Όπως συμβαίνει συχνά με την αμερικανική πρωτοπορία στο χώρο των τεχνών, η επιτυχία και η αναγνώριση έρχεται συνήθως από την Ευρώπη. Η περίπτωση του ελληνικής καταγωγής Αμερικανού ηθοποιού και σκηνοθέτη Τζον Κασσαβέτη όχι μόνο δεν αποτελεί εξαίρεση, αλλά είναι το κατεξοχήν παράδειγμα που η ευρωπαϊκή αποδοχή υποχρέωσε την Αμερική να δει ευμενέστερα. Σήμερα, δεκαεννέα χρόνια μετά τον πρώιμο θάνατό του, παραμένει παραγνωρισμένος και σχεδόν ξεχασμένος τόσο από το μεγάλο πλατύ κοινό όσο και από τις νεότερες γενιές σκηνοθετών και ηθοποιών της πατρίδας του. Παρ' όλη την εκτενή βιβλιογραφία που υπάρχει γύρω από τις ταινίες και τη ζωή του, αλλά και τις δεκάδες διατριβές που έχουν γραφτεί για αυτόν τον πιονέρο του αμερικανικού ανεξάρτητου αφηγηματικού κινηματογράφου.
Γεννημένος το 1929 στη Νέα Υόρκη από Έλληνες γονείς, πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στη Λάρισα όπου η οικογένεια είχε καταφύγει τα χρόνια της μεγάλης οικονομικής ύφεσης, για να επιστρέψουν και να εγκατασταθούν λίγα χρόνια μετά στο Λονγκ Άιλαντ. Στην ηλικία των έξι, η μόνη γλώσσα που μιλούσε ήταν τα ελληνικά και ενδεχομένως εκείνο το περιορισμένο παιδικό λεξιλόγιο να παρέμεινε και το μόνο που διατήρησε στο υπόλοιπο της ζωής του από την πατρογονική γλώσσα, αν και ο πατέρας του ήταν ενεργά δραστήριος στην ελληνική κοινότητα. Καλός μαθητής δεν υπήρξε ποτέ, λάτρευε τα σπορ, και στο σινεμά πήγαινε να δει τον Τζέιμς Κάγκνεϊ λόγω ύψους. Ήταν και ο ίδιος κοντός και η ταύτιση με τον μικρόσωμο αλλά ιδιαίτερα μάτσο άντρα, σούπερ σταρ της εποχής, ήταν σωτήρια.
Θα προταθεί για Όσκαρ για τα Δώδεκα Καθάρματα του Όλντριτς το '67, θα γίνει σούπερ σταρ με το Μωρό της Ρόζμαρι του Πολάνσκι το '68. Οι αμοιβές του πηγαίνουν στην ολοκλήρωση του δικού του φιλμ, ενώ ο ίδιος θεωρεί εκείνη την περίοδο την ευτυχέστερη, την πιο «μαγική» της ζωής του.
Πέρασε από διάφορα κρατικά κολέγια, που κανένα δεν του κίνησε το ενδιαφέρον, μέχρι που αποφάσισε να δώσει εξετάσεις στην American Academy of Dramatic Arts με σκοπό την άγρα γυναικών. Εκεί μέσα τελικά θα έβρισκε το στόχο και τη γυναίκα της ζωής του. Ένα πανέμορφο, κατάξανθο και ταλαντούχο κορίτσι, κόρη πολιτειακού γερουσιαστή από το Ουινσκόνσιν, που άκουγε στο όνομα Τζίνα Ρόουλαντς. Την παντρεύτηκε αμέσως μετά την αποφοίτησή τους, το 1954, χωρίς να έχουν την παραμικρή υποψία για τη μοναδική πορεία που τους επιφύλασσε η μοίρα. Έπεσαν με τα μούτρα και οι δύο στη δουλειά και ο Τζον σύντομα θα έπαιρνε την πρώτη του σημαντική δουλειά στην τηλεόραση στην επιτυχημένη σειρά Paso Doble. Έπαιξε, σε περισσότερα από ογδόντα επεισόδια, το ρόλο του γεροδεμένου πυγμάχου, ενώ παράλληλα έρχονταν και οι πρώτοι ρόλοι του Χόλιγουντ. Μονίμως θυμωμένος, οργισμένος και οξύθυμος, όλη εκείνη την εποχή, αποκτά τη φήμη του καβγατζή. Μάλωνε με όλους, σκηνοθέτες, σεναριογράφους, παραγωγούς.
