Υπάρχει ένα δωμάτιο στο Μανχάταν που αποτελεί ιερό χώρο για κάθε κινηματογραφόφιλο. Κάποτε ήταν αχρησιμοποίητο μπάνιο στα κεντρικά γραφεία της Criterion Collection, της εταιρείας που επί 40 χρόνια συγκεντρώνει τις σπουδαιότερες ταινίες από όλο τον κόσμο και τις διαθέτει στο κοινό μέσα από εκδόσεις υψηλής ποιότητας σε DVD, Blu-ray και πιο πρόσφατα μέσω της υπηρεσίας streaming του Criterion Channel.
Σήμερα η Criterion χρησιμοποιεί αυτόν τον χώρο ως αρχείο στο οποίο μπορεί κανείς να βρει τις ταινίες 600 σκηνοθετών από περισσότερες από 50 χώρες – ένας μακρύς κατάλογος ο οποίος περιλαμβάνει τα σημαντικότερα κινηματογραφικά επιτεύγματα στην ιστορία του κινηματογράφου, ένα είδος σινεφιλικού Hall of Fame. Επί τέσσερις δεκαετίες, χάρη σε έναν συνδυασμό τύχης, εμμονής και καλού γούστου, η εταιρεία των 55 ατόμων έχει γίνει ο κριτής του τι κάνει μια ταινία σπουδαία. Και η γνώμη της μετράει πολύ περισσότερο από οποιασδήποτε εταιρείας παραγωγής του Χόλιγουντ ή από οποιαδήποτε τελετή απονομής βραβείων.
Για περισσότερο από μια δεκαετία το αρχείο της Criterion έχει επίσης χρησιμεύσει ως σκηνικό της δημοφιλούς διαδικτυακής σειράς βίντεο «Closet Picks», στην οποία ηθοποιοί και σκηνοθέτες επιλέγουν τους αγαπημένους τους τίτλους από τη συλλογή της Criterion. Το 2022 ήταν καλεσμένοι ο σκηνοθέτης του «Tàr» Todd Field και η πρωταγωνίστριά του Cate Blanchet. Ο Field εξήρε τους «Ξύλινους σταυρούς» του Raymond Bernard ως «μία από τις καλύτερες πολεμικές ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ», ενώ η Blanchet ξεχώρισε την ταινία «Η ανάβαση» της Larisa Shepitco ως κάτι που «πρέπει να αποτελεί κτήμα όλων των ανθρώπων σε όλο τον κόσμο». Κανείς από τους δύο δεν αναφέρθηκε στο «Tàr» που υποτίθεται ότι προωθούσαν· μέσα στο αρχείο ακόμη και οι μεγαλύτεροι σταρ καταλήγουν σε μια κατάσταση εφηβικής οπαδικής φρενίτιδας. Ο Field είπε σχετικά: «Εδώ δεν χωράει ο κυνισμός. Είναι όλα αγάπη. Όλα έχουν να κάνουν με το γιατί οι άνθρωποι κάνουν αυτό που κάνουν και πόσο ισχυρές είναι οι ταινίες για εμάς».
Η επιτυχία της Criterion στη διαχείριση όμορφων, παράξενων και «δύσκολων» ταινιών είναι ακριβώς ο δρόμος που δεν έχει ακολουθήσει το μεγαλύτερο μέρος του Χόλιγουντ. Μια σταθερή πίστη στην αξία της ανθρώπινης δημιουργικότητας και επιμέλειας έναντι οποιουδήποτε προϊόντος βγαλμένου από αλγόριθμο.
Κάθε χρόνο, η Criterion επιλέγει 50 ή 60 νέες ταινίες για να τις προσθέσει στον κατάλογό της, ο οποίος σήμερα περιλαμβάνει περί τις 1.650 ταινίες. Ορισμένοι σκηνοθέτες του Χόλιγουντ κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους ώστε να μπουν οι ταινίες τους –ή οι αγαπημένες τους παλιές ταινίες– στη λίστα. Για την πλειονότητα των κινηματογραφόφιλων, η Criterion είναι λίγο σαν το Λούβρο, αλλά «με μια χιπ αύρα», όπως λέει ο συγγραφέας και σκηνοθέτης Josh Safdie. Όταν η ταινία του «Uncut Gems», την οποία σκηνοθέτησε μαζί με τον αδελφό του, Benny, μπήκε στη συλλογή της Criterion στη θέση Νο 1101, ήταν σαν να είχε «τρυπώσει» στο μουσείο που ανέκαθεν θαύμαζε. «Το ότι είμαστε μέρος της συλλογής είναι κάτι για το οποίο είμαστε και οι δύο απίστευτα περήφανοι. Μπορεί να ακούγεται τετριμμένο, αλλά είναι σημαντικότερο από τα βραβεία» λέει.
