Την 1η Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου, όπως έλεγαν το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης στις αρχές του, το 1960, οπότε προβλήθηκε ο «Μακεδονικός Γάμος» στο Ολύμπιον της πλατείας Αριστοτέλους –εκεί ακριβώς όπου γίνονται και τώρα οι προβολές‒, ο μόλις εικοσιεπτάχρονος Σαλονικιός Τάκης Κανελλόπουλος χρίσθηκε μέσα σε μία βραδιά η μεγάλη ελπίδα του ελληνικού κινηματογράφου.
Γόνος γνωστής οικογένειας της πόλης, τα επόμενα χρόνια όχι μόνο δεν διέψευσε όσους πίστεψαν σ' αυτόν αλλά οτιδήποτε δικό του, ταινία, ασπρόμαυρα ντοκιμαντέρ και λυρικές ταινίες μεγάλου μήκους, παρότι δεν είχε καμία τύχη στις αίθουσες από άποψη εισιτηρίων, θριάμβευε στα διεθνή φεστιβάλ.
Ο Φρανσουά Τριφό δίδασκε την «Εκδρομή» στην παριζιάνικη IDHEC, ο Φελίνι είχε προσέξει το ταλέντο του και είχε μιλήσει θετικά γι' αυτόν, τα διεθνή έντυπα αναφερόντουσαν σε αυτόν ως εκπρόσωπο του νέου ευρωπαϊκού σινεμά, τα φεστιβάλ τον βράβευαν και οι ταινιοθήκες του ΜοΜΑ στη Νέα Υόρκη και της Cinémathèque Française στο Παρίσι εξασφάλισαν κόπιες της.
Ο ωραίος και μελαγχολικός Τάκης δεν ενέδιδε στις σειρήνες, δεν εγκατέλειπε τη γενέτειρά του, εξακολουθούσε να γυρίζει μικρά αριστουργήματα στον βορειοελλαδικό χώρο ‒ άλλωστε, ήταν ο πρώτος που εισήγαγε το συννεφιασμένο μακεδονικό τοπίο πολύ πιο πριν από τον Αγγελόπουλο, κυκλοφορούσε στην πόλη με μια χαρακτηριστική λευκή Alfa Romeo convertible, σύχναζε στο Ντορέ, το στέκι των φεστιβαλιστών απέναντι από τον Λευκό Πύργο, και στο αριστοκρατικό Φλόκα στην Τσιμισκή, συνδεόταν με τις ωραιότερες Ελληνίδες, άσημες και διάσημες, της εποχής του και αποτελούσε μια ξεχωριστή προσωπικότητα της Θεσσαλονίκης.
Ο κινηματογράφος για μένα είναι δύο πράγματα: ή ένα πρόβλημα που βάζει ο σκηνοθέτης να λύσουν οι θεατές, όπως ο «Πολίτης Κέιν», ή ένα ταξίδι που σε παίρνει μαζί του, όπως τα «Χιόνια στο Κιλιμάντζαρο». Εγώ ήμουν πάντα υπέρ του ταξιδιού.
Μέχρι που άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Με το που μπήκε η δεκαετία του '70, ο κινηματογράφος του ανήκε ήδη στο παρελθόν, οι ταινίες του δεν είχαν πια ούτε το σφρίγος των προηγούμενων ούτε εξέφραζαν την πολιτικοποιημένη γενιά που σε λίγο θα έπαιρνε τα ηνία στην κοινωνική αλλά και στην καλλιτεχνική ζωή.
Ο Κανελλόπουλος, που άλλωστε ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στο πλατύ κοινό, σταδιακά απομονώθηκε, έπαψε να ανήκει στην πρωτοκαθεδρία των αγαπημένων του νεανικού κοινού του Φεστιβάλ, ο εξώστης, που έτσι κι αλλιώς δεν ήξερε από τρόπους, τον γιουχάιζε, αδιαφορώντας για τη συμβολή του στην εξέλιξη του ελληνικού σινεμά.
