Αν έχεις ζήσει στην Ελλάδα τα τελευταία 45 χρόνια, είναι αδύνατο να μην έχεις πετύχει δουλειά του Παύλου Γκίκα στο δρόμο. Από τα χέρια του έχουν περάσει κυριολεκτικά όλες οι φίρμες -μικρές και μεγάλες- που κάτω απ' το πινέλο του μετατρέπονταν σε έργα τέχνης.
Ταμπέλες τεραστίων διαστάσεων, γιγαντιαίες, με προϊόντα που χαρακτήρισαν την κάθε εποχή και σήμερα έχουν μείνει απλά ενθύμια σε φωτογραφίες. Η κάρτα του Παύλου Γκίκα γράφει «International Advertising Company» επειδή ήταν πραγματικά καλλιτέχνης διεθνούς φήμης -έχει διδάξει την τέχνη του σχεδόν σε ολόκληρο τον κόσμο και έργα του στόλισαν τοίχους και ταμπλό επιγραφών σε ένα σωρό πόλεις πόλεις της Ευρώπης, της Αμερικής και της Αφρικής. Απλώνοντας πάνω στο τραπέζι τις δεκάδες φωτογραφίες από τις χειροποίητες ταμπέλες που τραβούσε κατά καιρούς, ξεδιπλώνει αναμνήσεις μιας ζωής και μας διηγείται απίθανες ιστορίες.
«Από δεκατριών χρονών ζωγράφιζα τις αφίσες των σινεμά. Και διαφημίσεις για πλυντήρια Candy, τσιγάρα Cooper, μακαρόνια Stella, Misko. Ανέβαινα πάνω στον τοίχο, κρεμασμένος, άλλοτε με σκαλωσιές και άλλοτε με αναβατόρια. Είχα γραφείο στην πλατεία Ομονοίας και εργαστήρια στην Στρατηγοπούλου και στην Λεωφόρο Γαλατσίου. Θυμάμαι έκανα τότε τα «πουλιά» της χούντας. Είχα πολλά καταστήματα σε όλα τα μέρη της Ελλάδας. Κι έχω κάνει έργα που δεν έχει κάνει κανένας. Επίσης, έχω γυρίσει και έχω διδάξει την τέχνη αυτή των διαφημίσεων σε πολλά κράτη: στο Νέο Μεξικό, στην Αφρική, στην Αγγλία, στη Γαλλία, στη Γερμανία, στη Ρωσία, παντού. Τους μάθαινα τη δουλειά. Θα τα δεις σε φωτογραφίες και θα πεις «είναι δυνατόν να γίνονται με τα χέρια αυτά τα πράγματα».
Σκεφτόμουν ότι και να γεράσω θα δίνω οδηγίες και θα τραβάνε τις γραμμές άλλοι για μένα και δεν φοβόμουν τίποτα. Καταργηθήκαν οι ταμπέλες και καλά για να μην χαλάνε το τοπίο. Υπάρχει κράτος που να μην έχει ρεκλάμες;
— Τις επιγραφές τις φτιάχνατε στο εργαστήριο και μετά τις μεταφέρατε;
Όχι, δούλευα στον τοίχο, επιτόπου. Ήταν τοιχογραφίες. Περνούσα πρώτα ένα άσπρισμα γερό δύο φορές και πάνω εκεί ζωγράφιζα. Με τετραγωνάκια μετρούσα.
— Ποια ήταν η διαδικασία; Πώς φτιάχνατε τα έργα σας;
Μου έδιναν το σχέδιο, το περνούσα σε χαρτί μιλιμετρέ, μετρούσα τους τοίχους και ανέβαζα την κλίμακα. Τράβαγα γραμμές από πάνω μέχρι κάτω με την ώχρα, έκαναν τον τοίχο με τετράγωνα, όπως το χαρτί. Ένα βουνό ολόκληρο. Τα περισσότερα μού τα δίνανε σε μακέτα και μου λέγανε π.χ. αυτό το θέλω σε 20 μέτρα. Και έκανα μόνος μου όλη τη δουλειά. Πήγαινα σε αυτόν που που είχε τη πολυκατοικία, τού έλεγα η πολυκατοικία βάζει υγρασία, θα στη μονώσω με πλαστικό και για να μην πληρώσεις τη μόνωση θα βάλω μια διαφήμιση, να την πληρώσει αυτός που διαφημίζεται. Τού έδινα και κάποια λεφτά και νοίκιαζα τον χώρο για 2-3 χρόνια.
