Ένα ακριβό και αυστηρό σχολείο θηλέων οργανώνει εκδρομή στον Βράχο τον Κρεμασμένων, μια ορεινή τοποθεσία κοντά στη Μελβούρνη, την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου, πάνω στην αλλαγή 2 αιώνων, το 1900. Οι μαθήτριες, ντυμένες στα λευκά, ανοιχτόχρωμες και αθώες, απολαμβάνουν το τοπίο διαβάζοντας ποίηση, και τρεις από αυτές, μαζί με μια συνοδό, σχεδόν μαγεμένες, ανεβαίνουν λίγο ψηλότερα με αποτέλεσμα να εξαφανιστούν.
Το μυθιστόρημα της Τζόαν Λίντσεϊ γράφτηκε το 1967 και άφηνε να εννοηθεί πως αυτό που διηγούνταν δεν ήταν αποκύημα της φαντασίας της, ούτε κάποιος τοπικός θρύλος, αλλά ίσως και να ήταν αληθινό γεγονός. Τρία χρόνια μετά τον θάνατό της, το 1987, το βιβλίο ξανακυκλοφόρησε με ένα νέο, κρυφό ως τότε, κεφάλαιο που είχε γράψει η ίδια και επιβεβαίωνε πως τίποτα δεν ήταν αληθινό. Ήδη όμως αρκετοί είχαν αποκτήσει εμμονή με την ιστορία, αν και ο Πίτερ Γουίαρ δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να παίξει αυτό το παιχνίδι αλήθειας-θρύλου το 1975. Είδε στην ιστορία ένα πολυεπίπεδο υπόβαθρο για την γυναικεία φύση, τη θέση του φύλου στον 20ο αιώνα, αλλά και μια αλληγορία για την ίδια του τη χώρα γενικότερα, ένα θέμα που ήταν από τους ακρογωνιαίους λίθους του περίφημου Αυστραλιανού Νέου Κύματος, ενός από τα συναρπαστικότερα ρεύματα στην ιστορία του κινηματογράφου.
Το σχολείο τους δεν είναι τίποτα άλλο από ένα μέσο εκπαίδευσης, σε μια ζωή υπηρετική προς έναν σύζυγο-αφέντη, που τα λόγια των μεγάλων ποιητών -που τόσο θαυμάζουν-, χάνουν την αξία τους. Διόλου τυχαία αυτό συμβαίνει την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου, στη γιορτή του έρωτα, που γι' αυτές θα μείνει για πάντα μια ονείρωξη, ένα ανεκπλήρωτο ταξίδι
Οι Αυστραλοί οργανώθηκαν κινηματογραφικά στις αρχές της δεκαετίας του '70, πρώτα με κάποιες συμπαραγωγές, χρησιμοποιώντας εμπειρότερους συντελεστές από αγγλόφωνες χώρες, και μετά με ένα ταμείο που χορηγούσε έξοδα για πρώτες ταινίες νέων σκηνοθετών. Οι τελευταίοι δεν έπεσαν στην παγίδα του εύπεπτου σινεμά, αλλά κατάφεραν να φτιάξουν μια κινηματογραφική γλώσσα, με 2 βασικά θέματα να κυριαρχούν: τις κοινωνικές δομές μιας χώρας εν εξελίξει με μαζικές εισροές λευκών από την Ευρώπη που ερχόταν σε αντίθεση με τον μυστηριακό πολιτισμό των αυτοχθόνων, και κυρίως την επιρροή που είχε αυτή η σύγκρουση στο τοπίο της χώρας. Ο Νίκολας Ρεγκ που ήρθε από την Αγγλία για να γυρίσει το Walkabout το 1970, έβαλε 2 νεαρά λευκά αδέρφια να περιπλανηθούν στο φαινομενικά αφιλόξενο και ερημικό τοπίο του μεγάλου νησιού πλάι σε έναν Αβορίγινα, με αποτέλεσμα λίγα χρόνια μετά η μία ηρωίδα να ασφυκτιά στην «ασφάλεια» των τεσσάρων τοίχων και του μοντέρνου σπιτιού της. Ο Τεντ Κότσεφ είδε μια διαρκή παρακμή, ένα χρόνο αργότερα, στο συγκλονιστικό Wake in Fright, όπου λευκοί άνδρες συμπεριφέρονται ως πρωτόγονοι σε ένα περιβάλλον που μοιάζει γι΄αυτούς με επίγεια κόλαση. Η φύση είχε ρόλο σε όλα τα φιλμ, ακόμη και με μορφή χαρακτήρα σε ταινίες τρόμου, όταν εκδικήθηκε ένα νεαρό ζευγάρι για τους ρύπους και τους καυγάδες του στο Long Weekend του 1978.
