Τι εννοούμε όταν λέμε «σινεμά»; Πριν απαντήσετε, σκεφτείτε πως χρησιμοποιούμε την ίδια ακριβώς λέξη όταν αναφερόμαστε α) στην κινηματογραφική τεχνική («ξέρει πολύ σινεμά αυτός ο σκηνοθέτης»), β) στην κινηματογραφική τέχνη («τι όμορφο σινεμά το ιταλικό σινεμά των '70s!») και γ) στις αίθουσες (όπου κυρίως ακούγεται το κλασικό σουξέ «ξέρεις πόσα σινεμά είχε αυτή η περιοχή;»). Και, παρά τη γηπεδικού τύπου κινηματογραφοφιλία μου, οφείλω να συμπληρώσω πως το ίδιο ακριβώς ισχύει και για το θέατρο.
Αλήθεια, πώς σας φαίνονται οι θεατρικές παραστάσεις που παρακολουθείτε διαδικτυακά; Άπειρες οι παγίδες που κρύβει το εγχείρημα της κινηματογράφησης μιας θεατρικής παράστασης: ή που θα «καρφώσεις» την κάμερα στο κέντρο, κάτι που συχνά αφαιρεί πόντους από τη χάρη της διαδικασίας, ή που θα τη γυρίσεις επιδέξια, όχι μόνο καταργώντας τη θεατρική της διάσταση αλλά επιβαρύνοντάς την και με μια κινηματογραφική.
Στο σινεμά, πάλι, δεν δείχνουν να χάνονται και πολλά στη μετάφραση: αν έχεις μια σχετικά μεγάλη τηλεόραση (βγάζουμε απέξω κουβέντες για laptop και κινητά) ή, καλύτερα, έναν προτζέκτορα, μπορείς να απολαύσεις ένα φιλμ σε αξιοπρεπείς διαστάσεις, ενώ όλη η προσπάθεια του σκηνοθέτη για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα παραμένει εκεί, στην οθόνη.
«Τι είναι αυτά που λες;» θα μου πείτε οι κινηματογραφόφιλοι, αλλά στο Χόλιγουντ έχει ξεκινήσει ήδη μια κουβέντα σχετικά με την «αναγκαιότητα» της κινηματογραφικής αίθουσας – δεν βάζω τα εισαγωγικά εγώ, εκείνοι τα βάζουν, αλλά συμβαίνει.
Δεν μπορούσα να μη σκέφτομαι τον δημιουργό της ταινίας, τον δυστυχή Λανγκ, που, αφού είδε τη χώρα του να καταποντίζεται σε δύο παγκοσμίους πολέμους, αφού έζησε τη μετέπειτα διχοτόμησή της, πέθανε το 1976, αναζητώντας, μέχρι το τέλος της ζωής του, το χαμένο του αριστούργημα. Δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί πως, τελικά, το φιλμ του δεν χάθηκε.
Είχαμε και την πρεμιέρα του «Mank» στο Netflix πριν από λίγο καιρό, μιας ταινίας που άνετα θα μπορούσε να έχει το tag line «Δείτε πόσο διεφθαρμένοι ήταν οι διευθυντές των μεγάλων στούντιο – όλη η αλήθεια στις τηλεοράσεις σας!» (σε μια τόσο «σκόρπια» σημειολογικά ταινία κάθε ερμηνεία ισχύει και ο καθένας βλέπει ό,τι θέλει). Οπότε, τι είναι τελικά οι συνευρέσεις; Μια κοινωνική συνήθεια; Ένα χούι που μας έμεινε;
Προσπαθώντας να απαντήσω σε όλα αυτά, θυμήθηκα μια προβολή που φέτος έκλεισε δέκα χρόνια. Ήταν τον Φεβρουάριο του 2010, όταν, στο 60ό Φεστιβάλ Βερολίνου, βρήκαν έναν ωραίο τρόπο να γιορτάσουν τα γενέθλια τους: ανακοίνωσαν την πρώτη, παγκόσμια προβολή της αναπαλαιωμένης κόπιας του «Metropolis» του Φριτς Λανγκ στη –σχεδόν– πλήρη εκδοχή της.
Επιτρέψτε μου μια μικρή αναδρομή. Θα είμαι σύντομος.
Όταν πρωτοπροβλήθηκε η ταινία, το 1927, το χρονόμετρο έγραφε 210 λεπτά. Ακολούθως, ο Φριτς Λανγκ έφτιαξε και υπέγραψε μια πιο μαζεμένη εκδοχή 160 λεπτών ‒ που μέσα σε τέσσερις μήνες έγιναν 93, μετά την ανησυχία της παραγωγού εταιρείας για την πορεία του φιλμ στα ταμεία. Εν τέλει, έκαναν μεγαλύτερη ζημιά: η πετσοκομμένη εκδοχή του «Metropolis» δημιούργησε τόσο μεγάλα λογικά χάσματα στην αφήγηση, που το κοινό σήκωσε τα χέρια ψηλά. Η δε Paramount, που «αγόρασε» το φιλμ για διανομή στις ΗΠΑ, έστησε ένα άλλο μοντάζ, διάρκειας 114 λεπτών, πετώντας το αρνητικό στα σκουπίδια.