— Τώρα τι κάνετε;
Περισσότερο κλασική δουλειά. Η χειροποίητη δουλειά δεν περνάει, δεν τη πληρώνει ο άλλος, δεν έχει λεφτά, κάνει ψηφιακό και τελείωσε.
— Μια επιγραφή μεγάλη πόσο κόστιζε;
Του ΦΙΞ για παράδειγμα, που την είχα κάνει σε όλη την Ελλάδα, αυτή με το ποτήρι που χυνόταν η μπύρα, μού έπαιρνε μια μέρα μόνο, επειδή είχα πάρει τον αέρα. Έπαιρνα τότε γύρω στις 240.000-280.000 δραχμές. Ξέρεις για τι λεφτά μιλάμε; Τότε πλήρωναν τους εργάτες 45 δραχμές την εβδομάδα. Με έναν τεχνίτη επάνω, εγώ και ο βοηθός μου. Αλλά ήταν άλλες εποχές. Μου έλεγε ο Κάρολος ο Φιξ, ο ίδιος: «Ρε, την τελείωσες σε μία μέρα; Εσύ θα μου αγοράσεις το εργοστάσιο σε δέκα μέρες!».
— Πείτε μου για τα «πουλιά» της Χούντας.
Α, τότε ήμουν 23 χρονών και είχα πολύ θράσος. Με το θράσος μου κατάφερα και πήρα τη δουλειά. Είχα ίδιο επώνυμο με τον Σόλων τον Γκίκα, τον υπηρεσιακό πρωθυπουργό, που αναλάμβανε προσωρινά κάθε φορά που άλλαζε η κυβέρνηση. Όλα τα κόμματα αυτόν βάζανε. Είχα ρωτήσει τον πατέρα μου και μού είχε πει ότι είχαμε κάποια μακρινή συγγένεια. Αυτό το εκμεταλλεύτηκα. Όταν βγήκε η Χούντα, δεν έμπαινε κανένας μέσα στη βουλή. Εγώ πήγαινα, έδειχνα ταυτότητα και έλεγα «Είμαι ανιψιός του Γκίκα» και με άφηναν και έμπαινα! Μία μέρα πήγα στη βουλή και απαίτησα να δω τον Παπαδόπουλο. Μου λένε «Ποιόν θέλετε» -«Τον κύριο Παπαδόπουλο» -«Στον Κύριο Παπαδόπουλο δεν μπορείς να μιλήσεις»- «Μα, είμαι εκ μέρους του κυρίου Γκίκα, είμαι ανιψιός του». Μου λένε θα μιλήσεις με τον ιδιαίτερό του. Ο ιδιαίτερος ήταν ο στρατηγός Μουτούσης. Λοιπόν, με δέχεται ο Μουτούσης, το δεξί χέρι του Παπαδόπουλου. Του λέω «Απαιτώ όλη τη δουλειά της υπαίθριας διαφήμισης». Μου λέει «Τι θα πει απαιτείς»; Του λέω «Το απαιτώ γιατί είμαι ο μόνος δεξιός καλλιτέχνης που υπάρχει εν Ελλάδι»!. Έτσι του είπα, γιατί και ο Γκίκας ήταν δεξιός. Και μου υπέγραψε το χαρτί να πάρω όλη την επικράτεια! Περνούσα από όλα τα μέρη της Ελλάδας, καθόμουν από μια βδομάδα στην κάθε περιοχή και τους γέμιζα πουλιά! Είχα κάνει και το πουλί στο Παναθναϊκό Στάδιο που άναβε, με το νέον. Μετά έκανα τα λάστιχα της Pirelli. Όταν έκανα το πρώτο, ήρθαν απ' την Ιταλία τέσσερις με ρεπούμπλικα. Τούς θυμάμαι σαν τώρα. Μου ζήτησαν να πάω στην Ιταλία, να μείνω στην εταιρία και να ζωγραφίζω τα λάστιχα. Εγώ από την φύση μου δεν μπορώ να εξαρτηθώ από κανέναν, θέλω να είμαι ελεύθερος, γι' αυτό δεν ήθελα να πάω παρόλο που μου δίνανε ένα σωρό λεφτά. Οπότε, μου λένε «εντάξει, θα σε φωνάζουμε και θα έρχεσαι να τα φτιάχνεις». Αυτό που μετρούσε όταν έκανα τα λάστιχα (και εγώ κατά λάθος το πέτυχα) ήταν ότι ζωγράφισα τις γραμμές μέσα στα λάστιχα, το τρακτερωτό κομμάτι, με μαύρο ξεκίνημα και γκρίζο ανοιχτό στο βάθος. Έτσι όπως προχωρούσες στον δρόμο και κοίταζες το λάστιχο νόμιζες ότι γυρνούσε! Εξαιτίας του βάθους που είχα βάλει στο χρώμα νόμιζε ο άλλος όταν προχωρούσε ότι έστριβε το λάστιχο ολόκληρο και σου "λεγε «Πώς κουνιέται αυτό το πράγμα»;
