Όσες μετατροπές κι αν κάνεις για να αποδώσεις κινηματογραφικά τα βιβλία του Ρόαλντ Νταλ, θα χαθεί η πρόζα του, εκείνη η αμίμητη αποθέωση της αφηγηματικότητας, της γλαφυρής περιγραφής και του εμπαιγμού, που τα έκανε ακαταμάχητα για μικρά και μεγάλα παιδιά.
Η «Υπέροχη Ιστορία του Χένρι Σούγκαρ» είναι ένα γλυκό διήγημα εγκιβωτισμένων αφηγήσεων και meta διαστάσεων – ο ίδιος ο συγγραφέας, χωρίς να ονοματίζεται, εμφανίζεται και αποκαλύπτει πώς έφτασε στα χέρια του η ιστορία.
Ο Γουές Άντερσον έχει ήδη μεταφέρει με επιτυχία τον κόσμο του Ρόαλντ Νταλ στο πανί, μεταχειριζόμενος την τεχνική του stop-motion animation. Στην περίπτωση του «Χένρι Σούγκαρ» αποφάσισε ότι ο καλύτερος τρόπος κινηματογραφικής διασκευής ήταν να βάλει τους ηθοποιούς του να εκφωνήσουν την πρόζα του συγγραφέα σχεδόν αυτούσια, απευθυνόμενοι σε εμάς, παρεμβαίνοντας ελάχιστα στο κείμενο – έκοψε πχ. το επεισόδιο στο Λας Βέγκας, όχι μόνο για αφηγηματική οικονομία, μα, πιθανότατα, και για λόγους προϋπολογισμού.
Τόσο ο Νταλ όσο κι ο Γουές Άντερσον, που θέλει να διαδώσει την ιστορία του πρώτου αξιοποιώντας ένα άλλο μέσο, αποδεικνύονται δυο μεγάλοι ρομαντικοί, δυο ιδεαλιστές που επέλεξαν τον μανδύα του παραμυθιού, αντί για την ευθύτητα του δοκιμίου, με απώτερο στόχο να μας συστήσουν την αλήθεια τους.
«Μα αυτό δεν θα κάνει εντελώς τεχνητό το θέαμα, δεν θα μας εμποδίσει να κάμψουμε τη δυσπιστία μας;», θα αναρωτηθεί κάποιος. Ναι, θα κάνει το θέαμα πιο τεχνητό από κάθε άλλη ταινία του σκηνοθέτη, αλλά αυτό είναι το ζητούμενο – θα εξηγηθούμε παρακάτω.
Ο Αντερσον επισημαίνει διαρκώς την τεχνητότητα, θα δεις πχ. τα σκηνικά να αλλάζουν εντός του κάδρου, θα δεις όλη την εγκατάσταση του back projection και όχι μόνο τον δρόμο που υποτίθεται ότι διασχίζει ο χαρακτήρας δια αυτοκινήτου. Μόνο το «παιδί» που παίζει με το κινηματογραφικό του «κουκλόσπιτο» δεν θα σου δείξει, δεν θα εμφανιστεί ο ίδιος δηλαδή – αυτό θα ήταν μια πολύ προφανής, ίσως και παρωχημένη, πια, πινελιά μεταμοντερνισμού. Άρα πρόκειται για (ακόμα) μια κενή αποθέωση του στυλ που δικαιώνει τους αρνητές του;
Όχι ακριβώς. Γιατί εδώ η τεχνητή φύση της αισθητικής εξυπηρετεί τόσο την αυθεντικότητα της μεταφοράς του διηγήματος, που ρηξικέλευθα παραθέτει τέσσερα διαφορετικά επίπεδα αφήγησης, όσο και το επιμύθιό του. Άφησε δε, που στα μισά του δρόμου, καθώς παρατηρείς το παιχνίδι με το επονομαζόμενο «ακαδημαϊκό» κάδρο, τις γεωμετρικές κινήσεις του φακού, την παρέλαση χειροτεχνιών και κατασκευών, βρίσκεσαι ξαφνικά να τις ξεπερνάς, να βυθίζεσαι στην ιστορία του Χένρι Σούγκαρ χωρίς να έχεις συνειδητοποιήσει το ακριβές σημείο. Και βυθίζεσαι γιατί σε έχει κερδίσει η πρόζα του Νταλ, σε έχει μαγνητίσει η αφήγηση, σε έχει σαγηνεύσει το παραμύθι και έχεις καταφέρει «να δεις χωρίς να χρησιμοποιείς τα μάτια σου», όπως ο άνθρωπος που ενέπνευσε τον άλλοτε αμοραλιστή και ανεπρόκοπο Χένρι Σούγκαρ να εξασκηθεί για να βλέπει δίχως να χρησιμοποιεί το όργανο που φτιάχτηκε γι’ αυτό, μόνο για να αφιερώσει, τελικά το επίκτητο χάρισμά του στο κοινό καλό.