Η Criterion ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980 με την κυκλοφορία ταινιών σε VHS και LaserDisc –πρόδρομος των DVD με τη συγκριτικά τεράστια διάμετρο των 12 ιντσών– και κατάφερε να παραμείνει ενεργή αλλά και κερδοφόρα χάρη σε μια σειρά τεχνολογικών επαναστάσεων που έφεραν τα πάνω κάτω στη βιομηχανία του κινηματογράφου. Ενώ οι εταιρείες παραγωγής και οι πλατφόρμες streaming κυνηγούν το κοινό γούστο με ατελείωτες συνέχειες και spinoffs, προσπαθώντας να ανανεώσουν το ενδιαφέρον του κόσμου με παλιές ιδέες, η Criterion έχει χτίσει μια σειρά επιλογών που το κοινό εμπιστεύεται ότι θα το οδηγήσει ακόμη και στις πιο σκοτεινές γωνιές του κινηματογραφικού σύμπαντος.
Η επιτυχία της Criterion στη διαχείριση όμορφων, παράξενων και «δύσκολων» ταινιών είναι ακριβώς ο δρόμος που δεν έχει ακολουθήσει το μεγαλύτερο μέρος του Χόλιγουντ. Μια σταθερή πίστη στην αξία της ανθρώπινης δημιουργικότητας και επιμέλειας έναντι οποιουδήποτε προϊόντος βγαλμένου από αλγόριθμο.
Την άνοιξη του 1992, έναν χρόνο αφότου ανέλαβε τη διεύθυνση της Criterion, ο Michael Nash δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από τον David Bowie. Ήθελε να του μιλήσει για την ταινία του Nicolas Roeg «The Man Who Fell to Earth» του 1976, στην οποία πρωταγωνιστούσε ως εξωγήινος επισκέπτης που μεταμφιέζεται σε άνθρωπο και υποκύπτει στην ανθρώπινη κατάσταση. Ο Nash είχε δει την ταινία λίγο παλιότερα και την είχε βρει καταπληκτική αλλά συγχρόνως ακατανόητη. Όπως του εξήγησε ο Bowie, ο λόγος για τον οποίο το κοινό δεν μπορούσε να βγάλει νόημα, ήταν γιατί έλειπαν 18 λεπτά που είχαν κοπεί από την εταιρία διανομής. Είχαν κατακρεουργήσει την ταινία και ο πρωταγωνιστής έλπιζε ότι η Criterion θα μπορούσε να εξετάσει το ενδεχόμενο να κυκλοφορήσει την αρχική εκδοχή της σε LaserDisc. Το αποτέλεσμα της συνομιλίας τους ήταν ο ηχητικός σχολιασμός του «The Man Who Fell to Earth» από τον Bowie για την έκδοση της Criterion, η οποία κυκλοφόρησε σε LaserDisc τον Μάρτιο του 1993 και έγινε γρήγορα cult.
Η Criterion ιδρύθηκε από τον πρωτοπόρο του CD-ROM Bob Stein, τη σύζυγό του, Aleen Stein, και το πρώην στέλεχος της Warner Brothers, Roger Smith, για να εξερευνήσουν τις τεχνολογικές δυνατότητες του LaserDisc. Το τότε νέο format μπορούσε να φιλοξενήσει πολλαπλά audio tracks και επέτρεπε στους θεατές να σταματήσουν σε οποιοδήποτε καρέ μιας ταινίας χωρίς να παραμορφώνεται η εικόνα. Η Criterion εντόπιζε το αρχικό αρνητικό ή την καλύτερη δυνατή προτυπωμένη έκδοση μιας ταινίας και στη συνέχεια προσλάμβανε τεχνικούς για να τη σκανάρουν, να αφαιρέσουν τις ατέλειες όταν και όπου κάτι τέτοιο ήταν δυνατόν και να διορθώσουν τα χρώματα που μπορεί να είχαν ξεθωριάσει ή να είχαν αλλοιωθεί με την πάροδο του χρόνου. «Το όραμα», όπως λέει η Rebekah Audic, επικεφαλής σχεδιασμού της Criterion από το 1991 έως το 1994, «ήταν να αποκτήσει ο κόσμος πρόσβαση σε όλες αυτές τις σπουδαίες ταινίες».