— Ποτέ κάνατε τις τελευταίες μεγάλες τοιχογραφίες;
Γύρω στο '87-'88. Μετά άρχισε η εκτύπωση σε μουσαμάδες. Συνεργάστηκα με την ΑΛΜΑ, εγώ ήμουν ο τεχνικός της εταιρίας. Στο τέλος της δεκαετίας του '80 τέλειωσε η δουλειά με το χέρι. Εμένα δεν μου αρέσει η ηλεκτρονική δουλειά, είμαι της κλασσικής. Όχι φωτογράφιση και μεγέθυνση. Και παρόλο που έχω φτάσει σε μια ηλικία, έχω χέρι σταθερό και τώρα που με βλέπεις. Τραβάω γραμμή και είναι ξυράφι.
— Πώς ξεκινήσατε να τα κάνετε αυτά; Πήγατε σε καμία σχολή;
Όχι, σε καμία. Ο πατέρας μου ήταν δάσκαλος. Το ίδιο και οι αδερφές μου και όλη η οικογένειά μου. Μου άρεσε η καλλιτεχνία από μικρός. Είχα γραφτεί σε μια σχολή ζωγραφικής, την ABC, αλλά όταν τους έστελνα τη δουλειά μου μου λέγανε δεν χρειάζεσαι μαθήματα εσύ. Πρέπει να έρθεις να διδάξεις. Έλεγα «Μα γιατί, θέλω να μάθω» – «Τι να μάθεις; Αυτά που κάνουμε εμείς είναι για τη πρώτη δημοτικού». Δεν με δεχτήκανε. Ασχολήθηκα μόνος μου. Την αγαπούσα την δουλειά. Και σήμερα την αγαπάω. Συνεχίζω να κάνω κάποιες δουλειές. Αλλά δεν πληρώνεσαι τώρα.
— Ποια ήταν η καλύτερη εποχή για τις επιγραφές;
Για μένα, από την χούντα και μετά. Μέχρι που σταμάτησαν οι υπαίθριες επιγραφές. Μέχρι τότε δούλευα σε ταράτσες, έκανα επιγραφές με το χέρι. Τώρα, εδώ και δυόμισι χρόνια, έχει σταματήσει. Με παίρνουν τηλέφωνο πολλοί, αλλά όταν τους λέω την τιμή δυσανασχετούν. Οπότε δεν πάω. Ευτυχώς έμαθα τον γιό μου να κάνει τα ψηφιακά.
Μάς δείχνει μια τεράστια κατασκευή που είχε φτιάξει (αρκετές φορές, σε διαφορετικά σημεία) για τα τσιγάρα Rothmans: ένα γιγαντιαίο πακέτο ύψους 18 μέτρων με το επάνω μέρος ανοιχτό και τρία τσιγάρα να προεξέχουν. «Ήταν κατασκευές δεν ήταν μόνο ζωγραφική. Από το μηδέν. Για να μεταφερθούν τα μισά τα τσιγάρα χρειαζόταν ένα ολόκληρο φορτηγό», μας εξηγεί. «Μια πολυκατοικία ένα πακέτο. Όταν ήρθαν από την Αγγλία και είδαν αυτό το πακέτο, σήκωσαν τα χέρια. Είπαν είναι αδύνατον». Μάς δείχνει μια παρέα μαύρων χαμογελαστούς πάνω στους πάγκους. «Είναι στην Αφρική, είχα πενήντα άτομα και τους μάθαινα την τέχνη. Μια μέρα που γιόρταζα, ανέβηκαν στους πάγκους και χόρευαν. «Έχω κάνει τόσα πράγματα που δεν πιστεύουν ότι τα έχω κάνει όλα με τα χέρια. Μου λένε «Ρε, πόσα χρόνια έζησες»; Με τα χέρια δεν προχωράει η δουλειά.
