Σε ηλικία 78 ετών απεβίωσε σήμερα ο ηθοποιός, συγγραφέας και ραδιοφωνικός παραγωγός Κωνσταντίνος Τζούμας.
Ευφυολόγος, παραδοξολόγος, κοσμοπολίτης, εστέτ, εναλλακτικός, επικριτικός, καυστικός, υπερφίαλος, σνομπ, δανδής, flâneur, ταλαντούχος θεατρίνος, εμβληματικός παραγωγός του ραδιοφώνου.
Ο Κωνσταντίνος Τζούμας αποτέλεσε για περισσότερες από τρεις δεκαετίες μια από τις πλέον χαρισματικές προσωπικότητες της καλλιτεχνικής και εναλλακτικής Αθήνας. Χαρακτηριστική φιγούρα ενός ψιλόλιγνου άντρα, με φουλάρι-κασκόλ γύρω από τον λαιμό και μαύρα γυαλιά ντίβας, μόνιμος θαμώνας τα τελευταία χρόνια του Φίλιον, του καφέ των συγγραφέων και των διανοούμενων της οδού Σκουφά, μεταξύ Κολωνακίου και Εξαρχείων. Συχνά περιτριγυρισμένος από ωραίες, πάντα νεότερες του, γυναίκες.
Γεννημένος το 1944 στον Πειραιά από αστική οικογένεια, μεγάλωσε στο Πασαλιμάνι με ιδιαίτερες επιδόσεις στον κλασικό αθλητισμό, στο πινγκ-πονγκ, στο μπιλιάρδο και στο ροκ εντ ρολ, όπως συνήθιζε να λέει, αν και η κύρια ασχολία του ήταν το διάβασμα κλασικής λογοτεχνίας.
Στα 15 του έχασε τη μητέρα του και στα 18 του ανηφόρισε στην Αθήνα για να σπουδάσει ηθοποιός στη Σχολή Θεοδοσιάδη. Ενώ παρακολουθούσε μαθήματα χορού στη σχολή της Ζουζούς Νικολούδη, αρχές της δεκαετίας του ’70 εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη με σκοπό να γίνει χορευτής. Έκανε μαθήματα με κορυφαίους χορογράφους όπως ο Άλβιν Νίκολαϊ, ο Μερς Κάνιγχαμ και ο Άλβιν Έιλι.
Χορευτής εντέλει δεν έγινε αλλά έμεινε εκεί για τέσσερα χρόνια, ζώντας από κοντά, ρουφώντας μέχρι το μεδούλι τη ζωή του Μανχάταν σε εποχές μεγάλης κραιπάλης, σεξουαλικής απελευθέρωσης και σημαντικών καλλιτεχνικών κινημάτων.
Άρεσε και προκαλούσε συχνά το ενδιαφέρον, οι πιο σοφιστικέ νέοι ήθελαν να ακούνε τη γνώμη του σε θέματα κοινωνικά, τέχνης, ακόμα και πολιτικής, είτε μέσα από τις εκπομπές του είτε μέσα από δηλώσεις του στην τηλεόραση και στον τύπο, μέχρι που έκανε το μοιραίο λάθος να αστειευτεί με το θέμα των γυναικοκτονιών.
Επέστρεψε στην Αθήνα το 1975 και έπαιξε σε ταινίες και παραστάσεις της γενιάς του που άφησαν εποχή: στις δύο πιο χαρακτηριστικές του Νίκου Νικολαΐδη «Γλυκιά Συμμορία» και «Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα», στον «Δράκουλα των Εξαρχείων» του Νίκου Ζερβού, στους «Απέναντι» του Γιώργου Πανουσόπουλου, στο «Ρεμπέτικο» του Κώστα Φέρρη, αλλά και στο «Happy day», στα «Ελευθέριος Βενιζέλος 1910-1927» και «Ακροπόλ» του Παντελή Βούλγαρη, στο τελευταίο ως συμπρωταγωνιστής με τον Λευτέρη Βογιατζή. Η κινηματογραφική του καριέρα έκλεισε το 2017 με το «Γυναίκες που περάσατε από δω» του Σταύρου Τσιώλη.