Πριν από την εμφάνιση του βίντεο για οικιακή χρήση στα τέλη της δεκαετίας του 1970, οι ταινίες που είχαν κάνει τον κύκλο τους στις αίθουσες δεν είχαν ιδιαίτερη χρησιμότητα για τις εταιρείες του Χόλιγουντ. Καθώς δεν ήταν πια κερδοφόρες, είτε τις κατέστρεφαν είτε τις μετέφεραν σε αρχεία, όπου κινδύνευαν από φωτιά, φθορά και αποχρωματισμό. Οι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί ηγήθηκαν του κινήματος για τη διατήρηση και την αποκατάσταση των κινηματογραφικών ταινιών, μέχρι που η Criterion βοήθησε στη δημιουργία μιας αγοράς γι’ αυτές. Η πρώτη κυκλοφορία της εταιρείας ήταν μια έκδοση LaserDisc του «Πολίτη Κέιν» που περιλάμβανε συμπληρωματικό υλικό, όπως ένα βιντεοσκοπημένο δοκίμιο και εκτενείς σημειώσεις για την προέλευση του αρνητικού από το οποίο έγινε η αποκατάσταση. Ακολούθησε το «King Kong», το οποίο περιείχε τον πρώτο ηχητικό σχολιασμό ταινίας, εμπνευσμένο από ιστορίες που αφηγούνταν ο ιστορικός του κινηματογράφου Ronald Haver.
Η Criterion διέδωσε την πρακτική του letterboxing, δηλαδή της παρουσίασης μιας ταινίας στην αρχική της αναλογία διαστάσεων, προσθέτοντας μαύρες μπάρες στο πάνω και στο κάτω μέρος της οθόνης αντί να περικόπτει την εικόνα για να χωρέσει σε μια τυπική οθόνη τηλεόρασης. Ο σχολιασμός του σκηνοθέτη ήταν μια άλλη καινοτομία της Criterion. Από τους πρώτους που συνέβαλαν σε αυτό ήταν ο Μάρτιν Σκορτσέζε για τα LaserDiscs του «Ταξιτζή» και του «Οργισμένου ειδώλου», πράγμα που ήταν καθοριστικό για την επιρροή του σε μια ολόκληρη γενιά νέων σκηνοθετών. Όπως λέει ο Wes Anderson, «έμαθα από τον Σκορσέζε, από αυτόν τον σχολιασμό, πώς πετύχαιναν αυτά τα πλάνα. Νομίζω ότι πήρα μια αίσθηση της προσέγγισής του με τους ηθοποιούς, και του πώς ορισμένες πτυχές αυτών των ταινιών είχαν αποκτήσει ντοκιμαντερίστικη διάσταση».
Όταν η κλασική δυστοπική ταινία «Brazil» του Terry Gilliam μπήκε το 1996 στη συλλογή ως ειδική έκδοση, ο σκηνοθέτης άδραξε την ευκαιρία να καλέσει τους θεατές να πάρουν θέση στην υπερπροβεβλημένη από τον Τύπο διαμάχη του με τον επικεφαλής της Universal Pictures, Sidney Sheinberg. «Είχαν κόψει σχεδόν όλες τις σκηνές φαντασίας», λέει ο Gilliam. «Έκαναν μια διαφορετική ταινία από την οποία τελικά έλειπαν 20 λεπτά υλικού». Εκείνος επέμενε να συμπεριλάβει η Criterion τόσο το δικό του μοντάζ όσο και την εκδοχή της Universal ώστε να μπορεί να αποφασίσει κανείς ποιος είχε το δίκιο με το μέρος του.
Η Criterion δεν φοβήθηκε ποτέ να κοιτάξει και πέρα από τα μεγάλα και εμπορικά ονόματα. Όταν κυκλοφόρησε το «Peeping Tom», το ψυχοσεξουαλικό θρίλερ του Άγγλου σκηνοθέτη Michael Powell που γυρίστηκε τη δεκαετία του '60, η εταιρεία επέλεξε τη φεμινίστρια Laura Mulvey, συγγραφέα του σημαντικού δοκιμίου «Visual Pleasure and Narrative Cinema», το οποίο ανέδειξε την έννοια του «ανδρικού βλέμματος», για να μιλήσει για την ταινία. Μέσα στα χρόνια τέτοιου είδους αποφάσεις μετέτρεψαν έναν απλό διανομέα ταινιών σε δημιουργό κινηματογραφικής κουλτούρας.
