«Το Τσάι παρουσιάζεται ως ένα αυτοαναφερομενο απομονωμένο νησί μέσα στα βάθη του αστικού ιστού, κάτι σαν ένας κρυμμένος παράδεισος η μια έκπληξη του αστικού ιστού. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ένα κρυμμένο γιαπωνέζικο κήπο...». Με αυτά τα λόγια παρουσιάζει συνοπτικά τη φιλοσοφία δημιουργίας του ιδιαίτερου αυτού καταστήματος στο κέντρο της Αθήνας, ο αρχιτέκτονας Γιώργος Μπάτζιος.
Tο Teahouse «Το Τσάι» στο Κολωνάκι ένα από τα πρώτα αθηναϊκά τα πρώτα τεϊοποτεία στην Αθήνα που ανακαινίστηκε το φθινόπωρο του 2015 είναι πλέον εκτός από ξεχωριστό πρότζεκτ και διακεκριμένο καθώς απέσπασε το 1ο βραβείο στον πανευρωπαϊκό διαγωνισμό αρχιτεκτονικής, στην κατηγορία Commercial/Retail.
Στηριζόμενος στην Ιαπωνική κουλτούρα που είναι η πιο αντιπροσωπευτική της κουλτούρας του τσαγιού, ο αρχιτέκτονας δημιούργησε έναν υψηλής αισθητικής χώρο που αποπνέει ιεροτελεστικό χαρακτήρα και είναι γεμάτος ενέργεια. Η ιδιαιτερότητα του σχεδιασμού μεταφέρει τον επισκέπτη του στην Ασία και προσφέρει μέσα από το design μια πλήρη εμπειρία τσαγιού.
«Αυτό που ήθελα να πετύχω με το Τσάι είναι να το φτάσω σε ένα επίπεδο χωρικής εξειδίκευσης ανάλογης με την εμπορική εξειδίκευση που είχε η επιχείρηση πάνω στο τσάι και όχι μόνο. Υπήρχε ένα κενό στην προώθηση του προϊόντος, ένα κενό στο χώρο, τα γραφικά το λογότυπο... Τα οποία δεν δένανε μεταξύ τους και δεν είχαν την δύναμη να αντικαθρεφτίσουν την προαναφερόμενη εξειδίκευση. Με άλλα λόγια προσπάθησα να κάνω ένα ολικό Rebranding της επιχείρησης ξεκινώντας από το λογότυπο, το Flagship store, τα γραφικά. Προσπάθησα να δημιουργήσω μια ολιστική νέα εικόνα, καθρέπτη της εμπειρίας και εξειδίκευσης που απέκτησαν οι εντολοδόχοι μου μετά από όλα αυτά τα χρόνια. Ξεκίνησα σχεδιάζοντας το λογότυπο του καταστήματος έχοντας πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μου την Ιαπωνική κουλτούρα ως της πιο αντιπροσωπευτικής της κουλτούρας του Τσαγιού. Χρησιμοποίησα ένα αρχέτυπο της παραδοσιακής ιαπωνικής κατασκευής για τον σχεδιασμό του λογοτύπου θέλοντας να δώσω ένα ιεροτελεστικό συμβολισμό στην πρώτη εικόνα της επιχείρησης. Η αλήθεια είναι ότι ήμουν πολύ τυχερός με αυτή την επιλογή εφόσον η συγκεκριμένη μορφή έδενε απόλυτα με το όνομα της επιχείρησης. Η απλότητα και η καθαρότητα του λογοτύπου λειτούργησαν σαν σημείο αναφοράς για τον σχεδιασμό του καταστήματος», αναφέρει ο αρχιτέκτονας.
Οι τρεις προκλήσεις: Η πρώτη ήταν λειτουργική. Το τσάι είναι ένα από τα πρώτα τεϊοποιεία στην Αθήνα που λειτουργούσε πριν την ανακαίνιση σε δυο κοντινά καταστήματα Με την ανακαίνιση έπρεπε να ενωθούν τα δυο σε ένα. Η δεύτερη πρόκληση είχε να κάνει με τη κουλτούρα του τσαγιού. Επιλέχθηκε η Ιαπωνία ως η πιο αντιπροσωπευτική οντότητα αυτής της κουλτούρας διότι της αποδίδει στοιχεία modus vivendi είναι ένας τρόπος ζωής συνδεδεμένος με μια ιεροτελεστία που γίνεται σε ένα συγκεκριμένο χώρο με συγκεκριμένες προδιαγραφές. Προσπαθήσαμε με αλλά λογία διαλέγοντας την Ιαπωνία να φέρουμε το πελάτη όχι μόνο πιο κοντά στο τσάι ως προϊόν αλλά και ως τρόπο σκέψης. Η τρίτη πρόκληση είχε να κάνει με την υφιστάμενη κατάσταση του χώρου της ανακαίνισης. Επρόκειτο για ένα εμπορικό χώρο στον οποίο επικρατούσαν πολλαπλά ετερόκλητα στοιχεία, διακοσμητικά μηχανολογικά και αλλά τα οποία έπρεπε να κρυφτούν. Απαντήσαμε σε αυτές τις προκλήσεις με την δημιουργία ενός εσωτερικού ξύλινου δέρματος που είχε ως γνώμονα το ρυθμό την απλότητα και την απόρριψη κάθε καθαρά διακοσμητικού στοιχείου, με αναφορές στην ΟΠ αρτ τον Loos και τον Tanizaki. To ξύλινο δέρμα οργανώνει, φωτίζει, προβάλει και καθίζει. Η κάθε μια από τις δυο λειτουργίες του καινούργιου καταστήματος καταλαμβάνει ένα από τα παράλληλα άκρα, κατά το πλάτος του χώρου, καθρεπτίζοντας η μια την άλλη και επιτρέποντας την δημιουργία ενός ενδιάμεσου ευέλικτου χώρου αλληλεπίδρασης. Το εσωτερικό δέρμα μετατρέπεται με τον ίδιο ρυθμό από βιτρίνα προβολής των προϊόντων σε τραπεζοκαθίσματα, από την μια άκρη στην άλλη.
Οι αρχιτεκτονικές αναφορές και η έμπνευση
«Δεν μπορώ να κρύψω ότι είμαι πολύ επηρεασμένος από την σύγχρονη γιαπωνέζικη αρχιτεκτονική, ο Kengo Kuma και οι Sanaa είναι από τους αγαπημένους μου αρχιτέκτονες, ο τρόπος που αντιμετωπίζουν την ιστορία ενός τόπου είναι καθοριστικός στην αρχιτεκτονική σύλληψη. Πιστεύω στην αρχιτεκτονική ευφυΐα. Στην εξειδικευμένη δημιουργικότητα ενός αρχιτέκτονα που καμία έξυπνη μηχανή δεν θα μπορούσε να αντικαταστήσει. Δεν θα μπορούσα ποτέ να παραλείψω από τις αναφορές μου όμως το δάσκαλο μου Jean Nouvel. Η συνεργασία μου μαζί του ήταν καθοριστική, με ωρίμασε σαν αρχιτέκτονα αλλά δεν μπορούσα να ακολουθήσω μετά από 5 χρονιά μαζί του την επιμονή του σε ένα νιχιλιστικό μοτίβο στην αρχιτεκτονική. Θα με αποκαλούσα γήινο και κοντεξτουαλιστή».