Η Σαρλότ Ράμπλινγκ επέστρεψε με τον κορυφαίο, ίσως, ρόλο της καριέρας της, ως Κέιτ στην ταινία 45 Χρόνια, του Άντριου Χέιγκ –ρόλο που της χάρισε την Αργυρή Άρκτο στο Φεστιβάλ Βερολίνου φέτος, αλλά και το Βραβείο Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου για τη συνολική της προσφορά.
Με την αφορμή αυτή, ας θυμηθούμε 10 σημεία της πολυτάλαντης ζωής και καριέρας της, στην οποία δεν προσπάθησε ποτέ να αποδείξει τίποτα
1./ Ο πατέρας της ήταν στρατιωτικός, αυστηρός και δυστυχής. Η Ράμπλινγκ τον αποκαλεί «ήρωα». Ήταν αθλητής και μετά από μια μεγάλη νίκη στους ολυμπιακούς αγώνες του 1936 αποφάσισε να εγκαταλείψει τον αθλητισμό, φοβούμενος μια ενδεχόμενη ήττα, μετά τον θρίαμβο. Η Ράμπλινγκ σε όλη της τη ζωή προσπαθούσε να καταπολεμήσει τον φόβο για την αποτυχία, που της είχε μεταδώσει.
Ναι, μπορεί το σώμα σου να έχει σκεβρώσει και το πρόσωπό σου γεμίσει ρυτίδες. ΟΛΑ τα υπόλοιπα όμως παραμένουν ίδια. Εσύ κάτω από αυτό το δέρμα πάλλεσαι το ίδιο, επιθυμείς το ίδιο, αγαπάς το ίδιο.
2./ Όταν γεννήθηκε το 1946 η Ράμπλινγκ, η τρία χρόνια μεγαλύτερη αδελφή της ήταν σοβαρά άρρωστη. Η συνεχής ενασχόληση της μητέρας της με την αδελφή της είχε σαν αποτέλεσμα η μικρή Σαρλότ να αποφασίσει ότι δε θα ξαναασχοληθεί μαζί της και πως θα αγαπάει μόνο τον πατέρα της. Όπως έχει πει, σχεδόν σε όλη τη ζωή της αγνοούσε τη μητέρα της, ήταν μπροστά της και δεν την έβλεπε.
3./ Στη ζωή της σημαντικό ρόλο έπαιξε η αυτοκτονία της αδελφής της σε ηλικία 23 ετών. Μιλώντας σχετικά έχει πει: «Όσο περίεργο και αν σας φανεί, ένιωσα σαν να θυσίασε τη ζωή της για μένα. Τουλάχιστον έτσι ήθελα να νιώθω, ότι το έκανε για να προχωρήσω εγώ μπροστά. Ο θάνατός της ήταν σα να μου άνοιξε τον δρόμο». Την αυτοκτονία της αδελφής της τη θεώρησε σαν μια πρόκληση να ζήσει, ανατρέποντας τα δεδομένα.
4./ Ξεκίνησε την καριέρα της σε ηλικία 17 ετών, όταν την ανακάλυψε ένας διαφημιστής και πολύ γρήγορα διένυσε την απόσταση που χώριζε ένα διαφημιστικό της Cadbury από την ταινία Georgy Girl (1966), με την οποία έγινε διάσημη. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων πενήντα ετών έχει παίξει σε περισσότερες από 100 ταινίες και τηλεοπτικές σειρές. Ανάμεσα στους σκηνοθέτες με τους οποίους συνεργάστηκε βρίσκονται ο Λουκίνο Βισκόντι, ο Γούντι Άλεν, ο Ναγκίσα Οσίμα, ο Άλαν Πάρκερ, ο Φρανσουά Όζον και ο Λαρς Φον Τρίερ. Πρωταγωνίστησε στην τελευταία ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη Ο Βυσσινόκηπος, το 1999.
5./ Το 1974, σε ηλικία 22 ετών, πρωταγωνιστεί στην ταινία της Λιλιάνα Καβάνι, Ο Θυρωρός της Νύχτας. Ο ρόλος της γυναίκας που, αν και στο παρελθόν ήταν θύμα του σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, έχει παράφορη σχέση με έναν πρώην ναζιστή, που εργάζεται ως θυρωρός σε ξενοδοχείο της Βιέννης, την μετατρέπει σε ερωτικό σύμβολο. Η ίδια δηλώνει για την ταινία: «Ήθελα να διερευνήσω την ψυχολογία του θύματος που κάποια στιγμή γίνεται θύτης. Στη ζωή μου υπήρξα θύμα του πατέρα μου, αλλά συγχρόνως τον λάτρευα κιόλας. Ήταν πολύ ωραίος άνδρας, φορούσε στολή κι εγώ αποφάσισα να γίνω ο στρατιώτης του».