Σ' ένα κενό από τη δουλειά, κι ενώ η Ρόουλαντς έδρεπε δάφνες στο θέατρο, αποφασίζει ν' ανοίξει ένα εργαστήρι για άνεργους ηθοποιούς. Ο Μπομπ Φόσι του παραχωρεί το στούντιό του τα βράδια. Εκεί μέσα γεννήθηκαν οι Σκιές. Το πρώτο του φιλμ και ίσως η πρώτη καθαρά ανεξάρτητη παραγωγή στην Αμερική. Μέσα από αυτοσχεδιασμούς νεαρών ηθοποιών, αφηγείται τη ζωή τριών μαύρων αδελφών στο διανοουμενίστικο Μανχάταν. Με κάμερα στο χέρι, μεγάλο ασπρόμαυρο κόκκο και μουσικά θέματα του Τσάρλι Μίνγκους, αποκαλύπτεται η Νέα Υόρκη των δρόμων, των κλαμπ, της καλλιτεχνικής bohemia. Χρηματοδότες οι θαυμαστές του Κασσαβέτη, των οποίων τη συνδρομή ζητά on air σε μια νυχτερινή ραδιοφωνική εκπομπή. Έτσι μαζεύτηκαν τα πρώτα 2.000 δολάρια. Η πρώτη εκδοχή που παίχτηκε στο θρυλικό Cine Paris θεωρήθηκε απόλυτη αποτυχία! Ο μεγάλος θεωρητικός του underground Τζόνας Μέκας ενθουσιάζεται και το βραβεύει. Μια δεύτερη εκδοχή, με λεφτά που μάζεψε ο Νίκος Παπατάκης, που ζούσε εκείνο το διάστημα εκεί ψάχνοντας νέα ταλέντα, και με συμπληρωματικό σεναριακό υλικό γραμμένο από τον Κασσαβέτη, έμελε να απορριφθεί από την αβάν γκαρντ. Είναι το σωτήριο έτος 1959 και ο Τζον γίνεται διάσημος ως ο ντετέκτιβ-πιανίστας Τζόνι Στακάτο, από το ομώνυμο σήριαλ του NBC.
Οι Σκιές παίζονται στο Λονδίνο, ενθουσιάζουν κοινό και κριτικούς, βραβεύονται στο Φεστιβάλ της Βενετίας και διανέμονται ως εισαγμένο προϊόν στις Ηνωμένες Πολιτείες από την British Lion! Ο Μόντι Ράτκιν της Paramount τον καλεί να σκηνοθετήσει στο Χόλιγουντ. Μοναδική «σοβαρή» εμπειρία, η σκηνοθεσία έξι επεισοδίων της τηλεοπτικής σειράς στην οποία πρωταγωνιστούσε. Η εμπειρία του μάλλον μέτριου Όταν ο Πόθος Προστάζει τον πείθει ότι τα στούντιο δεν είναι σύμμαχοι ούτε του ηθοποιού ούτε του δημιουργού. Παρ' όλα αυτά επιμένει, και γυρίζει με πρωταγωνιστές τη γυναίκα του, τον Μπαρτ Λάνκαστερ και την Τζούντι Γκάρλαντ το Παιδί μας σε περιμένει, μια ταινία γιά τη ζωή των αυτιστικών παιδιών. Ο μεγαλοπαραγωγός Στάνλεϊ Κρέιμερ του αφαιρεί το δικαίωμα να το μοντάρει, ο Κασσαβέτης συγκρούεται σφοδρά μαζί του και μπαίνει στη μαύρη λίστα.