Στο θέατρο, ξεκινώντας με το «Περιμένοντας τον Γκοντό», ακολούθησαν επιτυχίες στις οποίες πάντα έδινε το προσωπικό του στίγμα σε όποιο ρόλο κι αν του αναθέτανε: «Πορνογραφία» του Μάνου Χατζιδάκι, «Εσωτερικαί ειδήσεις», «Φαύστα» (έπαιξε το Ριτσάκι), «89,90 Fm Stereo», «Αι δύο Ορφαναί», «La Nonna», «Ένα καινούργιο κόκκινο», «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης» και τα τελευταία χρόνια το «Εγώ δεν …» του Βασίλη Αλεξάκη, το «Κ. Π. Καβάφης Αυτοβιογραφούμενος», σύνθεση κειμένων του Γιάννη Φαλκώνη, «Εξολοθρευτής Άγγελος» της Άντζελας Μπρούσκου στο Φεστιβάλ Αθηνών και «Επικίνδυνες Μαγειρικές» του Ανδρέα Στάικου.
Το μεγάλο τηλεοπτικό κοινό τον έμαθε μέσα από έκτακτες εμφανίσεις στις κωμικές σειρές «Οι Απαράδεκτοι», «Οι Τρεις Χάριτες», «Οι Μεν και οι Δεν» και «Δύο Ξένοι».
Η νεότερη γενιά τον ξέρει κυρίως από τη δημοφιλή του πρωινή ραδιοφωνική εκπομπή «Café Society» στον σταθμό En Lefko, με τις μουσικές επιλογές της Kafka (Κατερίνας Καφεντζή), αλλά και ως μια περσόνα που τον έβλεπαν να κυκλοφορεί στα πάρτι και στα κλαμπ ντυμένο με ένα μοναδικό προσωπικό στυλ, ακριβώς όπως περιδιάβαινε τους δρόμους της Αθήνας όλες τις υπόλοιπες ώρες της ημέρας.
Όταν εξέδωσε τα τρία του βιβλία (μια αυτοβιογραφική σάγκα) «Ως εκ θαύματος» (2008), «Complete Unknown»(2009) και «Πανωλεθρίαμβος» (2010) άρχισε να δίνει μπαράζ συνεντεύξεων εκτινάσσοντας τη δημοφιλία του στα ύψη χάρη σε έναν απενοχοποιημένο λόγο που με απαράμιλλο μπλαζέ ύφος και παράδοξους αφορισμούς κατέρριπτε όλα τα πολιτικά και καλλιτεχνικά κλισέ της δικής του καταρχήν γενιάς αλλά και της τρέχουσας.
Έχει πει χαρακτηριστικά σχολιάζοντας τον ίδιο: «Το δήθεν εμπεριέχει μια παράσταση. Δίνεις μια παράσταση για τους άλλους, για να δείξεις ότι είσαι κάτι άλλο από αυτό που νομίζεις ότι είσαι, γιατί δεν αντέχεις αυτό που είσαι. Πάρα πολλά όμορφα πράγματα, όμως, ξεκίνησαν από κάτι δήθεν, για να καταλήξουν σε κάτι ουσιαστικό».
Άρεσε και προκαλούσε συχνά το ενδιαφέρον, οι πιο σοφιστικέ νέοι ήθελαν να ακούνε τη γνώμη του σε θέματα κοινωνικά, τέχνης, ακόμα και πολιτικής, είτε μέσα από τις εκπομπές του είτε μέσα από δηλώσεις του στην τηλεόραση και στον τύπο, μέχρι που έκανε το μοιραίο λάθος να αστειευτεί με το θέμα των γυναικοκτονιών.
Η αφελέστατη, αν όχι ανεύθυνη τοποθέτησή του εξόργισε πολλές και πολλούς, απομυθοποιώντας το όνομα και την καλή φήμη που είχε αποκτήσει μέσα στα χρόνια. Κάποιοι και κάποιες του το συγχώρεσαν, άλλοι πάλι όχι.
Οι φίλοι και οι φίλες του τού συμπαραστάθηκαν, τα social media και οι ινστρούκτορες της νέας ηθικής τον διέγραψαν διά παντός.
Ήδη όμως είχε καταπονημένη υγεία. Αυτό το ήξεραν λίγοι. Οι συνέπειες ήταν καθοριστικές.