6./ Έχει εμφανιστεί γυμνή σε αρκετές ταινίες της και το 1974 έκανε γυμνή φωτογράφηση για το Playboy. Το 2009, σε ηλικία 64 ετών, ο γερμανός φωτογράφος Γιούργκεν Τέλερ την πείθει, μαζί με το μοντέλο Ράκελ Ζίκερμαν, να ποζάρουν γυμνές μπροστά στη Μόνα Λίζα, σε μια φωτογράφηση που γίνεται στο άδειο Λούβρο, από τα μεσάνυχτα έως τις 6 το πρωί, με κλειστές τις κάμερες ασφαλείας. «Η εμπειρία έμοιαζε με νυχτερινό πικνίκ σε ένα παλάτι ομορφιάς, με παρέα την Τζοκόντα. Γύρω μας υπήρχαν όλοι αυτοί οι εκπληκτικοί πίνακες και οι άνθρωποι που απεικονίζονται σε αυτούς να μας κοιτάζουν. Υπήρχε μια μεταφυσική αίσθηση και ένιωθες κομμάτι της τέχνης των αιώνων», εξομολογείται η Σάρλοτ Ράμπλινγκ στη συνέντευξή της στους Sunday Times.
7./ Το 1972 παντρεύεται τον Νεοζηλανδό Bryan Southcombe και αποκτά μαζί του έναν γιο, τον Μπάρναμπι. Σε ένα πάρτι στο Σαιν Τροπέ, γνωρίζει τον Ζαν-Μισέλ Ζαρ και χωρίζει τον πρώτο της σύζυγο. Παντρεύεται τον συνθέτη το 1978, ζούνε μαζί είκοσι χρόνια κι αποκτούν τον γιο τους, Ντέιβιντ. Η πολυτελής ζωή σε μία έπαυλη στις Βερσαλλίες δε θα την προστατεύσει από την κατάθλιψη, στην οποία βυθίζεται όλο και περισσότερο, μέχρι που καταρρέει το 1988. Θα ανακάμψει στα μέσα της δεκαετίας του ΄90, περίπου την εποχή που μαθαίνει από τις εφημερίδες ότι ο Ζαρ την απατά. Χωρίζουν το 1998. Το 2000, ο νεαρός σκηνοθέτης Φρανσουά Όζον της δίνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο δράμα του Κάτω από την άμμο και η Ράμπλινγκ, στα 54 της, ξαναγίνεται αστέρι.
8./ Το 2012 πρωταγωνιστεί στο πολυεπίπεδο, σκοτεινό ψυχολογικό θρίλερ I, Anna, το οποίο σκηνοθετεί ο γιος της Μπάρναμπι, που πραγματοποιεί το σκηνοθετικό του ντεμπούτο. Θα πει για τη συνεργασία τους: «Τον Μπάρναμπι, τον έσερνα από μικρό σε όλες μου τις επαγγελματικές υποχρεώσεις. Μεγάλωσε μέσα στα κινηματογραφικά πλατό. Έτσι, λοιπόν, ήταν φυσικό επακόλουθο να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο. Για την ταινία αυτή, όταν διάβασα αρχικά το σενάριο, του είπα να την αφήσει κι αν θέλει να την προχωρήσει, ας μην είμαι εγώ η πρωταγωνίστρια, ας είναι κάποια άλλη. Δεν την είδα τη συνεργασία με καλό μάτι. Αλλά επέμενε, γιατί με ξέρει. Είμαι ο άνθρωπος που λέω διαρκώς “όχι”, άλλα όταν μου το λες και μου το ξαναλές θα πω τελικά το “ναι”. Όπως κι έγινε. Στη διάρκεια των γυρισμάτων, τον άφησα να με καθοδηγήσει. Ξέρει από κινηματογράφο, είναι ευγενικός και τυπικός με τους συνεργάτες του, και φυσικά είμαι περήφανη για αυτόν».