Ο Γουίαρ όμως έκανε την γνωστότερη ταινία αυτής της περιόδου, ένα μικρό θαύμα, δεδομένων των οικονομικών περιορισμών που είχε. Οι εικόνες της εκδρομής στο βουνό διατηρούν μια πανίσχυρη δύναμη ως σήμερα και τα πλάνα με τις μαγεμένες περιηγήτριες σε συνδυασμό με τη μουσική, ένα κράμα βουκολικών ήχων και κλασικών μελωδιών, προσφέρει μια υπερβατική εμπειρία, ένα αλησμόνητο παγανιστικό τελετουργικό. Τι τράβηξε όμως τις κοπέλες στο βουνό και γιατί εξαφανίστηκαν; Απάντηση δεν παίρνουμε ποτέ, γεγονός που επηρέασε για χρόνια την διεθνή καριέρα της ταινίας, καθώς αυτό το άλυτο μυστήριο εκνεύριζε τους αμερικανούς διανομείς - ο Γουίαρ κάποια στιγμή εξομολογήθηκε πως ένας υποψήφιος διανομέας πέταξε τον καφέ του στην οθόνη εκνευρισμένος για το δίωρο που έχασε.
Τα πάντα όμως είναι συμβολικά στο φιλμ, και, κάτι μόνιμο στην μετέπειτα πορεία του Γουίαρ, πολύ ξεκάθαρα. Το βουνό κινηματογραφείται ισομερώς με 2 τρόπους, είτε με πλάνα πάνω σε φυσικούς βράχους που μοιάζουν με άγρια πρόσωπα που θέλουν κάτι να πουν, είτε ως σύνολο φαλλικών συμβόλων. Με αυτές τις 2 μορφές, το βουνό «τρώει» τις κοπέλες, τις δείχνει το μέλλον, που απέχει πολύ από τη ρομαντική διάθεση της νιότης τους. Το σχολείο τους δεν είναι τίποτα άλλο από ένα μέσο εκπαίδευσης, σε μια ζωή υπηρετική προς έναν σύζυγο-αφέντη, που τα λόγια των μεγάλων ποιητών -που τόσο θαυμάζουν-, χάνουν την αξία τους. Διόλου τυχαία αυτό συμβαίνει την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου, στη γιορτή του έρωτα, που γι' αυτές θα μείνει για πάντα μια ονείρωξη, ένα ανεκπλήρωτο ταξίδι.
Αυτή η τελετουργική αποχώρησή των όμορφων κοριτσιών από τα εγκόσμια είναι παράλληλα και η αποχώρησή τους από αυτό που ονομάζουμε «σύγχρονος κόσμος». Είναι η παράδοσή τους στη φύση και η δήλωση πως κάποτε υπήρχε κάτι όμορφο και μυστηριακό σε αυτό τον κόσμο που χρόνο με το χρόνο το καταστρέφουμε, σκοτώνοντας τα αρχέγονα συναισθήματα που κρύβονται μέσα μας. Θα ήταν πολύ φθηνό να χαρακτηρίσει κάποιος το Picnic at Hanging Rock ως μια αντιδραστική ταινία για τη σημερινή ημέρα, γιατί πετυχαίνει το αντίθετο, να μας υπενθυμίσει δηλαδή ότι η έννοια «έρωτας» δεν κρύβεται μέσα σε φθηνά δώρα ή μια τυπική έξοδο, αλλά είναι κάτι ιδεώδες και συναρπαστικό, που μπορούμε να το ανακαλύψουμε πριν μας «καταπιεί» ο δικός μας κόσμος.