Τη διαδρομή από την Αθήνα στην Κόρινθο θα τη διανύσουμε γρήγορα, αποφεύγοντας την οσμή της βαριάς βιομηχανίας στον αέρα και την έντονη κίνηση στο οδικό δίκτυο από τις εμπορικές φορτο-εκφορτώσεις. Θα χρειαστεί μια αφορμή, αλλά πρωτίστως η πολυτέλεια του χρόνου για να ακολουθήσουμε την παλιά εθνική οδό και να παρατηρήσουμε όλα όσα μπορεί να μας αποκαλύψει.
Πάνω σε αυτόν τον δρόμο, 27 χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας, στον Λουτρόπυργο Αττικής, επέλεξε να χτίσει την εξοχική του κατοικία για τις καλοκαιρινές διακοπές και τα Σαββατοκύριακα ο πολιτικός Λάμπρος Ευταξίας. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερο κομμάτι γης, έναν βράχο ο οποίος προκύπτει, θαρρείς, από τη δύναμη που ασκεί το άκρο του όρους Πατέρα, γνωστό ως Τρικέρι, στην προσπάθειά του να βγει στη θάλασσα ‒ πρόκειται για ένα όριο γνωστό από την αρχαιότητα και ως το σύνορο μεταξύ της Αττικής και του Θριάσιου Πεδίου και της Μεγαρικής Πεδιάδα.
Ο Λάμπρος Ευταξίας είναι ελάχιστα γνωστός, παρά τη συνεχή παρουσία και κυρίως την επιρροή που άσκησε επί δεκαετίες στην ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας. Την ίδια στιγμή, όμως, είναι πολύ γνωστή και ζωντανή η παρακαταθήκη του μέσω του Ιδρύματος Βούρου-Ευταξία, όπως το Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών,με μια σπουδαία συλλογή τέχνης και ένα πολύ σημαντικό ιστορικό αρχείο. Μέρος αυτής της κληρονομιάς αποτελεί και το κτήμα Ευταξία με δύο εξοχικές κατοικίες και την έκταση που τις περιβάλλει.
Παίρνοντας την απαραίτητη απόσταση, με σταθερό το βλέμμα προς το κτίσμα και τον τρόπο που αυτό στέκει στο έδαφος, μπορεί να κατανοήσει κανείς την κεντρική ιδέα της αληθινής ελληνικής αρχιτεκτονικής. Μπορεί να διακρίνει κανείς το «κοινό και το κύριο» που περνάει πάνω και μέσα από τα αισθητικά ρεύματα και τις επιμέρους μορφολογίες.
Εξοχική κατοικία, του αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη (1913-1993)
Πρόκειται για το δεύτερο κτίσμα που θα αντικρίσει κανείς, αφού περάσει τη μεγάλη καμπυλωτή πύλη του κτήματος. Είναι το πρώτο αρχιτεκτονικό έργο του Άρη Κωνσταντινίδη, που το ολοκλήρωσε το 1938, μόλις δύο χρόνια μετά το τέλος των σπουδών του στο Πολυτεχνείο του Μονάχου, σε ηλικία 25 ετών. Απέχει λίγα βήματα από ένα μικρό λευκό ξωκλήσι προς τη μεριά της θάλασσας, αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο, ενώ εμφανίζεται αναπάντεχα στον περιπατητή μετά από μια καμπύλη διαδρομή, κοιτάζοντας αυτήν τη φορά προς το βουνό. Είναι μια έκπληξη και ταυτόχρονα είναι σαν να βρίσκεται εκεί από πάντα. Πρόκειται για ένα λιτό, λευκό κτίσμα με αρχαϊκή δομή. Μοιάζει με αρχαίο κλασικό ναό, με κυκλαδίτικη μονόχωρη αγροικία και την ίδια στιγμή με μια ανώνυμη κατασκευή υπαίθριας ζωής σε ένα μεσογειακό τοπίο. Θα προσεγγίσει κανείς το εσωτερικό από την «πλαϊνή» ανατολική αυλή, αφού ανέβει αρκετούς αναβαθμούς που δεν θα τον κουράσουν μεν, αλλά θα τον φέρουν στο ιδανικό επίπεδο θέασης του Σαρωνικού. Εδώ η αρχιτεκτονική είναι ταυτόχρονα το κτίριο και το τοπίο μαζί, ένα αδιαίρετο όλον, μια συνουσία.
Το σημείο εισόδου είναι το όριο δύο διαφορετικών εσωτερικών επιπέδων κάτω από μία, ενιαία οροφή. Το ανώτερο επίπεδο αποτελείται από τον χώρο του ύπνου, ο οποίος απομονώνεται από ένα υφασμάτινο πέτασμα, το μπάνιο, με κοινόχρηστο νιπτήρα, και τον χώρο της κουζίνας, που επιστρέφει με μια επιπλέον ροή στην αρχική αυλή. Δύο νεότερα μικρά δωμάτια επεκτείνονται προς τον Βορρά, παράλληλα με μια εσωτερική αυλή, ως βοηθητικοί χώροι.
