Καινοτόμα και ευρηματική αρχιτεκτονική, βασισμένη στη δημιουργικότητα, στην έρευνα και επίσης στον σεβασμό του φυσικού περιβάλλοντος, αποτελούν την φιλοσοφία και το σχεδιαστικό στίγμα της Potiropoulos+Partners. Το διακεκριμένο αρχιτεκτονικό γραφείο έχει θεμελιωθεί στο χώρο με έργα υψηλής ποιότητας για τους πελάτες του, μέσω μιας σχεδιαστικής προσέγγισης που αναζητεί νέους τρόπους σκέψης και έκφρασης. Το γραφείο ιδρύθηκε το 1989 από τους Δημήτρη Ποτηρόπουλο και Λιάνα Νέλλα-Ποτηροπούλου και έχει καθιερωθεί ως ένα από τα κορυφαία και μεγαλύτερα αρχιτεκτονικά γραφεία αιχμής στην Ελλάδα, με έδρα την Αθήνα και το Λονδίνο. Σήμερα, με 30 χρόνια εμπειρία, και τη συμμετοχή πλέον και του γιου τους Ρήγα Ποτηρόπουλου, η δημιουργική αυτή ομάδα ταλαντούχων αρχιτεκτόνων απευθύνεται στην παγκόσμια αγορά, παρέχοντας πλήρεις υπηρεσίες σχεδιασμού, σε όλο το φάσμα, τις τυπολογίες και τις κλίμακες των αρχιτεκτονικών και πολεοδομικών έργων.
Ένα από τα πιο πρόσφατα project με τη σφραγίδα της Potiropoulos+Partners αναπτύσσεται στη Βούλα, ένα νότιο προάστιο της Αττικής που πρόσφατα έχει αρχίσει να αποκτά δική του δυναμική στην αρχιτεκτονική εξέλιξη.
Η περιγραφή του The Sea-Through Effect από την Potiropoulos+Partners
Κατά την επεξεργασία του concept για το συγκρότημα κατοικιών στη Βούλα προσεγγίστηκε η οργάνωση δύο συνδεδεμένων ορθογώνιων όγκων, παράλληλων προς τη μεγάλη πλευρά του οικοπέδου, που συνδιαλέγονται με τα φαινόμενα του Τόπου. Αντιδρώντας στον προσανατολισμό, στις θέες, στη διεύθυνση των ανέμων, και στις μεταμφιέσεις του τοπίου ανάλογα με την εποχή, το συγκρότημα υιοθετεί κάθε φορά διαφορετικά πρόσωπα, καθώς η μετάβαση από το φυσικό στοιχείο στο αστικό εγκαθιστά ένα σύνολο διαδραστικών σχέσεων αποκαλύπτοντας τον καμβά πάνω στον οποίο αναπτύσσεται το αρχιτεκτονικό συντακτικό. Βασική επιλογή αποτέλεσε η επινόηση χειρονομιών που αντιμετωπίζουν τα δυο κτίρια όχι στενά ως λειτουργία, αλλά ως ένα σύνολο πολλαπλών εμπειριών. Η αφήγηση που ξεδιπλώνεται δεν είναι απλά μια εικονογραφική μεταφορά, αλλά μια διαρκής διάδραση με το περιβάλλον που προτρέπει τον χρήστη να αφουγκραστεί την συνομιλία του σύγχρονου τρόπου κατοίκησης με την φύση. Εννοιολογικά η ηθική του σχεδιασμού προκύπτει από το «habitus», δηλαδή τις «συνήθειες», σχετίζεται με τον τρόπο ζωής, με την ατμόσφαιρα της διαβίωσης, δεν απευθύνεται άμεσα στο κτίριο/κατασκευή αλλά κυρίως στο βίωμα που αυτό προκαλεί.
