Η έκθεση-blockbuster των επόμενων ετών της Μεγάλης Βρετανίας αποκαλύφθηκε και δεν είναι άλλη από μια μεγάλη παρουσίαση των έργων του Βαν Γκογκ, η οποία θα επικεντρωθεί στα έργα που έφτιαξε ο ζωγράφος κατά την παραμονή του στην Προβηγκία, όπου δημιούργησε το σπουδαιότερο μέρος του έργου του.
Η έκθεση της Εθνικής Πινακοθήκης, με προσωρινό τίτλο «Van Gogh: Poets and Lovers», θα ξεκινήσει με την περίοδο που ο Βαν Γκογκ βρισκόταν στην Αρλ. Έφτασε εκεί από το Παρίσι τον Φεβρουάριο του 1888, αναζητώντας το φως της νότιας Γαλλίας. Αφού έμεινε αρχικά σε ένα μικρό ξενοδοχείο, αργότερα έπιασε ένα δωμάτιο πάνω από ένα καφέ και στη συνέχεια μετακόμισε στο Κίτρινο Σπίτι.
Τον Οκτώβριο του 1888 ο Βαν Γκογκ συναντήθηκε με τον Πολ Γκογκέν και αρχικά έστησαν τα καβαλέτα τους δίπλα-δίπλα. Όμως η συνεργασία τους έληξε φρικτά το βράδυ της 23ης Δεκεμβρίου, όταν ο Βίνσεντ ακρωτηρίασε το αυτί του. Αν και η πληγή επουλώθηκε γρήγορα, τα ψυχικά σημάδια παρέμειναν. Τον Μάιο του 1889 ο Βαν Γκογκ συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν σε θέση να ζήσει ανεξάρτητα. Μετακόμισε τότε σε ένα άσυλο στα περίχωρα της κοντινής πόλης Saint-Rémy-de-Provence, όπου έμεινε για έναν χρόνο. Η ζωγραφική ήταν η σωτηρία του, δίνοντάς του λόγο να ζει.
Τον Οκτώβριο του 1888 ο Βαν Γκογκ συναντήθηκε με τον Πολ Γκογκέν και αρχικά έστησαν τα καβαλέτα τους δίπλα-δίπλα. Όμως η συνεργασία τους έληξε φρικτά το βράδυ της 23ης Δεκεμβρίου, όταν ο Βίνσεντ ακρωτηρίασε το αυτί του.
Ήταν μια περίοδος αγωνιώδης και δύσκολη, αλλά εξαιρετικής δημιουργικότητας για τον ζωγράφο, ο οποίος δημιούργησε ως τρόφιμος μερικά από τα πιο εκθαμβωτικά και αγαπημένα έργα του που είναι τώρα σε μουσειακές συλλογές σε όλο τον κόσμο.
Ο Βαν Γκογκ περιγράφει συχνά τους ανθρώπους εκεί, τους οποίους ονομάζει ως «συντρόφους μου στην ατυχία». Σε μια επιστολή, περιγράφει τις νύχτες στο άσυλο: «Ακούει κανείς συνεχώς φωνές και τρομερά ουρλιαχτά που μοιάζουν με ζώων».
Ο Βαν Γκογκ έφυγε από το άσυλο στις 16 Μαΐου του 1890, κατόπιν αιτήσεώς του, παρά τα αποδεικτικά στοιχεία της ψυχικής κατάρρευσης μετά τα προηγούμενα σύντομα διαλείμματά του από το άσυλο.
Κατηγόρησε τη συντροφιά των άλλων έγκλειστων για την επιδείνωση της κατάστασής του και έγραψε πως «η φυλακή με έκανε να καταρρεύσω». Το τελικό ιατρικό σημείωμα περιέγραψε τον Βαν Γκογκ ως «θεραπευμένο». Ταξίδεψε στη βόρεια Γαλλία για να ξεκινήσει ξανά, αλλά μετά από μια τελική έκρηξη δημιουργικότητας, πέθανε μέσα σε δύο μήνες – 36 ώρες μετά τον πυροβολισμό του στο στομάχι.