Από την άλλη, το κατέβασμα στο χαμηλότερο επίπεδο, που αποτελεί τον καθημερινό χώρο, οδηγεί στην μπροστινή, κύρια όψη. Εκεί ανοίγεται η αρχετυπική στοά (μια πέργκολα με κληματαριά άλλοτε) προς τον Νότο και τη θέα. Το σώμα περνά μέσα από τρία κάθετα ανοίγματα τα οποία οριοθετούνται από τους πέντε πεσσούς που βρίσκονται σε επαφή με το κτίριο και βγαίνει στο περιστύλιο που δημιουργούν ισάριθμοι πεσσοί στην ορισμένη απόσταση. Η θέα του ορίζοντα καδράρεται ανάμεσα στα κάθετα δομικά στοιχεία και ταυτόχρονα τα ίδια αυτά στοιχεία ελέγχουν το διαγώνιο φως και τα αδιάκριτα βλέμματα που εισβάλλουν στο σπίτι. Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που ετούτοι οι πεσσοί, ενώ δεν φέρουν παρά μια ελαφριά, εφήμερη κατασκευή, αποκτούν έναν όγκο πιο κοντά στο ανθρώπινο μέτρο, στο κάθισμα ενός σώματος σε μια πεζούλα, στον χώρο επάνω στον οποίο γέρνει μια πλάτη για να στηριχτεί.
Τόσο ο χώρος ύπνου όσο και ο χώρος καθιστικού έχουν αντίστοιχες εστίες. Το δάπεδο είναι στρωμένο με το κόκκινο μάρμαρο της περιοχής, ενώ δεν μπορεί να μην παρατηρήσει κανείς εκείνες τις ιδιαίτερες κατασκευαστικές λεπτομέρειες, όπως το λαξευμένο σε μάρμαρο ντους ‒ένα βήμα πιο χαμηλά από το τελικό δάπεδο–, καθώς και τις επιμελημένες εσοχές μέσα στις οποίες κρύβεται το υφασμάτινο πετάσμα. Ο λευκός σοβάς καλύπτει την αλήθεια της κατασκευής (που αναπόφευκτα και μοιραία αποκαλύπτει ο χρόνος), όμως αυτό θα συμβεί εδώ για πρώτη και τελευταία φορά στην εργογραφία του Άρη Κωνσταντινίδη, καθώς δεν θα ξαναχτίσει χρησιμοποιώντας τον σοβά ως επικάλυψη. Ακόμα και σήμερα, μετά από χρόνια χωρίς συντήρηση, δεν χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια ούτε ιδιαίτερη γνώση για να νιώσει κανείς το ελαφρύ δροσερό ρεύμα αέρα από τα μεγάλα ανοίγματα της μεσημβρίας προς το μικρό βορινό παράθυρο λίγο πιο ψηλά.
Πρόκειται για ένα «δοχείο ζωής»
Παίρνοντας την απαραίτητη απόσταση, με σταθερό το βλέμμα προς το κτίσμα και τον τρόπο που αυτό στέκει στο έδαφος, μπορεί να κατανοήσει κανείς την κεντρική ιδέα της αληθινής ελληνικής αρχιτεκτονικής. Μπορεί να διακρίνει κανείς το «κοινό και το κύριο» που περνάει πάνω και μέσα από τα αισθητικά ρεύματα και τις επιμέρους μορφολογίες. Να δει τη γεωμετρία του τόπου μέσα από τη γεωμετρία της κατασκευής πάνω σε αυτόν. Κοιτώντας το κτίσμα, καθώς πέφτει το δυτικό φως, ενώ στο βάθος διαφαίνονται η Ελευσίνα και το όρος Αιγάλεω, μπορεί να δει κανείς τις μολυβιές πίσω από τα τοιχία. Εκείνο το στάδιο της αρχιτεκτονικής, όπου οι πρώτες γραμμές στο χαρτί ακούγονται σαν τα πρώτα λεπτά μιας ορχήστρας λίγο πριν από τη συναυλία. Τότε που όλα τα διαφορετικά στοιχεία αρχίζουν να βρίσκονται μεταξύ τους λίγο πριν από τον απόλυτο συντονισμό.