9./ Στο Φεστιβάλ Βερολίνου 2015 παρουσιάστηκε η τελευταία ταινία της Σαρλότ Ράμπλινγκ 45 Χρόνια, σε σκηνοθεσία Άντριου Χέιγκ. Πρόκειται για την ιστορία ενός ζευγαριού που ετοιμάζεται να γιορτάσει την 45η επέτειο γάμων του, αλλά το παρελθόν ξυπνά για να τους θυμίσει κάτι που ήταν θαμμένο για καιρό στο υποσυνείδητό τους. Τα 45 Χρόνια είναι μια νέα οπτική στις σχέσεις, το γήρας, τη συγχώρεση και τη ζήλια, από έναν σκηνοθέτη με μοναδική ματιά στο θέμα των σχέσεων. Η Ράμπλινγκ και ο συμπρωταγωνιστής της Τομ Κόρτνεϊ κέρδισαν αμφότεροι την Αργυρή Άρκτο στο Βερολίνο, για την ερμηνεία τους. Ο 78χρονος Τομ Κόρτνεϊ είναι σύντροφός της, ωστόσο οι ερωτικές σκηνές τής ήταν ιδιαίτερα δυσάρεστες. «Ήταν τρομερό, διότι η οικειότητα με έναν άνθρωπο δεν πρέπει να μοιράζεται με τον υπόλοιπο κόσμο. Τότε γίνεται κάτι το φρικτό», δήλωσε χαρακτηριστικά.
10./ Με αφορμή την ταινία μίλησε για τη σχέση της με το χρόνο: «Όσο είσαι ακόμα ζωντανός, όσο ακόμα αναπνέεις, τόσο αναρωτιέσαι, τόσο αγωνίζεσαι με τον εαυτό σου, τόσο ερωτεύεσαι, τόσο φοβάσαι. Αυτό σημαίνει ότι είσαι όσο ζωντανός όσο ήσουν στα 20 σου χρόνια. Ναι, μπορεί το σώμα σου να έχει σκεβρώσει και το πρόσωπό σου γεμίσει ρυτίδες. ΟΛΑ τα υπόλοιπα όμως παραμένουν ίδια. Εσύ κάτω από αυτό το δέρμα πάλλεσαι το ίδιο, επιθυμείς το ίδιο, αγαπάς το ίδιο. Και είναι τόσο υπέροχο που αυτή η ταινία το δείχνει επιτέλους. Που μπορούμε να το συζητάμε αυτό μεταξύ μας και με τις άλλες γενιές, μέσω της τέχνης. Χαίρομαι που εσείς οι νέοι άνθρωποι το καταλάβατε. Γιατί σας περιμένει και δε θέλω με τίποτα να απελπίζεστε: οι ίδιοι θα είστε - όσο παθιασμένοι και υπέροχοι και μοναδικοί ήσασταν στα 25 σας.[…] Μόνο το σώμα σε προδίδει. Όλα τα υπόλοιπα μένουν ίδια. Αν θέλεις να μείνουν ίδια. Γιατί το βλέπω γύρω μου: όσοι γέρασαν, επέλεξαν να γεράσουν. Αφέθηκαν, το πίστεψαν. Τα γηρατειά είναι απλώς λάθος τρόπος σκέψης.
Η κριτική του Θοδωρή Κουτοσγιαννόπουλου στη LIFO για την ταινία 45 χρόνια
Στα πρόθυρα της γιορτής για την επέτειο των 45 χρόνων γάμου του Τζεφ και της Κέιτ, ο σύζυγος μαθαίνει πως το πτώμα της παλιάς αγαπημένης του αποκαλύφθηκε έπειτα από δεκαετίες, κάτω από τους πάγους των Σουηδικών Άλπεων. Αν και ο νεανικός του έρωτας φαινόταν παντοτινά θαμμένος στον χρόνο, η είδηση τον κλονίζει δυσανάλογα και τον βάζει στην προσωρινή τουλάχιστον διαδικασία να αναθεωρήσει τη ζωή του.
Η Κέιτ προσπαθεί να διατηρήσει την ψυχραιμία της, αλλά γρήγορα καταλαβαίνει πως ένας ευχάριστος σταθμός σε μια ισορροπημένη πορεία μπαίνει σε περιπέτειες. Ωστόσο, η περιπέτεια του απρόοπτου αποδίδεται με τον μελαγχολικό τόνο που αρμόζει σε ένα ζευγάρι Βρετανών που έχουν αποτραβηχτεί εδώ και χρόνια στην εξοχή, έχουν εναρμονιστεί σε χαλαρούς ρυθμούς και αναγκαστικά έχουν κατεβάσει τις ταχύτητες της νιότης, χωρίς να έχουν πάρει ενσυνείδητη απόφαση να αλλάξουν το παρελθόν τους.
