Η «Ανασκαφή» είναι μια μεγάλη, συμβολική παρομοίωση: η σημασία της ανακάλυψης του θαμμένου θησαυρού του Σάτον Χου, στα περίχωρα του Σάφολκ, ήταν μια απόφαση ζωής (και θανάτου) της εύπορης χήρας Ίντιθ Πρίτι και ταυτόχρονα αναπάντεχη τόνωση στο καταρρακωμένου ηθικού μιας χώρας που βάδιζε ολοταχώς στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το πλωτό χρυσωρυχείο που ανασύρθηκε από τους θυσάνους της γης που εκτείνεται πέρα και γύρω από την έπαυλη της ευγενούς κυρίας έριξε φως στην αγγλοσαξονική αρχαιολογία του έβδομου αιώνα και συνέδεσε την Αγγλία με το Βυζάντιο με απτές αποδείξεις, καθώς, ανάμεσα στα χρυσά και ασημένια νομίσματα, τις ζωόμορφες πόρπες και τα εγχάρακτα ελεφαντοστά βρέθηκε πιάτο με τη σφραγίδα του αυτοκράτορα Αναστασίου Α'.
Αν και δεν είχε ιδέα, τυρβάζοντας αλλού και ψάχνοντας ασήμαντα γλυπτά ρωμαϊκής περιόδου σε γειτονικές περιοχές, το ακαδημαϊκό κατεστημένο εύλογα έσπευσε να καρπωθεί το πρωτοφανές εύρημα. Ωστόσο, η οξεία διαίσθηση της Πρίτι, η σιγουριά της πως κάτω από τους ταφικούς τύμβους που καλύπτονταν από τα άχυρα των αγρών αναπαυόταν μια σημαντική κληρονομιά και η εμπειρική γνώση του υπομονετικού, συστηματικού βοηθού της στο εγχείρημα, του Μπράουν, άνοιξαν διάπλατα τον δρόμο σε μια σειρά ευρημάτων, για τα οποία σήμερα καμαρώνει το Βρετανικό Μουσείο.
Αν και Αυστραλός, βασικά θεατρικός σκηνοθέτης, ο Σάιμον Στόουν συνέλαβε εύστοχα την απαραίτητη βρετανικότητα που προϋποθέτει η «Ανασκαφή» και απέδωσε άνετα το ανοιχτό τοπίο που παίζει ρόλο στη δραματικότητα μιας ταινίας με χαρακτήρες.
Ο Μπράουν, ερμηνευμένος υποδειγματικά από τον Ρέιφ Φάινς, είναι αυτοδίδακτος, ένας ερασιτέχνης σκαφτιάς και όχι αρχαιολόγος, όπως υπενθυμίζει, χωρίς ίχνος αυτολύπησης ή ηττοπάθειας, έμαθε την τέχνη (ή την τεχνική της ειδικευμένης ιχνηλάτησης στη συγκεκριμένη περίπτωση) από τον πατέρα του και γνωρίζει τα χώματα της παραθαλάσσιας πατρογονικής κομητείας του όσο κανείς άλλος.
Η Πρίτι (Κάρι Μάλιγκαν, σε μια πειστική απόδοση μετρημένης αριστοκράτισσας) δεν έχει πλάνο, αν και βιάζεται να πιάσει το νήμα του χρόνου: η ασθένειά της τής αφαιρεί σφρίγος και διάθεση, νοιάζεται για τον μικρό γιο της, ανησυχεί για τον περιπετειώδη αδελφό της και πασχίζει να ενώσει εσπευσμένα, διορατικά και υπερβατικά την ιστορία που κρύβεται στην περιουσία της με το μέλλον που γλιστρά από το λυπημένο βλέμμα της.
Μέσα στη ρουτίνα μιας ακόμη δουλειάς γι' αυτόν, ο Μπράουν σταδιακά αντιλαμβάνεται πως δεν έχει αναλάβει μια τυπική ανασκαφή αλλά έργο ζωής που ενδεχομένως θα αναβαθμίσει το ταπεινό status του.
Ξεκινά διεκδικώντας από την Πρίτι το μεροκάματο που αξίζει, ρισκάροντας μια καλή ευκαιρία με τίμημα την αξιοπρέπειά του, συνεχίζει με κίνδυνο την ίδια του τη ζωή, όταν από κακό υπολογισμό βρίσκεται θαμμένος στα γνώριμα χώματα, και φτάνει στην κρίσιμη καμπή μιας μεγάλης διαδρομής: θα παραμείνει ένας ντόπιος εντολοδόχος χειρωνακτικών εργασιών, αθόρυβος και εξαφανισμένος από κάθε εύρημα που ξεσκεπάζει, ή θα αναβαθμιστεί δίκαια, ως σημαντικός παράγοντας στον θησαυρό που διαφαίνεται πως θα αλλάξει πολλά στον χώρο του;
Ο διευθυντής του μουσείου, σε ένα πορτρέτο ακριβείας από τον Κεν Στοτ, φυσικά τον σνομπάρει: ποιος νομίζει πως είναι ο σκαπανέας, ο χωριάτης με την πρωτόγονη μέθοδο και τη βαριά προφορά, που θέλει και αναγνώριση, αν όχι ένα ακόμη ζευγάρι χέρια στην υπηρεσία του Στέμματος; Ευτυχώς, η Πρίτι, ιδιοκτήτρια του πολύτιμου οικοπέδου, διαθέτει ευφράδεια που αρκεί και περισσεύει και για λογαριασμό του λακωνικού «λαγωνικού» της και προεδρεύει της επιχείρησης, καθισμένη σε εποπτική θέση με τα κομψά ρούχα και το παρασόλ της.
Αν και Αυστραλός, βασικά θεατρικός σκηνοθέτης, ο Σάιμον Στόουν συνέλαβε εύστοχα την απαραίτητη βρετανικότητα που προϋποθέτει η «Ανασκαφή» και απέδωσε άνετα το ανοιχτό τοπίο που παίζει ρόλο στη δραματικότητα μιας ταινίας με χαρακτήρες που ενισχύουν τη λεπτή σχέση του «επίμονου κηπουρού» της Ιστορίας με μια εύθραυστη γυναίκα που βρίσκει ψυχικό σθένος στο τέλος εποχής ‒ και στη δική της εκπνοή.
Η Ανασκαφή προβάλλεται από τις 29 Ιανουαρίου στο Netflix
σχόλια