Μπορεί ο Γουές Άντερσον να γαργαλάει τον αμφιβληστροειδή μας με τα καλλιγραφημένα «ταμπλό βιβάν» του, που αναπαριστούν σκηνές από το διήγημα, αλλά στην πραγματικότητα μας καλεί να αναζητήσουμε κάτι πέρα από αυτό που βλέπουν τα μάτια μας, να ψάξουμε την ουσία. Την ουσία που κρύβει το καλό αφηγηματικό σινεμά και διαφεύγει από όσους μένουν στην επιφάνεια και δεν σκαλίζουν τι κρύβεται πίσω από την αφήγηση, μέσα στο κάδρο, αλλά και πέρα από αυτό. Μας προτρέπει να αναζητήσουμε την αλήθεια που κρύβουν οι ιστορίες.
Μπορεί το όνομα Χένρι Σούγκαρ να μην είναι αληθινό, όπως μας εξηγεί ο Ρέιφ Φάινς ως Ρόαλντ Νταλ στο φινάλε, μπορεί η αφήγηση και τα περιστατικά που συνθέτουν την ιστορία του να είναι τεχνητά, μα κρύβουν μέσα τους μια αλήθεια.
Αν κάνουμε μια αντιστροφή και ξεκινήσουμε από το τελευταίο επίπεδο αφήγησης, εκείνο της συνάντησης του «ανθρώπου που βλέπει δίχως μάτια» με τον γιόγκι, και περάσουμε σταδιακά στα υπόλοιπα, θα διαπιστώσουμε ότι κάθε ιστορία έχει εμπνεύσει αυτόν που την άκουσε να πράξει με έναν συγκεκριμένο τρόπο.
Κι εκεί είναι που διαπιστώνεις ότι ο Ρόαλντ Νταλ, αυτός ο φαινομενικά κυνικός παραμυθάς, ελπίζει ότι η «υπέροχη» ιστορία του Χένρι Σούγκαρ θα φύγει από τις σελίδες του και θα περάσει σε ένα απώτερο επίπεδο αφήγησης, εντός του οποίου βρίσκονται ο ίδιος και ο αναγνώστης του (ή ο Γουες Αντερσον και ο θεατής του, για να μην ξεχνιόμαστε) και θα τον εμπνεύσει να γίνει καλύτερος άνθρωπος. Πιστεύει ότι η ουμανιστική αλήθεια κρύβεται στα παραμύθια και στις ιστορίες, ότι ο μόνος τρόπος για να γίνει «υπέροχη» κάποτε και η ανθρώπινη ιστορία, είναι να μπορέσουμε να δούμε και να ακούσουμε τα παραμύθια, δίχως να στεκόμαστε μόνο στο άμεσο οπτικό και ακουστικό ερέθισμα.
Και έτσι, τόσο ο Νταλ όσο κι ο Γουές Άντερσον, που θέλει να διαδώσει την ιστορία του πρώτου αξιοποιώντας ένα άλλο μέσο, αποδεικνύονται δυο μεγάλοι ρομαντικοί, δυο ιδεαλιστές που επέλεξαν τον μανδύα του παραμυθιού, αντί για την ευθύτητα του δοκιμίου, με απώτερο στόχο να μας συστήσουν την αλήθεια τους. Ή, αν θέλεις, επέλεξαν να πασπαλίσουν τις ιδέες τους με μπόλικη ζάχαρη. Και πώς είπαμε ότι ονομάζεται ο ήρωας;