Η έκθεση θα αφηγηθεί την εκπληκτική ιστορία των «Ηλιοτρόπιων» και το πώς κατέληξαν στο Λονδίνο. Τον Δεκέμβριο του 1910 ο πίνακας ήρθε ως δάνειο από τη νύφη του Βίνσεντ, Τζο Μπόνγκερ, για να συμπεριληφθεί στην πρωτοποριακή έκθεση μεταϊμπρεσιονιστών του επιμελητή Roger Fry. Ο πίνακας άσκησε μεγάλη επιρροή στη βρετανική πρωτοπορία και δημοσιεύτηκε ως εξώφυλλο στο βιβλίο του Charles Hind «The Post Impressionists» το 1911.
Τα «Ηλιοτρόπια» επέστρεψαν στο Λονδίνο ως δάνειο τον Δεκέμβριο του 1923, για την πρώτη ατομική έκθεση του Βαν Γκογκ στο Ηνωμένο Βασίλειο, στις Leicester Galleries. Σε αυτό το σημείο η Εθνική Πινακοθήκη μόλις είχε αρχίσει να συλλέγει σύγχρονη ευρωπαϊκή τέχνη, υποστηριζόμενη από μια εξαιρετικά γενναιόδωρη δωρεά 50.000 λιρών από τον Samuel Courtauld. Ο Τζιμ Ίντι, ένας νεαρός επιμελητής της γκαλερί, έβαλε σκοπό να αποκτήσει τα «Ηλιοτρόπια». Η Μπόνγκερ, η οποία είχε κληρονομήσει εκατοντάδες πίνακές του Βαν Γκογκ, απέρριψε ευγενικά το αίτημά του τον Οκτώβριο του 1923: «Τα "Ηλιοτρόπια" δεν είναι προς πώληση, ποτέ. Ανήκουν στην οικογένειά μας».
Ο Ίντι προσπάθησε ξανά τον Ιανουάριο του 1924 και η Μπόνγκερ έστειλε τότε μια συναισθηματική απάντηση: «Για δύο ημέρες προσπάθησα να σκληρύνω την καρδιά μου ενάντια στην έκκλησή σας. Ένιωθα σαν να μην άντεχα να αποχωριστώ τον πίνακα, τον οποίο κοιτούσα κάθε μέρα για περισσότερα από 30 χρόνια. Αλλά στο τέλος η έκκληση αποδείχθηκε ακαταμάχητη. Γνωρίζω ότι κανένας πίνακας δεν θα αντιπροσώπευε τον Βίνσεντ στη διάσημη γκαλερί σας με πιο άξιο τρόπο από τα "Ηλιοτρόπια", και ότι ο ίδιος, "le Peintre des Tournesols" [ο ζωγράφος των ηλιοτρόπιων], θα ήθελε να βρίσκεται εκεί. Είναι μια θυσία για χάρη της δόξας του Βίνσεντ».
Η τιμή ήταν 1.300 λίρες Αγγλίας. Η απόφασή της ήταν η σωστή και έγραψε στον γιο του Πολ Γκασέ που είχε περιθάλψει τον Βαν Γκογκ ότι ήταν πολύ ευτυχισμένη με αυτή την απόφαση. Τα «Ηλιοτρόπια» εκτέθηκαν αρχικά στο Millbank, σε αυτό που θα γινόταν το κτίριο της Tate Britain. Το 1961 ο πίνακας μεταφέρθηκε στην Εθνική Πινακοθήκη στην πλατεία Τραφάλγκαρ.
Η νεκρή φύση του Βαν Γκογκ συγκαταλέγεται πλέον στους πιο διάσημους πίνακες του κόσμου. Πριν από μια δεκαετία, πριν οι εικόνες από τα κινητά τηλέφωνα γίνουν πανταχού παρούσες, ήταν η καρτ-ποστάλ με τις περισσότερες πωλήσεις της Εθνικής Πινακοθήκης (26.000 ετησίως).
Η ιστορία λέει ότι το δάπεδο μπροστά από τα «Ηλιοτρόπια» είναι το πιο γδαρμένο, από τα παπούτσια των εκατομμυρίων επισκεπτών. Η επέτειος των 100 χρόνων από την απόκτηση των «Ηλιοτρόπιων» είναι ένας αρκετά καλός λόγος για να είναι ο Βαν Γκογκ το επίκεντρο της διακοσιοστής έκθεσης της γκαλερί, αλλά υπάρχει και μια άλλη επέτειος.