Τη συνέντευξη που ακολουθεί την πήρα χάρη στην παλιά του φίλη Χρύσα Κυριακίδου, τη γυναίκα του θρυλικού φωτορεπόρτερ Γιάννη Κυριακίδη, για λογαριασμό του σαλονικιώτικου περιοδικού SL. Συνάντησα τον ξεχασμένο από πολλούς πλέον σκηνοθέτη στον παλιό Τόττη της παραλιακής λεωφόρου Νίκης. Κάπνιζε αδιάκοπα και ήταν σκεφτικός. Χάρηκε που κάποιος τον θυμήθηκε και μου ανοίχτηκε.
Μου ζήτησε να μη χρησιμοποιήσω μαγνητόφωνο, μου είπε όσα ήθελε να καταθέσει και σύντομα διέκοψε τη συνομιλία μας. Κλείστηκε και πάλι στον εαυτό του. Πρέπει να ήταν οι τελευταίες μέρες του Αυγούστου ή αρχές Σεπτέμβρη του 1990. Τη συνέντευξη δεν την είδε ποτέ τυπωμένη.
Πέθανε στις 21 Σεπτέμβρη σε ηλικία 57 ετών από έμφραγμα, πικραμένος και μόνος. Εκείνη τη μέρα το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου τού ενέκρινε το τελευταίο του σενάριο με τίτλο «Ο χτεσινός κόσμος». Είχε προλάβει να μας αφήσει 10 ταινίες, κάποιες από αυτές μεγάλης πνοής και λυρισμού. Το 33ο Ευρωπαϊκό Πανόραμα Κινηματογράφου, με αφορμή τα 30 χρόνια από τον θάνατό του, προβάλει online τις ταινίες του «Εκδρομή», «Ουρανός», «Ρομαντικό σημείωμα».
— Πολλοί σάς συνδέουν με τα τραπεζάκια του παλιού Φλόκα που δεν υπάρχει πια και ήταν για χρόνια το αγαπημένο σας στέκι.
Ήταν μεγάλη η απογοήτευσή μου όταν έκλεισε. Έπρεπε να το είχε πάρει ο δήμος.
— Για όλα υπάρχει ημερομηνία λήξης.
Για μερικά πράγματα δεν υπάρχει ημερομηνία λήξης, είναι κληρονομιά. Δεν υπάρχει ημερομηνία λήξης για την ψυχή. Ο άνθρωπος πεθαίνει, αλλά αφήνει μια ολόκληρη ιστορία. Κι άλλους τους θυμούνται με αγάπη γι' αυτή την ιστορία τους κι άλλους με μίσος. Κάποτε, κάποιος στρατηγός είπε: «Όταν φύγω από τη ζωή, θ' αφήσω τριανταφυλλιές και θάλασσες». Αυτό είναι το σπουδαίο. Τι αφήνεις όταν φεύγεις.
— Μιλάτε με έναν ρομαντισμό ξένο για την εποχή μας. Οι άνθρωποι σήμερα είναι πιο ωμοί και υπολογιστές.
Στη Θεσσαλονίκη υπήρχαν κάποτε σπουδαίοι άνθρωποι που δεν υπάρχουν πια, και δεν εννοώ μόνο καλλιτέχνες. Άνθρωποι αριστοκράτες, άρχοντες ‒ δεν μιλάω ταξικά, για το κέντρο της πόλης και τους πλούσιους. Μιλώ για την Πάνω Πόλη, την Καλαμαριά, το Ντεπό, για τον Βαρδάρη. Παντού υπήρχε μια αλήθεια, ένας σεβασμός, μια ευγένεια που δεν υπάρχει πια. Μπορούσες να στηριχτείς σ' έναν φίλο, να έχεις ουσιαστικές ανθρώπινες σχέσεις.
— Νομίζω, αναφέρεστε σε μια Θεσσαλονίκη μακρινή.
