλεσμα πολλών δεκαετιών αποικιοκρατικής καταπίεσης, πρώτα από τους Ιάπωνες και ακολούθως από τους Βρετανούς.
Ζωηρός και ανήσυχος, είχε ανακαλύψει ως διέξοδο τόσο τις πολεμικές τέχνες όσο και τον χορό (ήταν άσσος στο τσα-τσα ενώ οι πυροτεχνικές απογειώσεις του στο πεδίο του Κουνγκ Φου αντιπαραβάλλονται σε μια σκηνή παράλληλου μοντάζ της ταινίας με τις φιγούρες του Νουρέγιεφ). Μια μέρα όμως, λίγο πριν κλείσει τα 18, και ενώ προβαλλόταν ακόμα στα σινεμά του Χονγκ Κονγκ η ταινία «Ο ορφανός» στην οποία πρωταγωνιστούσε στο ρόλο ενός ατίθασου, επιθετικού εφήβου, χτύπησε την πόρτα του πατέρα του ο διοικητής της αστυνομίας και τον πληροφόρησε ότι ο γιος του έχει μπλέξει με κακές παρέες. Ως αποτέλεσμα αυτής της προειδοποίησης, λίγους μήνες αργότερα ο Μπρους Λι εστάλη συστημένος (και με εκατό μόλις δολάρια στην τσέπη για να «χαράξει αυτοδημιούργητη πορεία» απαγκιστρωμένος από τις κακομαθημένες συνήθειες του) σε συγγενείς της οικογένειάς του στις ΗΠΑ.
Φτάνοντας εκεί, γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της (πολιτείας) Ουάσιγκτον στο Σιάτλ, και γρήγορα δημιούργησε έναν πολυφυλετικό κύκλο γνωριμιών, στο πλαίσιο των οποίων συνάντησε και την μετέπειτα σύζυγο και μητέρα των παιδιών του, Λίντα Έμερι. Σε κάποιο σημείο του ντοκιμαντέρ, ο Μπρους Λι περιγράφεται ως "mid-Pacific", σα να βρίσκεται δηλαδή, με εθνολογικούς όρους, μετέωρος στη μέση του Ειρηνικού, ανάμεσα στην πατρίδα του και στην Δυτική Ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών. Η υπέρβαση των άγριων φυλετικών στερεότυπων και προκαταλήψεων, σε μια εποχή μάλιστα που οι Ασιάτες στην Αμερική εκπροσωπούσαν ακόμα το απόκοσμο (και συχνά απόκοσμα μοχθηρό) «Άλλο», συνόδευε εξαρχής την πορεία προς την καταξίωση και την δόξα ενός ανθρώπου που ήταν υπερβολικά Ασιάτης για την αμερικανική κοινωνία (και ειδικά για το Χόλιγουντ) και συγχρόνως παραήταν «Αμερικανάκι» για το Χονγκ Κονγκ.
Εκείνο τον καιρό, στην αυγή της δεκαετίας του '60, έβαλε ο ίδιος τα αποφασιστικά θεμέλια για την πραγμάτωση του οράματος του, που σε πρώτο επίπεδο περιλάμβανε τη δημιουργία σχολών Κουνγκ Φου σε όλη την αμερικανική επικράτεια με αρχή το Ινστιτούτο Jun Fan Gung Fu στο Σιάτλ. Δύο χρόνια αργότερα όμως, ο κόσμος της οθόνης και του θεάματος τον οποίον είχε αφήσει πίσω του φεύγοντας από τον Χονγκ Κονγκ, του χτύπησε ξανά την πόρτα. Μετά από την εντυπωσιακή εμφάνιση εξπέρ των πολεμικών τεχνών που πραγματοποίησε στο «συνέδριο επίδειξης καράτε» που έγινε το 1965 στο Λονγκ Μπιτς της Καλιφόρνια (και ενώ ήδη προσέλκυε το ενδιαφέρον αστέρων του Χόλιγουντ και του θεάματος εν γένει, από τον Στιβ Μακ Κουίν μέχρι τον Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ), του έγινε η πρόταση για τον ρόλο του Κέιτο στην τηλεοπτική σειρά The Green Hornet.