Μεταγενέστερη κατοικία στα δυτικά, του μηχανικού Γ. Βογιατζή
Ανάλογα με την πολιτική πρόοδο του Λάμπρου Ευταξία και την ανάμειξή του στα πολιτικά πράγματα διαμορφώνεται και το κτήμα. Δημιουργείται μια νέα, δεύτερη κατοικία που περιλαμβάνει επεκτάσεις και μετατροπές. Ένας μεγάλος και πλατύς πλακόστρωτος δρόμος ανάμεσα στις δύο κατοικίες δημιουργεί την απαραίτητη ισορροπία, ώστε τα δύο κτίρια να μπορούν να στέκουν μαζί, στον ίδιο βράχο, χωρίς το ένα να ανταγωνίζεται το άλλο.
Η νέα κατοικία είναι πολύ μεγαλύτερη σε όγκο και έχει πλέον έναν χαρακτήρα μονιμότερης διαμονής. Πρόκειται για ένα κτίριο που ακολουθεί την κλίση του εδάφους, αλλά χωρίζεται σε επάλληλα επίπεδα, με διαφορετικές πλάκες και στέγες. Έχει τα μέγιστα δυνατά ανοίγματα για τα κατασκευαστικά δεδομένα και την τεχνογνωσία της εποχής. Η είσοδος πλέον μεταφέρεται στη δυτική πλευρά του κτήματος με έναν νέο αυτοκινητόδρομο, ενώ η γενική κάτοψη δείχνει μια περισσότερο μηχανική επίλυση των διακεκριμένων χώρων.
Το επίπεδο εισόδου αποτελείται από έναν μεγάλο χώρο διημέρευσης στραμμένο προς τη θέα, με μεγάλους εξωτερικούς χώρους και μπαλκόνια που φαίνεται να τελειώνουν στον ορίζοντα της θάλασσας. Προς τον Βορρά, μια μεγάλη σε έκταση και εντυπωσιακή σε χωρητικότητα και λειτουργία εμπορική κουζίνα καταδεικνύει τη χρήση της νέας κατοικίας στη νέα εποχή. Υπάρχουν επιπλέον βοηθητικοί χώροι και powder room ξένων με πολύχρωμες, ζωγραφισμένες στο χέρι ταπετσαρίες, οι οποίες σώζονται άθικτες. Δεν μπορεί να μη σταθεί κανείς στην επιμέλεια και στην αρτιότητα της κατασκευής σε κάθε σημείο – από τα προηγμένα ηλεκτρολογικά και μηχανολογικά δίκτυα έως τις ιδιόχειρες λεπτομέρειες των σύμμεικτων κουφωμάτων και την ποιότητα των υλικών, πρόκειται για μια τέλεια επιμελημένη κατασκευή.
Στο κατώτερο επίπεδο, η κλειστή στοά αποτελεί τον μυσταγωγικό χώρο του δείπνου, όπου βρισκόταν ένα επίμηκες μοναστηριακό τραπέζι κάτω από την αψιδωτή οροφή. Και ενώ όλα αυτά συμβαίνουν στους πιο δημόσιους χώρους της κατοικίας, την ίδια στιγμή, στους πιο ιδιωτικούς χώρους των υπνοδωματίων διατηρούνται τα ελάχιστα και απολύτως απαραίτητα για τον ιδιοκτήτη. Τα δύο σχεδόν ισάξια master υπνοδωμάτια, με μια σύγχρονη διαρρύθμιση για την εποχή, έχουν διαφορετική κλίμακα από το υπόλοιπο κτίσμα, παρότι περιλαμβάνουν en suite χώρους μπάνιου και dressing δωματίων, ασυνήθιστων για την εποχή.
Αξίζει να παρατηρήσει κανείς πως ανάμεσά στα δύο υπνοδωμάτια μια προστατευμένη αυλή με διώροφο ύψος αναφέρεται σε έναν κοινό τόπο συνάντησης των δωματίων, ίσως με ένα ελαφρύ πλεονέκτημα προς το ανατολικό δωμάτιο, με τα ανοίγματα προς τις κατευθύνσεις της μεσημβρίας (γνωστό και ως το δωμάτιο του επιστήθιου φίλου του Λάμπρου Ευταξία, Κωνσταντίνου Καραμανλή). Είναι σε αυτό το επίπεδο των ιδιωτικών δωματίων που το πέτρινο τοιχίο της όψης σχηματίζει θέες μέσα από τόξα, σαν να φέρνει τη γη ένα βήμα μπροστά για να προστατέψει την ιδιωτικότητα των χρηστών.
Διαμόρφωση περιβάλλοντος χώρου – το «ανάμεσα»
Όσο σημαντική είναι η φροντίδα του τρόπου με τον οποίο διαχειρίζονται ο ιδιοκτήτης και ο αρχιτέκτονας το χτίσιμο πάνω σε ένα τέτοιο σημαντικό τοπίο, άλλο τόσο, ίσως και περισσότερο σημαντική φαίνεται να είναι εδώ η διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου. Μάλλον δεν υπάρχει πιο τρανή απόδειξη γι' αυτό από την υπαίθρια διαμόρφωση του εδάφους σε μια ανθρώπινης κλίμακας σκακιέρα για τον ιδιοκτήτη και τους οικείους του. Ακόμα και το πλέξιμο των λευκών μαρμάρων, των πακτωμένων μες στο χώμα, θυμίζει ξανά και ξανά πως ο «βίος εν Ελλάδι είναι υπαίθριος».