Είναι η Θεσσαλονίκη των παιδικών και νεανικών μου χρόνων και επειδή ακριβώς είναι αδύνατο να διώξω τις αναμνήσεις μου από τότε, πάντα θα την αγαπώ. Εδώ γνώρισα τους πρώτους μου έρωτες και τις πρώτες μου λύπες. Εδώ πέρασα μερικά από τα πιο ευτυχισμένα χρόνια της ζωής μου, στο Αμερικανικό Κολέγιο, μαζί με σπουδαίους καθηγητές που μου έμαθαν να αγαπώ την Ελλάδα. Σε μια Θεσσαλονίκη μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Αλλά πρέπει να παραδεχτώ ότι η Αθήνα είναι αυτή που με αγάπησε και με ανέδειξε. Εκεί έζησα δεκαέξι χρόνια, γνώρισα ανθρώπους σπάνιους που με αγάπησαν και με στήριξαν πολύ. Η Αθήνα, κακά τα ψέματα, είναι αυτή που δίνει τη μεγάλη ευκαιρία για οποιοδήποτε επάγγελμα.
— Μιλήστε μου για την καριέρα σας.
Πολύ νέος ήθελα να γίνω δημοσιογράφος, αλλά ένας δημοσιογράφος σε φωτιές και πολέμους, όχι κλεισμένος σ' ένα γραφείο. Δούλεψα στον «Ελληνικό Βορρά» έναν χρόνο, αλλά εφόσον δεν μου δόθηκε η ευκαιρία για τέτοιες αποστολές, αποφάσισα να γίνω σκηνοθέτης κινηματογράφου. Σπούδασα στην Αθήνα για έναν χρόνο, στη Σχολή Σταυράκου, αλλά έφυγα αμέσως στο Μόναχο, όπου έμεινα επίσης έναν χρόνο, παρακολουθώντας γυρίσματα στα στούντιο Bavaria. Η δεύτερη ευτυχισμένη περίοδος της ζωής μου είναι αυτή του Μονάχου. Γυρίζοντας στην Ελλάδα, δούλεψα ως ραδιοσκηνοθέτης, μεταφράζοντας αμερικανικό θέατρο, μέχρι που βρήκα παραγωγό για τον «Μακεδονικό Γάμο».
— Είχατε παρακολουθήσει και τα γυρίσματα της «Στέλλας» του Κακογιάννη.
Ναι, είχα την τύχη να είμαι εκεί, στη δημιουργία αυτού του αριστουργήματος. Ο Μιχάλης Κακογιάννης, όπως και ο Νίκος Κούνδουρος, υπήρξαν δύο μεγάλα ταλέντα του ελληνικού κινηματογράφου από καταβολής του. Ο Κούνδουρος, ένας σκληρός ποιητής, ο Κακογιάννης, λυρικός και φιλόσοφος. Μετά από αυτούς υπάρχουν τα εξαιρετικά ταλέντα του Βασίλη Γεωργιάδη, του Γιώργου Τζαβέλλα και του Γρηγόρη Γρηγορίου. Ο Αγγελόπουλος είναι ένα φαινόμενο. Άλλοι είναι παθιασμένοι μαζί του και άλλοι τον θεωρούν τίποτα. Εμένα δεν με εντυπωσιάζουν οι διεθνείς κριτικές και τα βραβεία που πήρε, αλλά έχω να πω ότι ο «Θίασος» είναι μια μεγάλη ιστορική αλήθεια και γι' αυτό τον συγχαίρω.
— Γράψατε κι εσείς ιστορία μέσα από τις ταινίες σας.
Εμένα στον κινηματογράφο με ενδιαφέρει η αλήθεια. Έκανα ταινίες στις οποίες μίλησα για την πατρίδα, για τον έρωτα, για τη φτώχεια, για τον πόλεμο, για την ελευθερία. Τελείωσα το '81 και σταμάτησα, συνεπής όπως πάντα με τον εαυτό μου. Δεν είχα τίποτε άλλο να πω.
— Γενναία στάση. Φαντάζομαι ότι κάποιος που έχει τέτοιες αξίες έρχεται σε ρήξη με πολλούς.
Πολλοί είναι οι φίλοι, με τους οποίους δεν έχω πια καμία σχέση. Οι περισσότεροι, άλλωστε, βρίσκονται στο εξωτερικό. Αν και τον περισσότερο καιρό είμαι μόνος, δεν είμαι μοναχικός άνθρωπος. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι δεν πρέπει να φοβούνται την αλήθεια κι εγώ την αλήθεια πάντα την έλεγα.
