ΤΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, το 1982 (ας μείνουμε σ’ αυτή τη χρονιά) διέθετε Προκριματική Επιτροπή, η οποία, αφού έβλεπε τις υποβληθείσες ταινίες μεγάλου μήκους, «έκοβε», με κριτήρια αισθητικά κυρίως, όσες (κατ’ εκείνην) δεν τα πληρούσαν.
Το 1982 είχαν υποβληθεί είκοσι μία ταινίες συνολικά, για να επιλεγούν τελικά δώδεκα και να «κοπούν» εννέα (μεγάλο ποσοστό). Μάλιστα από αυτές τις εννέα οι τρεις θα «κόβονταν» εντελώς, ενώ για τις υπόλοιπες έξι θα προτεινόταν να συμμετάσχουν στο λεγόμενο «πληροφοριακό τμήμα» (μια νέα τότε ιδέα), επειδή, εν τέλει, δεν θα ήταν και τόσο... κακές.
Ανάμεσα σ’ αυτές τις έξι, που θεωρήθηκαν «λίγες» για το επίσημο διαγωνιστικό τμήμα, ήταν μία από τις καλύτερες εκείνης της χρονιάς και μία από τις ωραιότερες των πρώτων χρόνων του ’80, η ταινία του Γιώργου Καρυπίδη «Η Αναμέτρηση (Επικίνδυνο Παιχνίδι)» με την Ζωή Λάσκαρη και τον Άρη Ρέτσο και ακόμη η ταινία «Στο Δρόμο του Θεού», σκηνοθετημένη από τον 31χρονο Δημήτρη Αρβανίτη. Πρόκειται για την ταινία, που εδώ μας ενδιαφέρει.
Η ταινία του Δημήτρη Αρβανίτη θα λέγαμε πως εντάσσεται στο ευρύτερο nunsploitation film, τις ταινίες με καλόγριες δηλαδή (βασικά «καθολικές» ή «διαμαρτυρόμενες»), που έδιναν κι έπαιρναν στην δεκαετία του ’70, σε Ιταλία, Γαλλία, Δυτική Γερμανία, μα και σε άλλες χώρες.
Έτσι, και παρά την απόρριψή της από το διαγωνιστικό τμήμα του 23ου Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου, η ταινία του Δ. Αρβανίτη δεν θα δυσκολευτεί και τόσο να βρει αίθουσες προβολής, καθώς τον Φεβρουάριο του ’83 θα την δει ο κόσμος στους κινηματογράφους (σε διανομή από την Καραγιάννης-Καρατζόπουλος ΑΕ) με τον νέο... γαργαλιστικό τίτλο της «Τ’ Απόκρυφα μιας Μοναχής» (έτσι θα γινόταν γνωστή).
Είναι σίγουρο πως η διανομή επένδυσε στον «πονηρό» τίτλο, με αποτέλεσμα η ταινία να μην πάει και άσχημα σε εισπράξεις, τη σεζόν 1982-83, αφού θα έκανε μόνο στο κέντρο της Αθήνας, του Πειραιά και στα περίχωρα 85.701 εισιτήρια, καταλαμβάνοντας την 13η θέση, ανάμεσα στις 43, συνολικά, της περιόδου.
Η ταινία του Δημήτρη Αρβανίτη θα λέγαμε πως εντάσσεται στο ευρύτερο nunsploitation film, τις ταινίες με καλόγριες δηλαδή (βασικά «καθολικές» ή «διαμαρτυρόμενες»), που έδιναν κι έπαιρναν στην δεκαετία του ’70, σε Ιταλία, Γαλλία, Δυτική Γερμανία, μα και σε άλλες χώρες.