Καθώς περνούσε ο καιρός και ο κατάλογός της μεγάλωνε, το ίδιο συνέβαινε και με την αίσθηση των διευθυντών της Criterion ότι η συλλογή θα μπορούσε να γίνει κάτι περισσότερο από ένα απλό αρχείο – ότι θα έπρεπε να έχει κάτι να πει και για τον σύγχρονο κινηματογράφο. Στη σύντομη θητεία του στο τιμόνι της εταιρείας, ο Nash επικεντρώθηκε στην απόκτηση νεότερων ταινιών που θεωρούσε «εμπορικά ενδιαφέρουσες και πολιτιστικά σημαντικές», όπως το «Short Cuts» του Robert Altman και το δυστοπικό αριστούργημα «Akira» του Katsuhiro Otomo. Έκανε επίσης την Criterion έναν πρώιμο υποστηρικτή του νέου κύματος του αφροαμερικανικού κινηματογράφου, κυκλοφορώντας εκδόσεις LaserDisc ταινιών νέων σκηνοθετών όπως ο John Singleton («Boyz N the Hood») και οι αδελφοί Hughes («Menace II Society»). Έναν χρόνο μετά την αποχώρηση του Nash από την εταιρεία κυκλοφόρησε το LaserDisc με το «Do the Right Thing», την πρώτη από τις τρεις ταινίες του Spike Lee που εντάχθηκαν στη συλλογή.
Το προσωπικό της Criterion ήταν λιγότεροι από 50 υπάλληλοι, ο καθένας με διαφορετικά ενδιαφέροντα και γούστα. Σύντομα αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν το ερώτημα «Τι κάνει μια ταινία άξια να συμπεριληφθεί στη συλλογή Criterion;». Το 1989, η πιο αμφιλεγόμενη επιλογή της εταιρείας ήταν το «Ghostbusters», μια κωμωδία με πρωταγωνιστή τον Bill Murray, η οποία απέφερε περισσότερα από 200 εκατομμύρια δολάρια στο box office. Ήταν σημαντική, αλλά με διαφορετικό τρόπο από ό,τι ήταν οι ταινίες του Bergman και του Kurosawa. Ήταν σημαντική επειδή την παρακολούθησε πολύς κόσμος. Ορισμένοι διαφώνησαν και ένας παραγωγός της Criterion κυκλοφόρησε ένα δεκασέλιδο εσωτερικό υπόμνημα εναντίον της απόφασης να συμπεριληφθεί η ταινία στη συλλογή.
Στα τέλη της δεκαετίας του '90, όταν η Criterion μετατοπίστηκε στο DVD, η εταιρεία είχε ένα δοκιμασμένο πρότυπο αλλά και την επιθυμία να συνεχίσει να αναπτύσσεται. Άρχισε να μη φοβάται να ξεπεράσει τα όρια. Κυκλοφόρησε μια συλλογή από μουσικά βίντεο των Beastie Boys και τις πειραματικές ταινίες του Stan Brakhage. Το πολιτιστικό κύρος της είχε αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό που η ένταξη στη συλλογή μπορούσε να ενισχύσει τις πωλήσεις ενός νέου σκηνοθέτη καθώς και τη φήμη του. Η Kelly Reichardt, της οποίας οι ταινίες «Certain Women» και «Old Joy» άργησαν να μπουν στη συλλογή, λέει ότι εκείνη την εποχή η σφραγίδα Criterion σήμαινε ότι θα αποκτούσες αποκλειστικό χώρο στο ράφι των βιντεοκλάμπ μαζί με τους μεγάλους άνδρες σκηνοθέτες.
Εξηγεί: «Την εποχή των βιντεοκλάμπ, ήταν πολύ δύσκολο να βρεις ράφι αν ήσουν γυναίκα». Γενικότερα υπήρχε η άποψη ότι στήριζαν αποκλειστικά λευκούς, άντρες σκηνοθέτες. Μέχρι που τον Αύγουστο του 2020 οι «New York Times» δημοσίευσαν το άρθρο «How the Criterion Collection Crops Out African-American Directors». Με αφορμή τη δολοφονία του George Floyd, η εταιρεία ξεκίνησε να διορθώνει τις επιλογές της κι έτσι σύντομα κυκλοφόρησε ταινίες του Steve McQueen και του Ousmane Sembène και πρόσθεσε, μεταξύ άλλων, τον Marlon Riggs και τη Cheryl Dunye, της οποίας η ρομαντική κωμωδία «The Watermelon Woman» του 1996 αποτελεί ορόσημο για την indie αναγέννηση της δεκαετίας του '90 και του queer μαύρου κινηματογράφου.
