Τo νέο έργο του NEON στην πόλη είναι σχεδόν κρυπτικό, μια εμβυθιστική εμπειρία σε μια βιβλιοθήκη, ένα παιχνίδι εικαστικών παρεμβάσεων που καθόλου δεν διασαλεύουν την ησυχία, την αρμονία και τη λειτουργική της λιτότητα.
Η εικαστικός Ίρις Τουλιάτου με το έργο της «Before and after science» (27 Μαΐου έως 7 Ιουλίου 2024), σε επιμέλεια της Γαλήνης Νόττι, μας συστήνει έναν χώρο εμβληματικής σημασίας για την επιστήμη και το κέντρο της πόλης, το κτίριο του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (ΕΙΕ).
Στη συμβολή των λεωφόρων Βασιλέως Κωνσταντίνου και Βασιλέως Γεωργίου, το κτίριο του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (ΕΙΕ) με την ιδιαίτερη μαρμάρινη κατασκευή, πνευματικό προϊόν των αρχιτεκτόνων Κωνσταντίνου Δοξιάδη και Δημήτρη Πικιώνη και αντιπροσωπευτικό δείγμα της δημόσιας αρχιτεκτονικής των δεκαετιών του ’60 και του ’70, δεσπόζει στην καρδιά του πολιτισμικού κόμβου του κέντρου των Αθηνών.
Η είσοδος και το αίθριο με τα γλυπτά του Δημήτρη Αρμακόλα και του Νίκου Ζήβα οδηγούν σε μια από τις ωραιότερες βιβλιοθήκες της Αθήνας, που πήρε το όνομά της από τον σπουδαίο Έλληνα φιλόλογο, κριτικό και ιστορικό της νεοελληνικής λογοτεχνίας Κ. Θ. Δημαρά, έναν από τους ιδρυτές του ΕΙΕ και οραματιστή της Βιβλιοθήκης Επιστημονικών Περιοδικών του.
Η Ίρις Τουλιάτου με την καλλιτεχνική της πρακτική ανακατανέμει αντικείμενα, συστήματα οικονομιών, ανθρώπινων σχέσεων και διαδικασιών παραγωγής, συντήρησης και επισκευών, για να σκιαγραφήσει τις δομές της σύγχρονης κατάστασης.
Το κτίριο έχει τη μορφή ενός γλυπτικού σχηματισμού αποτελούμενου από τρεις μάζες που χάρη στη διάπλασή τους ανάγονται σε σύνθεση: την υψίκορμη μάζα του κτιρίου των γραφείων και εργαστηρίων, το ευρύ, πεπλατυσμένο τετράγωνο της βιβλιοθήκης και την αίθουσα διαλέξεων.
Η Ίρις Τουλιάτου με την καλλιτεχνική της πρακτική ανακατανέμει αντικείμενα, συστήματα οικονομιών, ανθρώπινων σχέσεων και διαδικασιών παραγωγής, συντήρησης και επισκευών, για να σκιαγραφήσει τις δομές της σύγχρονης κατάστασης. Πέρασε πολλούς μήνες στο Ίδρυμα Ερευνών, εξετάζοντας τις υποδομές και τη λειτουργία, τη δημιουργία δεσμών και τις επιθυμίες, το δημόσιο και το ιδιωτικό. Δημιουργεί μεταβατικές μορφές και κοινές εμπειρίες που σχολιάζουν την εργασία, τις συναισθηματικές οικονομίες και τις καταστάσεις της ύπαρξης, και ανταποκρίνονται στις συνθήκες της καλλιτεχνικής παραγωγής και στο θεσμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτή βρίσκεται.
Εξερευνά την ιστορία, την υποδομή και τη λειτουργία του ιδρύματος: το εσωτερικό του και το περιβάλλον του, τα δομικά υλικά και τις άυλες δομές που διέπουν την οργάνωσή του, τις ανθρώπινες σχέσεις που αποτελούν το δυναμικό του. Πραγματεύεται την ορατότητα ή μη των στοιχείων που συναποτελούν το σύστημα του οργανισμού, την προσβασιμότητα τόσο στους χώρους όσο και στην πληροφορία, την παραγωγή και διάδοση της γνώσης. Προσεγγίζει τον θεσμικό και κοινωνικό του ρόλο, τη μετάβαση από το εθνικό στο δημόσιο, στο προσωπικό και συναισθηματικό πεδίο.
Αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής είναι μια διακριτική παρουσία των έργων μέσα στον χώρο. Είναι πρόκληση για τον επισκέπτη να ανακαλύψει τα έργα της, που τον καλούν να ξεχάσει τον συνηθισμένο ρυθμό του και να σταθεί, να στοχαστεί, να παρατηρήσει και να χρησιμοποιήσει τις αισθήσεις του, προσλαμβάνοντας μια νέα εικόνα του χώρου στον οποίο βρίσκεται. Η δουλειά της «υπογραμμίζει τη σχέση που διαμορφώνεται με την επαφή "των κοινών" με την επιστήμη, δημιουργώντας έναν μεταιχμιακό χώρο έκφρασης και κατανόησης αυτής της διάδρασης μέσω της σύγχρονης τέχνης.
Τα έργα της έκθεσης μάς καλούν να προβληματιστούμε, μεταξύ άλλων, και σχετικά με τη δική μας σχέση με την επιστημονική έρευνα καθώς και την πρόσβαση και πρόσληψη των αποτελεσμάτων της από την κοινωνία, για την οποία εργαζόμαστε συστηματικά με σύγχρονες προσεγγίσεις και καινοτόμες μεθοδολογίες», λέει ο Δημοσθένης Α. Σαρηγιάννης, διευθυντής και πρόεδρος του Δ.Σ. του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών.
Η Ίρις Τουλιάτου στήνει γέφυρες αισθητικής αντίληψης μέσα από την τοποθέτηση των έργων της σε σημεία απρόβλεπτα. Ο τίτλος της έκθεσης, δάνειο από τον ομότιτλο δίσκο του μουσικού Brian Eno, λειτουργεί ως χρονοδότης και αποτυπώνει τη ζωντανή –in vivo– και εργαστηριακή –in vitro– διαδικασία σύνθεσης των έργων μέσα από την ανάλυση, την αποδόμηση και την ανακατασκευή, συγχρονίζοντας λειτουργικές, περιβαλλοντικές και κοινωνικές συνθήκες.
Οι εννέα παρεμβάσεις της δανείζονται τους τίτλους τους από τους αντίστοιχους τίτλους επιστημονικών περιοδικών που περιλαμβάνονται στη συλλογή της βιβλιοθήκης. Θα μπορούσαν να αναφέρονται σε μια αρμονία συνύπαρξης, υπάρχουν συμπληρωματικά, δεν διαταράσσουν τη λειτουργία του χώρου, ωστόσο οξύνουν την παρατηρητικότητα, κεντρίζουν το ενδιαφέρον και δημιουργούν συνειρμούς και ρωγμές στη μέχρι σήμερα κατανόηση της σημασίας των κοινών πόρων. Αυτή η υπόγεια λειτουργία παραμένει ενεργή και αφού ο επισκέπτης αφήσει πίσω του την έκθεση.
Στην είσοδο της βιβλιοθήκης, στον χώρο που υπάρχει μεταξύ της κύριας αίθουσας και των χώρων υποδοχής, τοποθετεί ένα κινητό τηλέφωνο που μεταδίδει το ηχητικό περιβάλλον του Ωδείου Αθηνών, φέρνοντας σε επαφή δυο κτίρια που διαμορφώνουν το γύρω αρχιτεκτονικό και πολιτισμικό περιβάλλον, και συνδέει την εσωτερική τους λειτουργία. Ο ήχος των σπουδαστών του Ωδείου, μερικές νότες, οι φωνές μιας πρόβας συνδέονται με την ησυχία των χρηστών του αναγνωστηρίου. Συνειρμικά βγάζει τον αναγνώστη από μια διαδικασία ησυχίας, κάνοντάς τον κοινωνό μιας άλλου είδους μελέτης και ρουτίνας, η οποία παράγει έναν εντελώς διαφορετικό ήχο.
Στον χώρο της βιβλιοθήκης τοποθετεί ένα ψηφιακό ρολόι που συντονίζεται με την επέκταση του ωραρίου λειτουργίας της βιβλιοθήκης, εμφανίζοντας μια ρευστή ώρα, εκτός του συνεχούς 24ωρου συστήματος μέτρησης. Συσσωρεύει τον χρόνο σημειώνοντας τον συναισθηματικό χρόνο, ή μάλλον τον χρόνο όπως τον βιώνουμε, την ακραία βραδύτητά του σε στιγμές πίεσης ή τη βιασύνη του όταν θέλουμε να κυλήσει πιο αργά.