Βεβαίως, τις πιο πολλές φορές οι ταινίες αυτές δεν είχαν καλλιτεχνικές αξιώσεις, ασχέτως αν ήταν καλογυρισμένες – αν και το γεγονός της προβολής της γυναικείας σεξουαλικότητας, σε χώρους όπου η θρησκευτική καταπίεση δεν ήταν απλώς κυρίαρχη, αλλά τρόπος ζωής, ήταν από μόνο του απελευθερωτικό, και εν τέλει αρκετό (για να τις εκτιμήσεις). Και ήταν αυτή ακριβώς η άρνηση της σάρκας να υποταχθεί, που δημιουργούσε περαιτέρω προβλήματα (στις ταινίες), με τις κατά τόπους επιτροπές λογοκρισίας (πίσω από τις οποίες κρυβόταν και η Εκκλησία) να επεμβαίνουν, να περικόβουν και να απαγορεύουν.
Το βασικό μοτίβο των nunsploitation ταινιών αφορούσε, συχνά, σε μια ηγουμένη σκληρή και αυταρχική, που επιχειρούσε με κάθε μέσο να επιβάλλει την αρχηγική παρουσία της στο μοναστήρι, αντιμετωπίζοντας την όποια εκδήλωση της γυναικείας σεξουαλικότητας (αυτοερωτισμός, ομοερωτισμός, επαφή με το ανδρικό φύλο) ως το αποτέλεσμα ενός δόλιου σχεδίου, το οποίο είχε εξυφάνει ο... Σατανάς.
Η αντιμετώπιση της κατάστασης ήταν άμεση. Συνήθως η... αμαρτωλή καλόγρια, που μπορεί να είχε επαφές και με τον «έξω κόσμο», απομονώνεται, ενώ οι τιμωρίες, μαζί με τις προσευχές και τους εξορκισμούς, δημιουργούν επιπρόσθετες σεναριακές διεξόδους, άλλοτε προς την κατεύθυνση του μεταφυσικού θρίλερ και άλλοτε προς την κατεύθυνση της αστυνομικής / κοινωνικής περιπέτειας. Γενικώς, υπήρχε μια ποικιλία, αν και το όλον πράγμα δεν έπαυε να είναι πεπερασμένο.
Όταν ο Δημήτρης Αρβανίτης θα γυρίσει το «Στο Δρόμο του Θεού» οι nunsploitation ταινίες είχαν ολοκληρώσει, βασικά, την αποστολή τους. Έτσι, από μιαν άποψη θα λέγαμε πως ο έλληνας σκηνοθέτης δρα έξω από την κύρια εποχή των εν λόγω φιλμ, διατηρώντας όμως κάποια βασικά χαρακτηριστικά τους, και, το κυριότερο όλων, μεταφέροντάς τα πλέον στην ελληνική πραγματικότητα – σ’ ένα ορθόδοξο γυναικείο μοναστήρι των Μετεώρων.
Τι συναντάμε εκεί; Βασικά την σκληρή και αυταρχική ηγουμένη (Έρση Μαλικένζου), η οποία κρύβει το δικό της ένοχο μυστικό, που το γνωρίζουν οι παλαιότερες μοναχές, και βεβαίως την βασική πρωταγωνίστρια, την 20χρονη μοναχή Αγγελική (Μαριαλένα Κάρμπουρη), που έρχεται αυτοβούλως να κλειστεί στο μοναστήρι, από την Αθήνα, εγκαταλείποντας τις κοσμικές απολαύσεις κι έχοντας ως στόχο να αφοσιωθεί στον Κύριο, καθυποτάσσοντας σταδιακά όλες τις «αδυναμίες» της.
Γύρω απ’ αυτό το δίπολο (σύντομα θα λειτουργήσει ως δίπολο δηλαδή) κινούνται οι υπόλοιποι ρόλοι των καλογριών, η κάθε μία εκ των οποίων θα βρισκόταν στο μοναστήρι για τους δικούς της προσωπικούς λόγους. Από τις γεροντότερες Ιουλία (Φρόσω Κοκόλα) και Θέκλα (Όλγα Τουρνάκη), που υπήρξαν αντάρτισσες στα νιάτα τους και που κλείστηκαν στη μονή, για να γλιτώσουν από το κυνήγι (στην εμφυλιακή ή μετεμφυλιακή Ελλάδα), μέχρι τις μέσης ηλικίας (Μίρκα Καλατζοπούλου) ή και τις νεότερες (Κατερίνα Μπούρλου), που ενδεχομένως να είχαν άλλα σχέδια για τη ζωή τους, πριν ενδυθούν το ράσο.