Η Criterion έχει διαμορφώσει γενιές κινηματογραφιστών που μεγάλωσαν υπό την επιρροή της. Ο Josh Safdie λέει ότι παρακολούθησε αμέτρητες κυκλοφορίες της Criterion στο γυμνάσιο, ξεκινώντας με τους «Επτά Σαμουράι» του Kurosawa και το «M» του Fritz Lang. Πήρε την πρώτη του γεύση από τη σκηνοθετική διαδικασία από ένα ντοκιμαντέρ που περιλαμβάνεται στο DVD της Criterion για την ταινία «Rushmore» του Wes Anderson. Στο συμπληρωματικό υλικό του DVD της Criterion για «Τα 400 χτυπήματα» του Francois Truffaut είδε πρώτη φορά την κασέτα της οντισιόν ενός ηθοποιού. «Τότε, ήσουν τυχερός αν υπήρχε ένα κινηματογραφικό τρέιλερ ως έξτρα σε ένα DVD. Το να ρίχνεις μια ματιά στη διαδικασία του Truffaut ήταν πραγματικά ξεχωριστό» συμπληρώνει.
Seven Samurai
Η χαρακτηριστική οπτική ταυτότητα της Criterion άρχισε να αναδύεται στις αρχές της δεκαετίας του '90, όταν η Audic, η πρώην επικεφαλής του τμήματος σχεδιασμού, άρχισε να ενισχύει το καλλιτεχνικό προσωπικό της με στόχο «να δείξει πραγματικά τη δύναμη αυτών των ταινιών μέσα από τα σχέδια των εξωφύλλων», όπως λέει. Για να γίνει αυτό ήταν μερικές φορές απαραίτητο να περάσει από κάθε καρέ της ταινίας σε αναζήτηση της τέλειας εικόνας.
Όταν ο Wes Anderson άρχισε να συνεργάζεται με την Criterion για τις κυκλοφορίες των ταινιών του σε DVD, οι σχεδιαστές του εξωφύλλου ενσωμάτωσαν εικονογραφήσεις που είχε κάνει ο αδελφός του, Eric Chase Anderson, στο πλαίσιο της διαδικασίας της προ-παραγωγής. Ο Anderson, ο οποίος ζήτησε να μην αφαιρεθούν λεκτικά τικ όπως τα «εεε» από τον σχολιασμό του, λέει ότι πάντα θαύμαζε το γεγονός ότι τα εξώφυλλα της Criterion «έτειναν να είναι πιο περιπετειώδη από ό,τι ενός κινηματογραφικού στούντιο. Η δουλειά που γίνεται από το καλλιτεχνικό τμήμα της είναι δημιουργικά εφάμιλλη των διάσημων ιμπρεσιονιστών σχεδιαστών κινηματογραφικών αφισών της Πολωνίας της σοβιετικής εποχής».
Ο υπεύθυνος mastering, Lee Kline, έχει μια αυστηρή προσέγγιση στο μοντάζ, που ξεκινάει με τη διατήρηση της πρόθεσης του σκηνοθέτη και όχι του αποτελέσματος που πέτυχε. Λέει ότι τα πραγματικά καθήκοντά του σε κάθε έργο ποικίλλουν σημαντικά ανάλογα με τον κινηματογραφιστή και το αρχικό υλικό. Ο Michael Mann, για παράδειγμα, θέλει τα ψηφιακά αντίγραφα των ταινιών του να είναι πιστά στην κόπια των 35 χιλιοστών, ενώ ο John Waters εκμεταλλεύεται στο έπακρο την ικανότητά του να βελτιώνει την εμφάνιση ταινιών που γυρίστηκαν αρχικά με πολύ λίγα χρήματα. «Θέλει να κάνει τις ταινίες να φαίνονται όσο το δυνατόν καλύτερες, ενώ όλοι πάντα πιστεύουν ότι μάλλον θα ήθελε να τις κάνει να φαίνονται όσο το δυνατόν χειρότερα», εξηγεί για τον σκηνοθέτη του «Ροζ φλαμίνγκο». «Αντιθέτως! Θέλει να μοιάζουν με τις ταινίες του Bergman».