Η ηλικία τους είναι ο τρίτος, οργανικός πρωταγωνιστής, μαζί με τον Τζεφ και την Κέϊτ. Η ηρεμία που τους διακρίνει δεν περιγράφεται ως ισοπεδωτική εγκατάλειψη αλλά ως μια σιωπηλή οικειότητα, το χαρακτηριστικό των ανθρώπων που τα έχουν βρει χωρίς να προσπαθήσουν και να τρώγονται.
Η έννοια του έρωτα τίθεται σε αμφισβήτηση ή, καλύτερα, στο σωστό της πλαίσιο, ύστερα από πολλά χρόνια λήθαργου. Ξαφνικά, ένα ανδρόγυνο έχει κάτι να χωρίσει, κάτι που μπορεί να τους χωρίσει, όχι ακριβώς σαν κι εκείνα που κραυγάζουν (όπως η απιστία ή οι διαφωνίες) αλλά μια πιο κρυφή και πολύπλοκη υπενθύμιση πως οι σχέσεις θέλουν δουλειά για να παραμείνουν ζωντανές.
Ο σκηνοθέτης Άντριου Χέι μας έχει δείξει στο εξαιρετικό, και εξίσου χαμηλόφωνο, Weekend, με πρωταγωνιστές ένα gay ζευγάρι και τον τρόπο που πλησιάζονται, δένονται και απομακρύνονται, ότι γνωρίζει πώς να χειρίζεται χαρακτήρες, κυρίως μέσα από έναν ψυχολογικό μηχανισμό, χωρίς να χρειάζεται να καταφύγει σε θορυβώδεις κλυδωνισμούς και αναίτιες προστριβές.
Στο πνεύμα της εσωτερικότητας της ταινίας, ο Τζεφ δρα στην αρχή δίνοντας την υπόνοια μιας σοβαρότερης σχέσης απ' ό,τι επιλέγει να θυμάται η σύζυγός του – ή μήπως ο ίδιος ποτέ δεν θέλησε να αποκαλύψει τη συναισθηματική επένδυση σε μια γυναίκα που χάθηκε άδοξα, από έναν λάθος υπολογισμό, σε μια αλπινιστική εκδρομή, γιατί δεν είχε ποτέ τον χρόνο να πενθήσει ουσιαστικά για το μέλλον που διακόπηκε απότομα; Η Κέιτ, από την άλλη, μετά τις πρώτες διερευνητικές ερωτήσεις, με ψυχραιμία και αξιοπρέπεια, ξεκινά το επώδυνο ταξίδι της αμφιβολίας, όταν τη ζώνει η πραγματική υπαρξιακή αγωνία (κι όχι αυτή που προέρχεται από το ουδέτερο άθροισμα των χρόνων της κοινής ζωής) στην ανάποδη προοπτική του χαμένου χρόνου: τι είναι, άραγε, χειρότερο, να ξέρει πως ο άνδρας με τον οποίο είναι παντρεμένη εδώ και 45 χρόνια, αν έπρεπε να διαλέξει, θα έμενε πάντα με την πρώτη και ίσως μεγάλη του αγάπη, ή να κάνει πως δεν την πειράζουν τα πεπρωμένα και οι υποθέσεις, από τη στιγμή που η ζωή μαζί του δεν παρουσίασε πρόβλημα; Γιατί να μπει στη διαδικασία να δυναμιτίσει αναδρομικά τις συμβιωτικές «ωδίνες» με μονόδρομο τη βουβή δυστυχία της;
Ευτυχώς, οι σκέψεις αυτές δεν προκύπτουν αυθαίρετα, αλλά εκφέρονται θεσπέσια από την υπαινικτική και ταυτόχρονα μεγαλειώδη ερμηνεία της Σάρλοτ Ράμπλινγκ στον καλύτερο με διαφορά ρόλο της καριέρας της. Ο σπουδαίος Τομ Κόρτνι την υποστηρίζει απόλυτα σε ένα ρεσιτάλ συμπυκνωμένης εγκράτειας-σεμινάριο που δηλώνει την πλήρη ωρίμανση μιας τολμηρής ηθοποιού. Την ίδια στιγμή, ο σκηνοθέτης αποφεύγει την εύκολη ελεγειακή λύση της αφήγησης, προτιμώντας μια ρεαλιστική μελαγχολία, εναρμονισμένη με τα γκρίζα σύννεφα που σκεπάζουν την αναμενόμενη παθητικότητα της τρίτης ηλικίας.