Είμαστε στο 1963 και η Ρόουλαντς αναλαμβάνει να συντηρήσει το σπίτι. Ο Τζον αφοσιώνεται στα παιδιά τους, τον Νικ και την Αλεξάνδρα (η Zωή θα γεννηθεί αργότερα), και στο γράψιμο. Είναι ένας άντρας απολύτως πιστός στη γυναίκα του και στην ιδέα της οικογένειας, πράγμα παράδοξο, καθώς η θεματολογία των ταινιών που ακολουθούν επικεντρώνονται στην κρίση των σχέσεων και του γάμου. Για δύο χρόνια γράφει μυθιστορήματα, θεατρικούς διαλόγους, σενάρια. Μέχρι που ο παλιός του συν-παραγωγός στις Σκιές Μόρις Μακεντρί τον προτρέπει να γυρίσει τα Πρόσωπα. Τα γυρίσματα κρατούν έξι μήνες, το μοντάζ θα κρατήσει τρία χρόνια, στο εντωμεταξύ θα πρωταγωνιστήσει σε πέντε ταινίες - οι δύο γυρίζονται στην Ιταλία. Θα προταθεί για Όσκαρ για τα Δώδεκα Καθάρματα του Όλντριτς το '67, θα γίνει σούπερ σταρ με το Μωρό της Ρόζμαρι του Πολάνσκι το '68. Οι αμοιβές του πηγαίνουν στην ολοκλήρωση του δικού του φιλμ, ενώ ο ίδιος θεωρεί εκείνη την περίοδο την ευτυχέστερη, την πιο «μαγική» της ζωής του.
Στα Πρόσωπα δίνεται η εντύπωση ότι κυριαρχεί ο αυτοσχεδιασμός, αλλά στην πραγματικότητα η ταινία βασίζεται σε ένα σφιχτοδεμένο σενάριο. Καταφέρνει όμως και βγάζει από τους ηθοποιούς του έναν αυθορμητισμό και μια αυθεντικότητα κόντρα στα στερεότυπα του εμπορικού σινεμά. Ο Κασσαβέτης λατρεύει τον ηθοποιό και τον καταγράφει μοναδικά. Η Ρόουλαντς στα Πρόσωπα είναι εκθαμβωτική - άλλωστε στα επόμενα έργα τους θα εξελιχθεί σε μια σπουδαία ηθοποιό. Η ειδική προβολή στην Καλιφόρνια είναι για μια ακόμα φορά καταστροφική, ενώ για μια ακόμα φορά η Βενετία τον σώζει. Επιστρέφει με πέντε βραβεία και γίνεται καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία. Προτείνεται μάλιστα για Όσκαρ σεναρίου. Αμέσως γυρίζει τους Συζύγους και στο «θίασο» προστίθενται ο Πίτερ Φολκ και ο Μπεν Γκαζάρα. Ακόμη μια ανέλπιστη επιτυχία. Πάντα χωρίς να προδίδει το καλλιτεχνικό του όραμα, χρησιμοποιώντας ερασιτέχνες, τους γονείς του, τα πεθερικά του, τα παιδιά του, βάζοντας υποθήκη το σπίτι του.
Μια ιδέα της ατμόσφαιρας που επικρατεί στα γυρίσματα, η δημιουργική «τρέλα» που γίνεται τέχνη, αποτυπώνεται στο Μια γυναίκα εξομολογείται. Επίσης: Μίνι και Μόσκοβιτς (όπου ο Σκορσέζε εργάζεται ως ηχολήπτης), Η δολοφονία ενός Κινέζου Μπουκμέικερ, Νύχτα Πρεμιέρας, Γκλόρια - Μέγα βραβείο στη Βενετία το 1980, «Αργυρή Άρκτος» - για την Ερωτική Θύελλα το 1984. Το 1981 επιστρέφει στην Ελλάδα για να παίξει στην κατά Μαζούρσκι σαιξπηρική Τρικυμία που γυρίζεται στο Αγκίστρι. Τα χρόνια που ακολουθούν σκηνοθετεί θέατρο και γράφει για τη μούσα του τη Γυναίκα Μυστήριο. Η τελευταία του ταινία, η ρομαντική κωμωδία Big Trouble, είναι ανάθεση της Columbia. Με σοβαρό πρόβλημα αλκοολισμού, και μετά από περιπέτεια τριάμισι χρόνων, πεθαίνει το Φλεβάρη του 1989 από κύρωση του ήπατος. Μόλις πενήντα εννέα χρόνων. Αφήνοντας παρακαταθήκη το φιλμικό του σύμπαν-ύμνο στην αγάπη και στον άνθρωπο. Δεν μένει παρά να αποτιμηθεί από τις επόμενες γενιές του χαμένου αμερικανικού ονείρου.
σχόλια