Περνώντας το μυστηριακό τοπίο των Δελφών, δεν μπορεί παρά να τραβήξει το βλέμμα σου ο περιτριγυρισμένος από τα φωκικά βουνά ελαιώνας. Στην άκρη του και ένα μόλις βήμα πιο ψηλά, θα συναντήσει κανείς την Άμφισσα, η οποία άλλοτε θαρρείς πως γαντζώνεται στις νότιες απολήξεις της Γκιώνας και άλλοτε πως στέκει ως φάρος να εποπτεύει τα περάσματα της περιοχής. Ωστόσο, ακόμα κι αν αυτή η διαδρομή είναι στην πραγματικότητα μια ανάβαση στην καρδιά της ηπειρωτικής Ελλάδας, αυτό το πέρασμα από τον δελφικό ελαιώνα δεν είναι παρά σαν εκείνη την τελευταία μεγάλη αναπνοή πριν βυθιστείς στον βυθό της θάλασσας και μαζί στον χωροχρόνο.
Σε αυτά τα μέρη είναι που βρίσκεις ξανά την (αληθινή) αρχιτεκτονική των περασμένων χρόνων και την ίδια στιγμή έρχεσαι αντιμέτωπος με το ερώτημα που δύσκολα μπορείς να απαντήσεις: άραγε είσαι εσύ ο ίδιος όταν σχεδιάζεις τις πρώτες εκείνες γραμμές στο λευκό χαρτί ή σε οδηγεί, με ένα υποδόριο νήμα, το πνεύμα του τόπου;
Επιστρέφοντας σ' εκείνη τη (λαϊκή) αρχιτεκτονική –την αρχιτεκτονική δίχως αρχιτέκτονες–, δεν μπορείς παρά να δεις πως τίποτα δεν είναι τυχαία βαλμένο στη θέση όπου βρίσκεται. Τίποτα δεν περισσεύει και τίποτα δεν λείπει. Το κτίσμα είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τον τόπο, το κλίμα, τις ανάγκες της λειτουργίας και τη ζωή που εμπεριέχει. Όλα έχουν λόγο. Τα υλικά είναι εκείνα που μπορεί να δώσει ο τόπος και το χτίσιμο είναι εκείνο που μπορεί να κάνει ο εργάτης με τη μεγαλύτερη δυνατή οικονομία δυνάμεων. Εδώ, σε κάθε λεπτομέρεια, μπορείς να αναγνώσεις τον ανθρώπινο κάματο.
Κοιτώντας αυτούς τους χωμάτινους τοίχους, σκέφτεται κανείς πως είναι σαν η ίδια η γη για λίγο, και κυρίως για τελευταία φορά, να (ανα)σηκώνεται, σε ένδειξη τιμής, για τόσο όσο το δέρμα του ζώου είναι ακόμα ζωντανό και σήπεται, μέχρις ότου να μπει στην αιώνια παύση του χρόνου.
Η Χάρμαινα είναι ένας οικισμός εργαστηρίων βυρσοδεψίας στην άκρη της Άμφισσας. Βρίσκεται λίγο πριν από την απόληξη της πόλης, στο ιστορικό κάστρο των Σαλώνων, εκεί απ' όπου ξεκινούν τα περιπατητικά μονοπάτια που εισχωρούν και αναρριχώνται στους ορεινούς όγκους. Το κέντρο του οικισμού είναι ένα πέτρινο κτίριο – στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ένα ανοιχτό υπόστεγο προς τον Νότο. Ονομάζεται «Τουλασίδι» και διόλου περιέργως βρίσκεται επίσης στην άκρη του οικισμού. Πρόκειται για την πηγή που τροφοδοτεί (όπως η καρδιά στο ανθρώπινο σώμα) με την άφθονη ροή της τα εργαστήρια. Την ίδια στιγμή, είναι αυτή η ροή της οποίας το ίχνος αποτελεί τον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσεται και ο οικισμός στο σύνολό του.
Η μορφή είναι αποτέλεσμα της λειτουργίας του κτίσματος
Το ισόγειο είναι ένα πλήρες, κλειστό σχήμα, με ελάχιστα, αλλά σωστά τοποθετημένα ανοίγματα. Εκεί συμβαίνουν οι πρώτες και πιο δύσκολες φάσεις της επεξεργασίας των τομαριών, η προπαρασκευή της βύρσας και η δέψη. Μπορεί να πει κανείς πως η ίδια η κάτοψη είναι η σχηματοποίηση της αλληλουχίας των φάσεων της επεξεργασίας. Εκεί, μέσα στη γη, βρίσκονται οι λάκκοι με τον ασβέστη, εκεί είναι και οι χτιστές σκάφες για τις εναλλασσόμενες πλύσεις. Οι τοίχοι είναι καμωμένοι από χώμα. Χώμα το οποίο από χέρια ανθρώπινα παίρνει την καθαρή εκείνη γεωμετρική μορφή, ώστε κάθε πλίνθος να μπορεί να σταθεί δίπλα στον άλλο, κάτω και πάνω από τον προηγούμενο και τον επόμενο αντιστοίχως, έτσι ώστε να μπορέσει να υψωθεί σε μια ορισμένη τάξη. Τις χωμάτινες αυτές μάζες δένουν τα εμβόλιμα ξύλινα δοκάρια, οι «ξυλοδεσιές», που συναντιούνται πάντα μεταξύ τους στις γωνίες και συγκρατούν έτσι το κλειστό σχήμα των κυβιστικών αυτών κατασκευών.