Υπάρχουν περιπτώσεις που ο Kline εργάζεται για χρόνια στην αποκατάσταση ενός έργου, όπως με τις ταινίες «Pather Panchali», «Aparajito» και «Apur Sansar» του Satyajit Ray, τρεις ταινίες του δεύτερου μισού της δεκαετίας του 1950 που είναι γνωστές ως «Η τριλογία Apu». Ο αείμνηστος Ινδός σκηνοθέτης ήταν αγαπητός από τους μεγάλους σκηνοθέτες του κινηματογράφου, αλλά δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστός στους σινεφίλ. Για να αλλάξει αυτό μέσω της κυκλοφορίας ενός box set της Criterion απαιτήθηκε η αποκατάσταση τμημάτων των ταινιών της τριλογίας που είχαν υποστεί σοβαρές ζημιές από πυρκαγιά.
Ο Kline επισκεύασε ό,τι μπορούσε, βρήκε άλλες πηγές για να αντικαταστήσει ό,τι δεν μπορούσε και τις πάντρεψε ψηφιακά με τέτοιον τρόπο ώστε να ταιριάζουν. Το εγχείρημα τού προξένησε μεγάλο άγχος. «Νιώθεις το κινηματογραφικό βάρος του κόσμου στους ώμους σου όταν ασχολείσαι με αυτά τα κλασικά έργα», λέει. «Μια λάθος κίνηση και η κόπια μπορεί να καταστραφεί ανεπανόρθωτα, να χαθεί άλλη μια σπουδαία ταινία της ιστορίας του κινηματογράφου».
Το 2019, μετά την ξαφνική κατάρρευση της δημοφιλούς συνεργασίας της με το TCM για streaming με την ονομασία FilmStruck, η Criterion ξεκίνησε αυτόνομη συνδρομητική υπηρεσία streaming, η οποία διαθέτει ένα ευρύτερο φάσμα ταινιών από αυτές που περιλαμβάνονται στη συλλογή. Ο Jason Altman, παραγωγός της Criterion, λέει: «Το απότομο κλείσιμο του FilmStruck ήταν έργο των αφεντικών της Warner Brothers και υπάρχει μια αίσθηση ανακούφισης για την απαλλαγή από τέτοιες σχέσεις. Ήταν μια τεράστια ευκαιρία για την Criterion, νομίζω, από αισθητική άποψη, από άποψη περιεχομένου, να έχουμε τον δικό μας χώρο και τη δική μας θέση στον νέο κόσμο του streaming».
Η Criterion πήρε μια συνειδητή απόφαση να χρησιμοποιήσει την τεχνολογία του streaming με διαφορετικό τρόπο από όλους τους άλλους. Αντί για έναν αλγόριθμο, οι θεατές οδηγούνται σε αυτό που μπορεί να θέλουν να παρακολουθήσουν μέσω μεθοδικής επιμέλειας: βιντεοσκοπημένα δοκίμια, συνεντεύξεις με σκηνοθέτες και μπλοκ προγραμματισμού που μοιάζουν με αυτά που κάποτε ήταν συνηθισμένα στις ανεξάρτητες κινηματογραφικές αίθουσες σε όλη την Αμερική. Κάποια απλά, όπως οι αναδρομικές προβολές που εξυμνούν συγκεκριμένους σκηνοθέτες, άλλα εξειδικευμένα όσο οι συλλογές που είναι αφιερωμένες σε σκοτεινά είδη, όπως το «gaslight noir» και το «gothic noir».
Το πλεονέκτημα αυτής της επιμέλειας, λέει η Kelly Reichardt, είναι ότι «δεν αισθάνεσαι ότι έχεις μπει σε ένα εμπορικό κέντρο και ότι θα εξαντληθείς». Ο Todd Field διηγείται μια ιστορία για όταν δούλευε σε ένα εστιατόριο του Μανχάταν το 1984 και τον «έσπρωξαν» να δει ένα φεστιβάλ κινηματογράφου στο Lincoln Center με ταινίες του Victor Nuñez, του Jim Jarmusch, των αδελφών Coen και του Wim Wenders. Για τον Field, αυτό είναι που αντιπροσωπεύει η Criterion: όχι έναν αλγόριθμο που λέει «αυτό θα σε ανάψει», αλλά το δώρο του να σε σπρώξουν προς το σπουδαίο σινεμά.
Με στοιχεία από το New Yorks Times Magazine