Το 1874, δηλαδή 150 χρόνια πριν από την επικείμενη έκθεση, ο Βαν Γκογκ ζούσε στο Μπρίξτον, στο νότιο Λονδίνο, και εργαζόταν ως νεαρός βοηθός στην γκαλερί Goupil στο Κόβεντ Γκάρντεν. Η Εθνική Πινακοθήκη απείχε μόλις πέντε λεπτά με τα πόδια από τη δουλειά του, οπότε ήταν τακτικός επισκέπτης, πιθανότατα τις ώρες του μεσημεριανού του γεύματος. Πολλά χρόνια αργότερα, ο Βίνσεντ θυμήθηκε ότι είδε εκεί συγκεκριμένους πίνακες του Κόνσταμπλ, του Ρέμπραντ (ένα έργο που σήμερα αποδίδεται στον Νίκολας Μάες) και του Χόμπεμα.
Την άνοιξη του 1874 θα γιόρταζε τα 21α γενέθλιά του και η Εθνική Πινακοθήκη θα γιόρταζε την 50ή επέτειό της. Ο Βίνσεντ σε εκείνη τη φάση δεν φαίνεται να είχε σκεφτεί ποτέ ότι θα μπορούσε να γίνει επαγγελματίας καλλιτέχνης, πόσο μάλλον ότι το έργο του θα περνούσε τις πύλες της Εθνικής Πινακοθήκης του Λονδίνου – και ότι ένας από τους πίνακές του θα γινόταν τελικά το πιο δημοφιλές έργο της.
Η Εθνική Πινακοθήκη στην πλατεία Τραφάλγκαρ ιδρύθηκε το 1824 και στεγάζει μια συλλογή περισσότερων από 2.300 έργων, που χρονολογούνται από τα μέσα του 13ου αιώνα έως το 1900. Η συλλογή της ανήκει στο βρετανικό κράτος και η είσοδος στην κύρια συλλογή είναι δωρεάν. Το 2020, λόγω της πανδημίας COVID-19, προσέλκυσε μόνο 1.197.143 επισκέπτες, μια πτώση της τάξης του 50% από το 2019, αλλά εξακολουθεί να κατατάσσεται στην όγδοη θέση της λίστας των πιο επισκέψιμων μουσείων τέχνης στον κόσμο.
Σε αντίθεση με αντίστοιχα μουσεία στην ηπειρωτική Ευρώπη, η Εθνική Πινακοθήκη δεν δημιουργήθηκε με την εθνικοποίηση μιας υπάρχουσας βασιλικής ή πριγκιπικής συλλογής έργων τέχνης. Δημιουργήθηκε όταν η βρετανική κυβέρνηση αγόρασε 38 πίνακες ζωγραφικής από τους κληρονόμους του Τζον Τζούλιους Άνγκερσταϊν το 1824. Μετά από αυτή την αρχική αγορά, η πινακοθήκη διαμορφώθηκε κυρίως από τους πρώτους διευθυντές της, ιδίως τον Charles Lock Eastlake, και από ιδιωτικές δωρεές, οι οποίες αντιπροσωπεύουν σήμερα τα δύο τρίτα της συλλογής της.
Το σημερινό κτίριο, το τρίτο που στεγάζει την Εθνική Πινακοθήκη, σχεδιάστηκε από τον Γουίλιαμ Γουίλκινς από το 1832 έως το 1838. Μόνο η πρόσοψη προς την πλατεία Τραφάλγκαρ παραμένει ουσιαστικά αμετάβλητη από εκείνη την εποχή, καθώς το κτίριο επεκτάθηκε αποσπασματικά καθ' όλη τη διάρκεια της ιστορίας του.
Το κτίριο του Γουίλκινς επικρίθηκε συχνά για τις θεωρούμενες αδυναμίες του σχεδιασμού του και για την έλλειψη χώρου – το τελευταίο πρόβλημα οδήγησε στην ίδρυση της Πινακοθήκης Τέιτ για τη βρετανική τέχνη το 1897. Η πτέρυγα Sainsbury, μια επέκταση προς τα δυτικά το 1991 από τους Robert Venturi και Denise Scott Brown, αποτελεί σημαντικό παράδειγμα μεταμοντέρνας αρχιτεκτονικής στη Βρετανία.
Ο σημερινός διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης είναι ο Gabriele Finaldi. Τα έργα των Ντα Βίνσι, Μπελίνι, Βερμέερ, Μικελάντζελο, Τέρνερ, Μονέ, Σεζάν, Ρενουάρ, Καναλέτο, Βελάσκεθ, Πουσέν, κ.ά. συγκροτούν μια από τις σημαντικότερες συλλογές έργων τέχνης παγκοσμίως.