Υπάρχουν και δύο αντρικοί ρόλοι στην ταινία, αλλά ο βασικότερος, εκείνος του Κώστα Τσάκωνα –που είναι καταλυτικός για την εξέλιξη της ιστορίας, επειδή θα επιχειρήσει να βιάσει την Αγγελική, δημιουργώντας αναστάτωση στη μικρή γυναικεία κοινωνία–, μένει κάπως στο περιθώριο (σενάριο γραμμένο από την Λιλή Γιαλέσσα-Λεοντίδη).
Βασικά, ο πιο ζωντανός γυναικείος ρόλος, από την ομάδα των καλογριών, πέραν της βασικής πρωταγωνίστριας, είναι εκείνος της ιδιόμορφης γηραιάς Ιουλίας, η οποία, με την αφοπλιστική «τρέλα» της, τοποθετεί τα ζητήματα τής μονής σε πιο ρεαλιστικές και καθόλου μεταφυσικές βάσεις. Και είναι εκείνη που συμβουλεύει την Αγγελική να προσέχει στο μοναστήρι, γιατί η εξουσία, που είχε εισχωρήσει και εκεί, ψάχνει μόνο για ανθρωπάκια, που να τρέμουν τους νόμους (όπως ακούμε). Όταν δε η Αγγελική τής λέει πως ήρθε στο μοναστήρι για να βρει την αληθινή αγάπη, που στερήθηκε στον έξω κόσμο, τότε η Ιουλία θα βάλει αυθορμήτως τα γέλια...
Σε κάθε περίπτωση ο θεατής αντιλαμβάνεται από την αρχή το πώς κινείται η ζωή στη μονή, και με ποιον ακριβώς τρόπο κάποια μυστικά δρουν συγκολλητικά, ώστε να αποφευχθεί η έκρηξη της μικρής κοινωνίας και κυρίως η διασάλευση της εξουσιαστικής δομής της – με το τέλος της ιστορίας να επιβεβαιώνει αυτό το κεντρικό μοτίβο.
Ένα απλό επινόημα που χρησιμοποιεί ο σκηνοθέτης, για να προχωρήσει πιο γοργά η σεναριακή πλοκή είναι τα πολλά, μικρά και εμβόλιμα flashbacks, που αποτυπώνουν τις δυσκολίες της προσωπικής πολιτικής ζωής της Αγγελικής, η οποία από την πιο μικρή ηλικία της είχε να διαχειριστεί το βίαιο και κακό οικογενειακό κλίμα, που σταδιακά θα την οδηγούσε σε μιαν απόρριψη του εαυτού της και από ’κει στα άκρα – ερωτική λεία, βασικά, για τους διάφορους επιτήδειους.
Πέρα από τα flashbacks υπάρχουν και κάποιες άλλες παρεμβολές, μεταφυσικού τύπου, που προσδίδουν στην ταινία μία κάπως «θριλερική» πινελιά, και οι οποίες είναι πολύ καλά οργανωμένες από εικαστικής πλευράς. Γενικώς, η δουλειά που έχει γίνει στον εικαστικό τομέα, σκηνικά κ.λπ. από τον σημαντικό Δημήτρη Γέρο είναι πολύ προσεγμένη, αποτελώντας ένα από τα βασικά ατού της ταινίας.
Το σάουντρακ της ταινίας
Ένα άλλο ατού; Η μουσική της ταινίας τού Δημήτρη Αρβανίτη, που αποτυπώνεται τώρα, για πρώτη φορά, σε LP! – και αναφερόμαστε, φυσικά, στο ανέλπιστο από πάσης απόψεως σάουντρακ, που κυκλοφορεί εδώ και λίγο καιρό από την B-otherSide Records. Ανέλπιστο και γιατί αφορά σ’ αυτή την ξεχασμένη ταινία του 1982, μα και γιατί η μουσική αυτή καθ’ αυτή είναι πολύ καλή, πυκνή και ολοκληρωμένη και κυρίως καλοηχογραφημένη.