— Δεν φοβηθήκατε γι' αυτό;
Δεν φοβήθηκα ποτέ τίποτα. Κινδύνεψα πολλές φορές, και από τον θάνατο ακόμα.
— Η «αλήθεια» είναι το μόνο που σας ενδιαφέρει στον κινηματογράφο;
Ο κινηματογράφος για μένα είναι δύο πράγματα: ή ένα πρόβλημα που βάζει ο σκηνοθέτης να λύσουν οι θεατές, όπως ο «Πολίτης Κέιν», ή ένα ταξίδι που σε παίρνει μαζί του, όπως τα «Χιόνια στο Κιλιμάντζαρο». Εγώ ήμουν πάντα υπέρ του ταξιδιού.
— Ποια είναι η σχέση σας με τη λογοτεχνία;
Θεωρώ τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ τον μεγαλύτερο συγγραφέα του 20ού αι. Ήταν άφοβος, δεν φοβόταν ούτε τον θάνατο, αγαπούσε μοναδικά τις γυναίκες και έγραφε μόνο την αλήθεια. Θεωρώ, επίσης, ότι το μεγαλύτερο φιλοσοφικό βιβλίο που γράφτηκε ποτέ είναι οι «Άθλιοι» του Βίκτωρος Ουγκώ. Όπως αγαπώ πολύ το επικό βιβλίο του Σολόχοφ «Ήρεμος Δον».
— Έχετε εκδώσει κι εσείς βιβλία.
Δεν είμαι συγγραφέας. Αν γράφω κάτι, είναι γιατί επέστρεψα στο παλιό όνειρο της δημοσιογραφίας. Τα βιβλία που γράφω υπάρχουν άνθρωποι που τ' αγαπούν πολύ για την απλότητα και την αλήθεια που περιέχουν. Τα ποσοστά μου τα χαρίζω σε ορφανοτροφεία. Είναι βιβλία απλά, με βαθιές αλήθειες. Εμένα θα με θυμούνται πάντα ως σκηνοθέτη.
— Στα βιβλία αυτά, όπως και στις ταινίες σας, υμνείτε τον έρωτα.
Εγώ ήμουν άνθρωπος της περιπέτειας. Όχι της καλοπέρασης, αλλά της βαθιάς αλήθειας σε μια ερωτική σχέση, όσο κι αν κρατούσε αυτή η σχέση. Θεωρώ πολύ σπουδαίους τους ανθρώπους αυτούς που ξέρουν να ερωτεύονται αληθινά. Είναι μεγάλο πράγμα να ξέρεις ν' αγαπάς και ν' αγαπιέσαι. Όπως είναι και μεγάλο πράγμα να βρίσκεις ευτυχία στο να δίνεις παρά να παίρνεις. Ερωτεύτηκα δύο φορές στη ζωή μου μέχρι θανάτου. Το ένα ήταν ένα κορίτσι από την Πελοπόννησο και το άλλο ένα κορίτσι από το Μόναχο.
— Μιλήστε μου για τη μεγάλη σας αγάπη για την Ελλάδα.
Η Ελλάδα έχει επιδείξει στο παρελθόν μεγαλουργήματα και στη ζωή και στην τέχνη και στον πόλεμο. Με θλίβει η σημερινή νεολαία και το κατάντημά της. Μια νεολαία χωρίς ιδανικά, βουτηγμένη στην ασυνειδησία. Θα σκύψω το κεφάλι στη γενιά που θα συνέλθει από αυτό το κατάντημα, που θα σεβαστεί και θ' αγαπήσει αυτή την πατρίδα, όπως την αγάπησα εγώ.
To 33ο Ευρωπαϊκό Πανόραμα Κινηματογράφου, με αφορμή τα 30 χρόνια από τον θάνατό του, προβάλει online τις ταινίες του Τάκη Κανελλόπουλου «Εκδρομή», «Ουρανός», «Ρομαντικό σημείωμα».