Μια από τις πιο επίμονες επικρίσεις εναντίον της Εθνικής Πινακοθήκης αφορά την πολιτική συντήρησης. Οι επικριτές της την κατηγόρησαν ότι είχε μια υπερβολικά ενθουσιώδη προσέγγιση στην αποκατάσταση, κάνοντας επικίνδυνους καθαρισμούς έργων των Ρούμπενς και Βελάσκεθ. Η απόδοση των πινάκων της Εθνικής Πινακοθήκης έχει αμφισβητηθεί κατά καιρούς, με κορυφαία περίπτωση αυτή της απόδοσης ενός πίνακα του 17ου αιώνα με τον Σαμψών και Δαλιδά (που αγοράστηκε το 1980) στον Ρούμπενς.
Αμφισβητήθηκε από μια ομάδα ιστορικών τέχνης, ανάμεσά τους και η Ευφροσύνη Δοξιάδη, οι οποίοι πιστεύουν ότι η Εθνική Πινακοθήκη δεν παραδέχθηκε το λάθος για να μη φέρει σε δύσκολη θέση όσους συμμετείχαν στην αγορά, πολλοί από τους οποίους εξακολουθούν να εργάζονται για την πινακοθήκη.
Το έργο αγοράστηκε το 1980 για 2,5 εκατομμύρια λίρες (κάτι που εκείνη την εποχή σήμαινε περίπου 1,375 δισ. δραχμές) και ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο ποσό που είχε διατεθεί μέχρι τότε για την αγορά πίνακα.
Όπως αναφέρει η «Guardian», μια σειρά επιστημονικών δοκιμών με τη χρήση της πρωτοποριακής τεχνολογίας τεχνητής νοημοσύνης οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Φλαμανδός δάσκαλος του δέκατου έβδομου αιώνα δεν θα μπορούσε να έχει ζωγραφίσει αυτό το έργο. «Τα αποτελέσματα είναι εκπληκτικά», δήλωσε η Dr Carina Popovici, επιστήμονας που πραγματοποίησε τη μελέτη, στον «Observer». «Ο αλγόριθμος μάς έδωσε πιθανότητα 91% να μην είναι αυθεντικό το έργο τέχνης».
Η σύγκριση του έργου «Σαμψών και Δαλιδά» έγινε με 148 μη αμφισβητούμενους πίνακες του Ρούμπενς και η ανάλυση έδωσε ένα από τα υψηλότερα ποσοστά μη γνησιότητας που έχουν βρεθεί ποτέ, με αποτέλεσμα η Popovici να πει σοκαρισμένη: «Επαναλάβαμε τα πειράματα για να είμαστε πραγματικά σίγουροι ότι δεν κάναμε λάθος και το αποτέλεσμα ήταν πάντα το ίδιο. Κάθε κομμάτι, κάθε τετραγωνάκι του πίνακα, βγήκε ψεύτικο, σε ποσοστό άνω του 90%».
Η ανάλυση με τη μέθοδο της τεχνητής νοημοσύνης πραγματοποιήθηκε από την Art Recognition, μια ελβετική εταιρεία με έδρα κοντά στη Ζυρίχη, της οποίας η Popovici είναι συνιδρύτρια. Έχει αναλύσει 400 έργα με αυτή την τεχνολογία και έχει συνεχή συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Tilburg στην Ολλανδία. Η έκθεση καταλήγει: «Το σύστημα τεχνητής νοημοσύνης εκτιμά ότι το έργο "Σαμψών και Δαλιδά" δεν είναι πρωτότυπο έργο τέχνης του Ρούμπενς, σε ποσοστό 91,78%».
Αυτή την εποχή η έκθεση για τον Ραφαήλ, από τις πιο δημοφιλείς της μετά-Covid εποχής, που θα διαρκέσει μέχρι τις 22 Ιουλίου, είναι μία από τις πρώτες που εξερευνούν το σύνολο της καριέρας του Ραφαήλ, εξετάζει τους διάσημους πίνακες και τα σχέδιά του, καθώς και τη δουλειά του στην αρχιτεκτονική, την ποίηση και το σχέδιο, γλυπτική, τις ταπισερί και τα χαρακτικά.