Η σειρά υπήρξε βραχύβια (και ο ρόλος του, αν και δευτεραγωνιστής, στα όρια του «βωβού») και μετά την λήξη της, ο Μπρους Λι διαπίστωνε ότι το σύστημα των στούντιο δεν ήταν διατεθειμένο να ρισκάρει να δώσει πρωταγωνιστικό ρόλο σε Ασιάτη (ως χαρακτηριστικό δείγμα των φριχτών φυλετικών στερεοτύπων που επικρατούσαν στην οθόνη, στην ταινία εμφανίζεται μια σκηνή από το «Πρόγευμα στο Τίφανις» με την ασύλληπτα ντροπιαστική ερμηνεία του Μίκι Ρούνεϊ στο ρόλο του κυρίου Γιουνιόσι), γεγονός που κατέστη σαφές όταν η ιδέα του για μια τηλεοπτική σειρά με ήρωα έναν περιπλανώμενο Σαολίν στην Άγρια Δύση, υλοποιήθηκε τελικά αλλά με πρωταγωνιστή τον Ντέιβιντ Κάρανταϊν (πρόκειται φυσικά για τη σειρά «Κουνγκ Φου» που βλέπαμε κι εμείς εδώ, εκστατικοί, στα '70s).
Η συνέχεια αποτελεί το πιο ένδοξο κεφάλαιο της πορείας του Μπρους Λι σε τούτο τον κόσμο, έμελλε όμως να είναι και το τελευταίο: η επιστροφή στο Χονγκ Κονγκ, η καταξίωση, οι ταινίες που θα τον έκαναν σούπερ σταρ πρώτα στην πατρίδα του και μετά σε ολόκληρο τον κόσμο, ο ξαφνικός θάνατος λίγο πριν την διεθνή πρεμιέρα του "Enter the Dragon" που θα έσπαγε τα ταμεία σε ολόκληρη την υφήλιο, η μετάβασή του στις περιοχές του μύθου και της θεοποίησης. Ο τάφος του βρίσκεται στο Σιάτλ, εκεί όπου μετέφερε τη σωρό του η σύζυγός του, βέβαιη ότι θα προτιμούσε ως σκηνικό αιώνιας ανάπαυσης τα μέρη όπου έζησαν τις πιο ευτυχισμένες στιγμές και έκαναν τα πιο μεγάλα σχέδια. Πλάι του, κείται ο γιος του, Μπράντον.
Πριν από ένα χρόνο, σε μια από τις σπάνιες μη αγιογραφικές απεικονίσεις του στο χαρτί ή στην οθόνη, ο Μπρους Λι παρουσιαζόταν στο «Κάποτε...στο Χόλιγουντ» του Ταραντίνο ως ελαφρόμυαλος και αλαζονικός «παγκίτης» του Χόλιγουντ (προκαλώντας την δίκαιη αγανάκτηση της κόρης του, Σάνον Λι) που παίρνει το μάθημά του από τον χαρακτήρα που υποδύεται ο Μπραντ Πιτ. Στην ταινία, εμφανίζεται να κομπάζει ότι σε μια υποθετική αναμέτρησή του με τον Μοχάμεντ Άλι, θριαμβευτής θα ήταν ο ίδιος. Στην πραγματικότητα πάντως, όπως τονίζεται στην ταινία του Μπάο Νγκουιέν, ο Μπρους Λι μελετούσε με εμμονή τις κινήσεις, τις χορογραφίες, τις γροθιές, αλλά και τις ιδιοφυείς φιλοσοφικές διατριβές που εξαπέλυε ο κορυφαίος πυγμάχος.
Συγχρόνως όμως σχεδόν με την πρεμιέρα της ταινίας, ένα πανό που έκανε την εμφάνισή του στις διαδηλώσεις υπέρ της δημοκρατίας στο Χονγκ Κονγκ (ζήτημα πιο επίκαιρο από ποτέ και τούτες τις μέρες, μετά τις πρόσφατες εξελίξεις) υπενθύμιζε την διαχρονική παντοδυναμία ενός θρύλου που είναι αδύνατον να εκφυλιστεί ως καρικατούρα. Το πανό έγραφε: «Γίνε νερό! Είμαστε χωρίς μορφή. Είμαστε χωρίς σχήμα. Μπορούμε να κυλήσουμε, Μπορούμε να συγκρουστούμε. Είμαστε σαν το νερό».