Για δεκαετίες, αυτό το χαμένο υλικό ήταν το άγιο δισκοπότηρο των απανταχού κινηματογραφόφιλων. Ποτέ μη λες ποτέ όμως. Το χαμένο υλικό (ή, για να είμαστε ακριβείς, το μεγαλύτερο κομμάτι του) βρέθηκε τελικά σε μια ταινιοθήκη στο Μπουένος Άιρες. Γιατί κάποιος, λέει, είχε προλάβει να αγοράσει μια κόπια λίγες εβδομάδες πριν από την καταστροφή του φιλμ από την παραγωγό εταιρεία. Το ίδρυμα Λανγκ στρώθηκε στη δουλειά και έφτιαξε την καλύτερη κόπια από το υλικό αυτό. Και το ημερολόγιο έγραφε 12 Φεβρουαρίου όταν, στην Πύλη του Βραδεμβούργου, έγινε η πρώτη προβολή.
Το παράδοξο ήταν πως επρόκειτο για μια υπαίθρια προβολή, δωρεάν, 12 λεπτά μετά τα μεσάνυχτα. Δεν βρήκα ούτε έναν συνάδελφο εκεί – λογικό, βέβαια, μια και οι δημοσιογραφικές προβολές ξεκινούν νωρίς το πρωί και οι ρυθμοί ενός φεστιβάλ μπορούν και να σε στείλουν νωρίς για ύπνο ούτως ή άλλως. Εδώ που τα λέμε, το κρύο θέριζε εκείνο το βράδυ. Το θερμόμετρο έδειχνε σταθερά μείον δώδεκα βαθμούς Κελσίου. Κι όμως, δύο χιλιάδες άνθρωποι βρέθηκαν εκεί.
Σκεφτείτε τώρα την αξία του ίδιου γεγονότος αν, αντί γι' αυτή την προβολή, είχε διοργανωθεί στη θέση της μια διαδικτυακή.
Το πρώτο που σε εντυπωσίαζε ήταν το πλήθος. «Κοίτα να δεις πόσοι μαζεύτηκαν».
Ακόμα πιο εντυπωσιακή, όμως, ήταν η πολυσυλλεκτικότητα του κοινού.
Ο κουστουμαρισμένος ευγενής μεσήλιξ (ντυμένος ζεστά μεν, επίσημα δε), ο έφηβος σκεϊτάς παραδίπλα, κάποια παντρεμένα ζευγαράκια (παρέα με τα παιδιά τους), η εναλλακτική πιτσιρικαρία, όλες οι τάξεις και όλες οι ηλικίες ήταν εκεί. Κάποιοι ευγενέστατοι τύποι μάς μοιράζουν σούπα και ζεστό κρασί – μαθαίνω πως δεν είναι άνθρωποι του φεστιβάλ αλλά εθελοντές που το κάνουν για τη φάση τους αλλά και για την περίσταση. Η ταινία παίζει κι εμείς τη χαζεύουμε για πρώτη φορά όπως πιθανότατα θα ήθελε να τη δούμε ο δημιουργός της. Οι ανακαλυφθείσες σκηνές είναι σε πολύ χειρότερη κατάσταση, παρά το restoration, αλλά μικρό το κακό – ξέρουμε πως είμαστε τυχεροί και μόνο που τις βλέπουμε. Στο μεταξύ, πλαγίως της πλατείας χορεύουν δυο παρέες μπας και αντέξουν το κρύο. Κάποιοι άλλοι έχουν μείνει ακίνητοι, απολύτως μαγεμένοι απ' αυτό που συμβαίνει.
Δεν ήταν και λίγο.
Μεσάνυχτα Παρασκευής, στις πιο αντίξοες συνθήκες, ένα πλήθος στήθηκε τουρτουρίζοντας μπροστά από μια μεγάλη οθόνη και έμεινε εκεί για 195 ολόκληρα λεπτά. Ένα πλήθος που ενώθηκε από κάτι που τους ξεπερνούσε, από την ανάγκη να ανακαλύψουν ξανά ένα κομμάτι της ιστορίας τους που (πάντα θα) τους αφορά.
Και μέσα σε όλα αυτά δεν μπορούσα να μη σκέφτομαι τον δημιουργό της ταινίας, τον δυστυχή Λανγκ, που, αφού είδε τη χώρα του να καταποντίζεται σε δύο παγκοσμίους πολέμους, αφού έζησε τη μετέπειτα διχοτόμησή της, πέθανε το 1976, αναζητώντας, μέχρι το τέλος της ζωής του, το χαμένο του αριστούργημα. Δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί πως, τελικά, το φιλμ του δεν χάθηκε. Πως το «Metropolis» θα ένωνε ξανά (και ίσως πιο ουσιαστικά) έναν λαό που εκείνη την περίοδο ήταν κι αυτός, λόγω κρίσεως, εξίσου ανασφαλής και φοβισμένος.
Παίρνω όμως όρκο πως ήταν σίγουρος για κάτι: το σινεμά δεν θα μπορούσε να είναι «σινεμά» ούτε χωρίς τεχνική, ούτε χωρίς τέχνη, ούτε χωρίς αίθουσα. Γιατί αν τα μεγάλα τραγούδια, αυτά που μένουν στην ιστορία, είναι εκείνα που τραγουδήσαμε παρέα με κάποιον άλλο, οι κινηματογραφικές αίθουσες (και τα θέατρα) είναι οι μόνοι τόποι στους οποίους μπορούμε να γίνουμε κοινωνοί μιας μαρτυρίας. Δύο χιλιάδες κατεψυγμένοι Γερμανοί μπορούν να σας το επιβεβαιώσουν.
σχόλια