Αν τώρα, σε όλο αυτό το «πακέτο», προσθέσουμε και την περιποιημένη έκδοση βινυλίου της αθηναϊκής εταιρείας (με ένθετο, αφίσα και ωραίο ασπρόμαυρο εξώφυλλο), τότε το «ανέλπιστο» πηγαίνει ακόμη παραπέρα.
Υπεύθυνοι για την μουσική της ταινίας, που εδώ προβάλλεται με τον ξενόγλωσσο τίτλο της, ως “Act of Faith”, ήταν δύο μουσικοί του ροκ, που πρωταγωνιστούσαν εκείνη την εποχή στα σχετικά δρώμενα – ο Βασίλης Δερτίλης, από το art rock γκρουπ Apocalypsis, που χειριζόταν πλήκτρα (σύνθια) και ο αείμνηστος κιθαρίστας Κώστας Στρατηγόπουλος, που συμμετείχε στο δεύτερο LP των Apocalypsis, το “No”, από το 1981.
Επίσης, το καλοκαίρι του ’82, οι Δερτιλής, Στρατηγόπουλος, μαζί με τον ντράμερ Νίκο Τουλιάτο (τους βλέπουμε και τους τρεις στην ταινία – θα πούμε στη συνέχεια), ήταν μέλη του γκρουπ του Θάνου Μικρούτσικου, που θα ηχογραφούσε εκείνο το τεράστιο «Κι αυτό κακόηθες παιδιά;», στο Αρχαίο Ωδείο της Πάτρας, τον Ιούλιο του ’82 (υπάρχει στο LP «Αραπιά για Λίγο Πάψε να Χτυπάς με το Σπαθί»), με τους τρεις να συμμετέχουν και στην ηχογράφηση του πρώτου δίσκου του Διονύση Τσακνή «Η Μπαλάντα του Ταξιδιώτη» (1983).
Άρα, λοιπόν, συζητάμε για μουσικούς (ας μείνουμε στους Δερτιλή και Στρατηγόπουλο), που βρίσκονταν τότε μαζί σε διάφορες δουλειές και κάπως έτσι θα συνεργάζονταν και για το σάουντρακ της ταινίας του Δ. Αρβανίτη.
Κατ’ αρχάς το ότι ηχογραφήθηκε τόσο πολλή πρωτότυπη μουσική για την ταινία, ικανή να γεμίσει ένα long-play, είναι ένα πρώτο θετικό. Τούτο σημαίνει πως ο σκηνοθέτης πίστεψε στη μουσική, επένδυσε σ’ αυτήν, επιδιώκοντας συγχρόνως, μέσω των μουσικών-συνεργατών του, να προσδώσει στις εικόνες του μιαν άλλη, πιο ταιριαστή και σε σχέση με το όραμά του, όψη.
Τα όργανα, αν το δεις έτσι, δεν είναι πολλά στο “Act of Faith”. Είναι μόνο πλήκτρα (δηλαδή σύνθια) και κιθάρες. Τα σύνθια, όμως, είναι πολλά και διάφορα, με διαφορετικά ηχοχρώματα το καθένα (χρησιμοποιούνται ακόμη και για ήχους κρουστών), που σε συνδυασμό με τις διαφορετικές στάθμες τής «συμμετοχής» τους στο τελικό σάουντρακ, σου δίνουν την αίσθηση μιας πλούσιας και επιμελημένης επένδυσης.
Και δεν είναι η αίσθηση, μα η βεβαιότητα τελικά, πως ο Δερτιλής και ο Στρατηγόπουλος (που παίζει κιθάρες και σ’ ένα ημι-ακουστικό στυλ), κατορθώνουν, μόνο με αυτά τα λίγα μέσα, να δημιουργήσουν έναν ιδιαίτερο μουσικό κόσμο, ένα κάπως ονειρικό... μικρό σύμπαν, εντός του οποίου οι ηρωίδες της ταινίας κινούνται σαν υπνωτισμένες.