Ένα πυκνό δίκτυο πλακόστρωτων μονοπατιών με συχνά πλατώματα σε σημεία ιδιαίτερης θέασης ‒κατά τις «πικιωνικές» διαδρομές– μπορεί να οδηγήσει τον περιπατητή ανά τακτά σημεία σε στιγμές δροσισμού, όπου κρήνες και στοιχεία νερού κάνουν πιο ευχάριστη τη διαδρομή. Πρόκειται για ένα δίκτυο το οποίο απλώνεται σε όλο τον βράχο του κτήματος, ενώ σε κάθε βήμα φαίνεται η αρμονία του σώματος με τις κλίσεις του εδάφους. Είναι κάτι που δεν φαίνεται τυχαίο, αν αναλογιστεί κανείς τη μακρά εμπειρία και κατάρτιση του ιδιοκτήτη στην πεζοπορία. Ταυτόχρονα, υπάρχουν πολλές κατεβασιές σε μια σειρά μικρών ιδιωτικών λιμανιών στη θάλασσα. Κάποια έχουν διαμορφωθεί σε προβλήτες και χώρους λεμβαρχείου και κάποια άλλα σε μικρές παραλίες για μπάνιο. Μπορεί να πει κανείς πως η διαμόρφωση αυτή είναι ακόμα ένα χτίσιμο του τόπου.
----------------------------------
Ο χώρος του κτήματος Ευταξία, παρά την απουσία συστηματικής χρήσης στην εποχή μας, δεν θα μπορούσε να μην αποτελεί έναν σημαντικό τόπο αναφοράς της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ελευσίνας για το 2021. Αποτελεί, άλλωστε, ένα από τα ελάχιστα εκείνα κομμάτια τη δυτικής εισόδου των Αθηνών που μπορούν θυμίσουν την παραθεριστική περίοδο της περιοχής πριν από την απότομη βιομηχανική ανάπτυξη και την απόλυτη αλλοίωση του κόλπου της Ελευσίνας.
Η κατοικία του Άρη Κωνσταντινίδη στέκει προστατευμένη από τη φύση και τις δυνάμεις της βαρύτητας τις οποίες η ίδια φέρει. Καθεμιά επίσκεψη σε αυτήν είναι ένα ιδιαίτερο, προσωπικό μάθημα αρχιτεκτονικής, αλλά κυρίως μια υπενθύμιση της διαχρονικής αξίας της ελληνικότητας.
Το ζήτημα θα βρίσκεται πάντα στις δυνατότητες και τη διαχείρισή τους. Ποια είναι, άραγε, η κατάλληλη και ταυτόχρονα βιώσιμη χρήση του κτήματος στη σημερινή εποχή; Με ποιον τρόπο μπορεί να αξιοποιηθεί η πολιτιστική ταυτότητα τόσο της ιστορίας του συγκεκριμένου τόπου όσο και της ζωής του ιδιοκτήτη, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτήν; Ποια η σημασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της χώρας, η οποία μονίμως παραβλέπει την αληθινή αρχιτεκτονική; Ίσως, πάλι, αυτός ο βράχος να πρέπει να ακολουθεί πάντα το ίδιο το βήμα του Λάμπρου Ευταξία. Στέκει στο πιο σημαντικό σημείο, με τα πόδια στη γη και το βλέμμα στην απέναντι όχθη της Σαλαμίνας, αλλά επιλέγει να μένει στη σκιά του όρους Πατέρα, στο όριο μεταξύ Αθηνών και Μεγαρικής Πεδιάδας.
_____________
Ευχαριστούμε θερμά τον Στέφανο Καβαλλιεράκη, ιστορικό και νέο διευθυντή του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών του Ιδρύματος Βούρου-Ευταξία για την πολύτιμη βοήθειά του καθώς και για το σημαντικό αδημοσίευτο αρχειακό υλικό, τον επιστάτη του κτήματος, Βασίλη Κασαπόγλου, που με ιδιαίτερη ευαισθησία φροντίζει το κτήμα και μοιράζεται τις άγνωστες γωνιές του, αλλά και τον αρχιτέκτονα Δημήτρη Κωνσταντινίδη για τη σημαντική συζήτηση πάνω στο έργο και την αρχιτεκτονική του Άρη Κωνσταντινίδη.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 2.12.2019