Πριν από λίγες μέρες βγήκε από την Criterion ένα κουτί με τέσσερις ταινίες της Ανιές Βαρντά. Είναι μια ιδιαίτερη γυναίκα η Βαρντά, αν και στην πρώτη εντύπωση φαίνεται συνηθισμένη. Σε εθίζει χωρίς να το καταλάβεις. Και σε δηλητηριάζει, την ώρα που τρως γλυκό.
Το μποξ περιέχει το πρώτο καλό φιλμ της «Η Κλεό από τις 5 ώς τις 7», για μια γυναίκα που μαθαίνει στο Παρίσι ότι έχει καρκίνο- ταινία που θεωρήθηκε αποφασιστική για τη νουβέλ βαγκ. Υπάρχει επίσης το «Δίχως στέγη, δίχως νόμο», με την Σαντρίν Μπόνερ στο ρόλο της περιπλανώμενης αλήτισσας (άλλες λέξεις: φυγάς, πλάνητας, vagabond, αποσυνάγωγη, πουλί δίχως φωλιά, homeless κ.λπ.) - ένα σοβαρό φιλμ για την απόλυτη και άγρια ελευθερία που μπορεί να αποκτηθεί έξω από τις νόρμες της κοινωνίας, με τίμημα τη μοναξιά και συχνά τον θάνατο.
Αλλά η ταινία που είδα πρώτη φορά και δεν ήξερα ήταν το «Le Bonheur» - «Η Ευτυχία». Ενα φιλμ διαβολικό και ύπουλο. Και πραγματικά ανατρεπτικό, 44 χρόνια μετά την πρώτη προβολή του στο σοκαρισμένο Παρίσι. Μιλά για ένα θέμα θεμελιώδες: Τι είναι η ευτυχία; Τι είναι αυτό που δίνει χαρά στους ανθρώπους και τους κάνει να πιστεύουν ότι αξίζει να ζουν; Τι είναι αυτό που τους δίνει την αίσθηση της πληρότητας - και την αναγκαία γαλήνη να ησυχάσουν από το κυνήγι της καθημερινότητας.
Η ταινία, χωρίς καμία ηθικολογία ή ρητορισμό και με εικόνες που αναφέρονται στο ευδαιμονικό ιδιοσύστημα των ιμπρεσιονιστών, δείχνει την ιστορία ενός νεαρού μαραγκού που ζει ερωτευμένος με την όμορφη μοδίστρα γυναίκα του και τα δυο παιδιά του σε ένα ανθισμένο προάστιο του Παρισιού. Είναι πλήρης, χαρούμενος, ανέμελος - τα έχει όλα και είναι ευγνώμων. Ωσπου συναντά στο ταχυδρομείο ένα ακόμα κορίτσι - όμορφο κι αυτό. Και θέλει «να προσθέσει λίγη ακόμα ευτυχία» σε αυτή που έχει. Αρχίζει και το συναντά κρυφά, χωρίς να πάψει να είναι ερωτευμένος ή να παραμελεί τη γυναίκα του. Δεν έχει μάλιστα καθόλου την αίσθηση της αμαρτίας. Οπου υπάρχει χαρά κι απόλαυση, απλώνει το χέρι. Δεν θέλει να πληγώνει κανέναν -θέλει απλώς να χαρεί όσο μπορεί. Τώρα που μπορεί.
Και μοιραία, κάποια στιγμή, σε μια οικογενειακή εκδρομή στο ποτάμι και το δάσος (που θυμίζει Ρενουάρ πρεσβύτερο, Κάιν νεότερο) το λέει στη γυναίκα του, χωρίς βάρος, σχεδόν απερίσκεπτα, με την εξής λογική: «Είμαι ερωτευμένος μαζί σου και η αγάπη μου δεν έχει καταπέσει ποτέ. Ποτέ δεν σε παραμέλησα, αλλά ήθελα να προσθέσω λίγη ακόμα ευτυχία στην ευτυχία μου. Είμαστε σε ένα χωράφι πλήρεις, εμείς και τα παιδιά μας, και στο διπλανό χωράφι είδα, ξαφνικά, ένα δέντρο αλλιώτικο, με φρούτα - ήθελα να τα κόψω, γιατί είναι όμορφα και τα θέλω κι αυτά».
Η γυναίκα του τον ακούει με έκπληξη και φαινομενική κατανόηση, κάνουν έρωτα κι όταν αυτός ξυπνά, την ψάχνει και τη βρίσκει πνιγμένη στο ποτάμι - κανείς δεν ξέρει αν είναι ατύχημα ή αυτοκτονία. Πενθεί και μετά από λίγους μήνες, το κορίτσι του ταχυδρομείου παίρνει τη θέση της νεκρής συζύγου κι η ευτυχία ανθίζει πάλι, σκληρότατη και αμνήμων, στη νέα οικογένεια.
Οταν η ταινία προβλήθηκε στο Παρίσι, το 1964, η πόλη χωρίστηκε στα δύο. Ο ήρωας ακόμα προκαλεί αμηχανία: είναι υπαρξιακά σοφός ή απλώς κτηνάρα; Τα θέλει όλα δικά του ή αυτό είναι μια φυσιολογική λαχτάρα για ζωή; Τι είναι τελικά η ευτυχία; Εφιδρώσεις της στιγμής ή η αίσθηση ότι πειθαρχείς μέσα στη νάρκη ενός συγκεκριμένου κώδικα (οικογένεια, γάμος, επιτυχία στη δουλειά κ.λπ.);
Μάλλον υπάρχουν τόσες απαντήσεις όσες και ανθρώπινες φύσεις. Ο καθένας αφήνει την επιθυμία του να εκφραστεί μέχρι το σημείο που δεν νιώθει να απειλείται - διότι η επιθυμία είναι κάτι ατίθασο και σχεδόν κυνικό. 'Αλλοι έχουν το σθένος να πουν τι θέλουν, και άλλοι προσπαθούν να προστατευθούν από αυτό που θέλουν. Συνεπώς, η ευτυχία ορίζεται από τον καθέναν, ανάλογα με τον βαθμό της ελευθερίας του.
Ο,τι κι αν είναι πάντως η ευτυχία, δεν είναι κάτι μονοσήμαντο. Οπως έλεγε κι ο Μαξ Οφίλς στο τέλος του «Plaisir»: «Η ευτυχία δεν είναι χαρούμενη».
Σας προτείνω θερμά να δείτε αυτήν τη ταινία. Είναι παράξενη, «ενοχλητική» και μοντέρνα με τον πιο απροσδόκητο τρόπο.
__________
To άρθρο γράφτηκε το 2012
σχόλια