— Έχει παραμείνει καμιά επιγραφή;
Υπήρχε μία μέχρι και πέρσι στην Καλλιρόης, η ΦΙΞ.
— Η πιο δύσκολη δουλειά που έχετε κάνει;
Στο ρολόι της Certina κουράστηκα πιο πολύ. Είναι κέντημα. Με το πινέλο. Άλλος στη θέση μου θα έλεγε «άι σιχτίρ, βαρέθηκα να ζωγραφίζω με το πινέλο μέσα στο χωράφι». Και μου πήρε μια βδομάδα. Για να καταλάβεις, πολυκατοικίες 6-7 ορόφων τις τελείωνα σε μια μέρα. Κι έχουν σκοτωθεί άνθρωποι εκεί που στήναμε σκαλωσιές. Στην Αφρική έναν τον έκαψε το ρεύμα. Άσε, έχω πάθει ζημιές σε εργάτες. Αλλά είναι δύσκολα, δεν είναι όπως τα βλέπεις τώρα στη φωτογραφία. Για αυτό του λέω του γιου μου «τώρα δουλεύετε σε γραφείο. Τότε προς νερού μου ήθελα να πάω και δεν πήγαινα, γιατί πού να κατέβω από εκεί πάνω και να ξανανέβω». Ο Σαντέ με τα τσιγάρα, 90 χρονών με έβλεπε και μου έλεγε «Γιός μου είσαι, δεν θα πας πουθενά, θα μείνεις εδώ στην εταιρία να κάνεις επιγραφές».
— Τόσα λεφτά που παίρνατε τι τα κάνατε;
Έφτιαξα τέσσερα σπίτια. Έβαζα μάρμαρα, τζάκια. Έχω δώσει 5 εκατομμύρια για τζάκι. Και άλλα 6 για μπογιές. Αλλά δεν πίστευα ποτέ ότι αυτή η δουλειά θα σταματήσει. Σκεφτόμουν ότι και να γεράσω θα δίνω οδηγίες και θα τραβάνε τις γραμμές άλλοι για μένα και δεν φοβόμουν τίποτα. Καταργηθήκαν οι ταμπέλες και καλά για να μην χαλάνε το τοπίο. Υπάρχει κράτος που να μην έχει ρεκλάμες;
— Ανταγωνιστές είχατε;
Που να κάνουν στο χέρι; Κανέναν. Με βλέπανε πάνω κρεμασμένο και μου λέγανε «Η μάνα σου το ξέρει»; Πήγαινα σε όλα τα κράτη. Πήγα στη Νυρεμβέργη και έκανα το σήμα της Volkswagen, τεράστιο. Με έκλεισαν από δω και πήγα και τους το έκανα. Πληρωμένα όλα. Στην ΑΛΜΑ είχα τρεις χιλιάδες άτομα προσωπικό σε όλη την Ελλάδα. Με εμπιστευόταν τόσο πολύ ο ιδιόκτητης που μού έλεγε όσα υπογράψεις εσύ, τόσα θα πάρουν. Σιδεράδες, ξυλουργοί, κατασκευαστές, αφισοκολλητές. Όλοι αυτοί έμειναν στο δρόμο μαζί με τις οικογένειές τους όταν τόσο ξαφνικά έκλεισε η εταιρία. Μεγάλο λάθος ο νόμος που βγήκε. Ας είχαν μπει περιοριστικοί όροι, όχι όμως να καταργηθούν όλες οι πινακίδες.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε πρώτη φορά τον Μάιο του 2015 ©grekamag.gr