Πέντε βίντεο είναι εγκατεστημένα ως screensaver στους υπολογιστές δημόσιας χρήσης που βρίσκονται στο αναγνωστήριο. Πρόκειται για ένα χρονολόγιο εικονογραφήσεων από το περιοδικό «Human Relations», η έκδοση του οποίου ξεκίνησε το 1947 από το Ινστιτούτο Tavistock και το Ερευνητικό Κέντρο για τη Δυναμική των Ομάδων (Research Center for Group Dynamics) του ΜΙΤ, με βάση την πεποίθηση ότι οι ερευνητές των κοινωνικών επιστημών οφείλουν να συνεργαστούν συνδυάζοντας τις επιστημονικές τους γνώσεις, σε μια προσπάθεια να κατανοήσουν τον χαρακτήρα και την πολυπλοκότητα των ανθρώπινων προβλημάτων.
Δύο αφυγραντήρες τοποθετήθηκαν σε διάστημα ενός έτους για τη διατήρηση των βέλτιστων επιπέδων υγρασίας στη βιβλιοθήκη. Το νερό που συλλέχθηκε κατά τη διαδικασία αυτή χρησιμοποιήθηκε για την εκχύλιση μελάνης και χαρτιού από έντυπα που αποκτήθηκαν μέσω των πρωτοκόλλων καταστροφής αρχείων του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. Τοποθετημένοι στα χαμηλά ράφια, με το χρώμα των μελανιών να διαφοροποιείται, δημιουργούν την αίσθηση μικρών τεράριουμ που εγκλωβίζουν τον χρόνο και την ύλη, την αόρατη υγρασία του περιβάλλοντος.
Στο μικρό τετράγωνο αίθριο του αναγνωστηρίου βρίσκεται μια σύνθεση από εποχιακά λουλούδια και φυλλώματα τα οποία ανθίζουν και κλείνουν τα πέταλά τους μια συγκεκριμένη ώρα της ημέρας. Με αναφορές στο ρολόι λουλουδιών του Linneus, ένα αμφιβόλου επιτυχίας πείραμα του 18ου αιώνα, κρατάει τον χρόνο των ανθρώπων, των μηχανών, των ζώων, των πνευμάτων και της οργανικής ζωής – του χώρου ως σχέσης.
Το παρτέρι της Τουλιάτου είναι μια διαρκής υπενθύμιση του κύκλου της ζωής σε έναν χώρο στον οποίο ο χρόνος μοιάζει ακίνητος. Τα βιβλία που έχουν γραφτεί δεν αλλάζουν. Ωστόσο, λίγο πιο πέρα, ο κύκλος της ζωής και του θανάτου επαναλαμβάνεται συστηματικά και αενάως. Σε μια από τις λίγες βιβλιοθήκες της Αθήνας με φυσικό φωτισμό που ακολουθεί τα πρότυπα των οθωμανικών λουτρών, η αντίδραση του φυτικού κόσμου ασκεί μια ανακουφιστική επίδραση.
Στην υπάρχουσα υποδομή φωτισμού της σήμανσης στην πρόσοψη του κτιρίου προσθέτει έναν προβολέα για να σκιαγραφήσει το ελλείπον Ν, το τελευταίο γράμμα της λέξης «Εθνικόν», που αφαιρέθηκε σύμφωνα με τις ορθογραφικές μεταρρυθμίσεις της ελληνικής γλώσσας. Ορατό μετά το ηλιοβασίλεμα και μέχρι τις 3 π.μ., το έργο υφαίνει ιδέες προόδου στην εθνική φαντασίωση. Αυτό το Ν που λείπει αλλά έχει αφήσει ένα ανεξίτηλο σημάδι στην ορθομαρμάρωση του κτιρίου σχολιάζει έναν κοινωνικό μετασχηματισμό, προκαλώντας μας να σκεφτούμε και να εξετάσουμε την πολύπλευρη επίδρασή του τόσο στην όψη όσο και στο περιεχόμενο ποικίλων «εκσυγχρονισμών» που αφορούν τη ζωή μας όσο και την ίδια την επιστημονική ή καλλιτεχνική έρευνα.