Κοιτώντας αυτούς τους χωμάτινους τοίχους, σκέφτεται κανείς πως είναι σαν η ίδια η γη για λίγο, και κυρίως για τελευταία φορά, να (ανα)σηκώνεται, σε ένδειξη τιμής, για τόσο όσο το δέρμα του ζώου είναι ακόμα ζωντανό και σήπεται, μέχρις ότου να μπει στην αιώνια παύση του χρόνου.
Σε αντίθεση με τον κλειστό ισόγειο χώρο, ο επάνω όροφος των εργαστηρίων μπορεί να συνεχίζει καθ' ύψος, δημιουργώντας μια πλάτη στον βοριά, αλλά διαλύεται εντελώς προς τη μεσημβρία. Τους τοίχους του ισογείου συνεχίζουν μόνο τα απαραίτητα υποστυλώματα που σηκώνονται και βαστούν τη στέγη. Ανάμεσα σε αυτά τα υποστυλώματα το κενό πληρώνεται με ένα πλέγμα ξύλινων κορμών. Είναι τόσο πυκνό, για την ασφάλεια του εμπορεύματος αλλά και για το φιλτράρισμα του μεσημβρινού ήλιου, και τόσο αραιό, για να μπορεί να απελευθερώσει τη ροή του ζεστού αέρα που με φυσικό τρόπο θα ανέβει ψηλά και θα στεγνώσει τα έτοιμα, κρεμασμένα δέρματα.
Είναι όμως εκείνη η μικρή λεπτομέρεια που συγκινεί κάθε κτίστη και κάνει το μικροκλίμα κάπως πιο ανεκτό για τον χρήστη. Η στέγη, όπως παρατηρείται στα περισσότερα κτίσματα, σηκώνεται κατά τι από τους τοίχους, αφήνοντας ένα ελάχιστο, αλλά ικανό κενό. Είναι εκείνο το κενό που θα αφήσει το ρεύμα του αέρα να λειτουργήσει στο υψηλότερο σημείο με τη δροσιά του βορρά. Είναι εκείνο το κενό που θα κάνει τη στέγη να ίπταται πανάλαφρη, ώστε το κτίσμα να τελειώσει σε μια λεπτή ισορροπία, εκεί όπου σμίγει με τον ουρανό, παρά να πέσει πάνω του σαν τελειωτικό βάρος.
Τα κτίρια αυτά είναι μια εξαιρετική μηχανή που δουλεύει σε απόλυτη αρμονία με τις δυνάμεις της φύσης. Το νερό κυλάει πάνω στη γη τόσο για τις ανάγκες της χρήσης όσο και για τον εσωτερικό δροσισμό. Η φυσική μόνωση των πλίνθινων τοίχων θωρακίζει το μικροκλίμα, ενώ ο φυσικός αερισμός κατευθύνεται με μαεστρία, δημιουργώντας τα κατάλληλα ρεύματα σε όλο το κτίσμα. Ο προσανατολισμός, η θέση και η στροφή του κτιρίου χρησιμοποιούν τον μεσογειακό ήλιο με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς πως εδώ μπορεί να αντιληφθεί την πραγματικότητα και την ουσία της βιοκλιματικής αρχιτεκτονικής με τον απλούστερο και συνάμα τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Κι αν γίνεται πολλή συζήτηση για τα αποτελέσματα της κλιματικής αλλαγής και για τις νέες ειδικότητες μηχανικής που μπορούν να τη διαχειριστούν, ίσως τελικά αρκεί ένα βήμα πίσω, μια προσεκτική παρατήρηση σε αυτές τις (λαϊκές) δίχως αρχιτέκτονες κατασκευές.
Εδώ όπου η δομή αλλά και η κάθε μικρή λεπτομέρεια είναι αποτέλεσμα του πως ο ανθρώπος χτίζει –και άρα ζει– μέσα στον ρυθμό της φύσης.
Υπόμνημα: Αναρωτιέται κανείς αν είναι τυχαίος ο εορτασμός του Στοιχειού της Χάρμαινας την τελευταία εβδομάδα της Αποκριάς στην Άμφισσα. Ο μύθος θέλει τον άντρα του ζευγαριού, τον Κωνσταντή, που προφανώς δεν έμελλε να ζήσει ευτυχισμένος, καθώς η Λενιώ σκοτώθηκε από κεραυνό κάτω από τα πελώρια πλατάνια της πηγής, να στοιχειώνει τη Χάρμαινα. Να περιπλανιέται στα σοκάκια της αλλά και να προστατεύει τους βυρσοδέψες. Ίσως πρόκειται για παγανιστικά κατάλοιπα, ίσως απλώς για έναν ακόμα τρόπο ο άνθρωπος να μπορέσει να (δια)χειριστεί τα στοιχεία της φύσης.