Κρίσιμο θέμα της αρχιτεκτονικής σύνθεσης αποτέλεσε η διαχείριση των ορίων που ρυθμίζουν κινήσεις, στάσεις και θεάσεις, τις σχέσεις δημόσιου και ιδιωτικού χώρου. Στο πλαίσιο αυτό, η συγκεκριμένη ορθοκανονική ιδέα μορφής περιβάλλεται από μη κανονικής γεωμετρίας «φίλτρα-κλωστρά», που «ανοίγουν» ή «κλείνουν» συνομιλώντας με τον προσανατολισμό και τις διαβαθμίσεις της θέας. Στους μεγάλους προβόλους των βεραντών και στο δώμα αναπτύσσεται πλούσια φύτευση, ενώ αντίστοιχα η διαμόρφωση του κήπου με γήινα υλικά και πυκνές συστάδες δέντρων ενισχύει τον διάλογο των κτιρίων με την φύση, που αποτελεί και την κυρίαρχη επιδίωξη. Η φύση είναι ο τελικός υποδοχέας των ανθρώπινου παραγόμενου έργου αλλά και της ίδιας μας της ύπαρξης, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του κύκλου της ζωής αντιπροσωπεύοντας μία αρχετυπική αξία σταθερή και αδιαπραγμάτευτη. Ο διάλογος αυτός, όπως εκφράζεται χωρικά, διαθέτει υλικότητα, πυκνότητα, βαρύτητα, θερμοκρασία και ακουστική ποιότητα, στοιχεία που δεν έχουν να κάνουν με αφηρημένες έννοιες αλλά με μια εμπεριστατωμένη εμπειρία.
Το “The Sea-Through Effect” βασίζει τον συνθετικό χειρισμό του στην ισχυρή αντίστιξη χρωμάτων και υφών μεταξύ του κτίσματος (λευκού, μαλακού, λείου) και του φυσικού στοιχείου (γαιώδους, αδρού, σκληρού). Μέσα από τον αποχρωματισμό του γίνεται αναγνωρίσιμη η ομογενοποιητική αντιμετώπιση του φλοιού, ενώ αντίστοιχα λευκές σκηνογραφίες, που εμπλέκουν μια ποικιλία υλικών -–διάτρητα ή συμπαγή, διαφανή ή ημιδιαφανή, φυσικά ή βιομηχανικά– δίνουν το ύφος στους εσωτερικούς χώρους όπου επικρατεί το φυσικό φως. Στην αρχιτεκτονική γλώσσα που υιοθετήθηκε το λευκό αποτελεί μία σιωπηλή δήλωση παρουσίας, είναι τα πάντα και ταυτόχρονα διαφορετικό. Την στιβαρή αυτή αρχιτεκτονική καλύπτουν τα κλωστρά ελαφρύνοντας το αισθητικό της βάρος, καθώς οι διάτρητες επιφάνειές τους ρυθμολογούν την επίδραση του φυσικού φωτός δημιουργώντας ένα πορώδες όριο που φιλτράρει τη φύση και τα βλέμματα. Ταυτόχρονα προσδίδουν στις όψεις μία αίσθηση λεπτότεχνη. Αντίστοιχη είναι η διαμόρφωση της περίφραξης που καλείται να εξυπηρετήσει τις λειτουργικές απαιτήσεις της προστασίας και της υποδοχής.
Μέσα από τους επιμέρους αυτούς χειρισμούς παράγεται τελικά μία ολοκληρωμένη δομή που δηλώνει την εξισορρόπηση όλων αυτών των σχέσεων αναδεικνύοντας την συνολική συνθετική λογική του συγκροτήματος. Ο σχεδιασμός ενσωματώνει έμμεσα την μνήμη του ελληνικού μοντερνιστικού περιαστικού βιώματος, χωρίς εμμονή σε ένα ιδίωμα που θα υπογράφει μονοσήμαντα έναν συγκεκριμένο τρόπο φορμαλιστικής ερμηνείας του. Το συγκρότημα γίνεται αντιληπτό ως τοπόσημο που καλείται να επηρεάσει την μικροκλίμακα στην οποία εντάσσεται συμβάλλοντας στην ανασύνταξη της τοπικής αστικής κατάστασης.