Νύξεις και επιρροές υπάρχουν φυσικά από πολλά, και τελείως διαφορετικά μεταξύ τους, αισθητικά μετερίζια. Το ροκ είναι παρόν οπωσδήποτε (π.χ. υπάρχουν Floyd-ισμοί), όπως και η παράδοση, η βυζαντινή μουσική βεβαίως, ο ηλεκτρονικός πειραματισμός, αλλά και το electronic rock των Tangerine Dream («Επιστροφή»), όλα τούτα σ’ ένα σάουντρακ που ναι μεν χωρίζεται σε «πρώτο μέρος» και «δεύτερο μέρος» (και σε πέντε συν πέντε tracks, ανά πλευρά του βινυλίου, αντιστοίχως), αλλά που ακούγεται σαν «ένα» (συμβάλλει, βεβαίως, προς αυτό και το γεγονός πως ο δίσκος δεν έχει κενά, ανάμεσα στα κομμάτια).
Ιδιαίτερη σημασία έχουν επιπλέον και τα tracks με φωνητικά, που καταγράφονται στο “Act of Faith”. Έτσι στην πρώτη πλευρά υπάρχει το «Άσμα», μια μονωδία, επηρεασμένη από την εκκλησιαστική ψαλμωδία, ενώ στην δεύτερη ακούμε chorus vocals, και πάλι σε βυζαντινό μοτίβο, με πρωτοψάλτισσα μπροστά.
Το τρίτο τραγούδι του δίσκου τώρα, που είναι και το πιο εντυπωσιακό εξωτερικά, είναι το «Είμαι ο πρώτος και ο τελευταίος», το οποίο αποδίδει ο Γιάννης Ζουγανέλης. Στην ταινία βλέπεις τους Βασίλη Δερτιλή keyboards, Κώστα Στρατηγόπουλο κιθάρες και Νίκο Τουλιάτο ντραμς να αποδίδουν το κομμάτι, με τον Γ. Ζουγανέλη να τραγουδά, φορώντας κάτι σαν ιερατικό άμφιο και με την πρωταγωνίστρια Μαριαλένα Κάρμπουρη να χορεύει ως μέλος μπαλέτου, πριν αποφασίσει να εγκλειστεί στο μοναστήρι.
Το κομμάτι αυτό είναι ιδιαίτερο, ανακαλώντας στη μνήμη μας την ροκ όπερα “Jesus Christ Superstar” και πρωτίστως την ελληνική εκδοχή της «Ιησούς Χριστός Υπέρλαμπρο Άστρο» των Μίμη Πλέσσα και Δημήτρη Μαλαβέτα, ενώ μοιάζει κάπως και σαν συνέχεια εκείνου του μικρού δίσκου που είχε κάνει ο 17χρονος Γιάννης Ζουγανέλης, στο ξεκίνημά του, στην Zodiac, το 1973, με τα τραγούδια «Οι οχτροί / Σώσον κύριε τον λαόν σου», επιχειρώντας να συνδυάσει, σ’ ένα κράμα, ροκ, παραδοσιακό και «έντεχνο» τραγούδι και βεβαίως βυζαντινή μουσική. Οπωσδήποτε πρόκειται για μια εντελώς απρόβλεπτη στιγμή, που «δένει», όμως, και με το σάουντρακ, και με την ταινία γενικότερα.
Κανείς δεν θα μπορούσε να πει, έως και πριν από λίγο καιρό, πως «έλειπε» αυτό το σάουντρακ από την ελληνική δισκογραφία. Θα το πει, όμως, όταν δει «Τ’ Απόκρυφα Μιας Μοναχής» και αρχίσει ν’ ακούει, με προσοχή, τη μουσική των Βασίλη Δερτιλή-Κώστα Στρατηγόπουλου από τον δίσκο (και όχι από το φιλμ).