Γεννήθηκα στην Αθήνα και έχω ζήσει όλα μου τα χρόνια στο ίδιο σπίτι όπου κατοικώ και σήμερα, σε διάφορους ορόφους. Είμαστε τέσσερα αδέλφια, μεγάλη οικογένεια, και στον όροφο που είμαι τώρα ζούσε η μία γιαγιά μου, η κόρη του Αντώνη Μπενάκη. Οι γονείς μου ήταν πολύ νέοι όταν μας έκαναν. Ο πατέρας μου ήταν μεθοδικός, αθόρυβος, η μητέρα μου το μοναδικό εγγόνι του Αντώνη Μπενάκη, βυζαντινολόγος που οργάνωσε τα πρώτα εκπαιδευτικά προγράμματα στο Μουσείο Μπενάκη και το φωτογραφικό αρχείο. Ήταν άνθρωποι που έβγαιναν, αγαπούσαν την τέχνη, ταξίδευαν.
• Μεγαλώσαμε με δυο υπέροχες γιαγιάδες, τη γιαγιά Καλλιγά και τη γιαγιά Γερουλάνου, η οποία ζούσε με τον παππού μου, που ήταν γεωπόνος, στην Αργυρούπολη, στο κτήμα Τράχωνες. Έκαναν παραγωγή αγροτικών προϊόντων και καλλιεργούσαν διάφορα, ανάμεσα στα οποία και τριαντάφυλλα. Το κτήμα είχε ένα ωραίο σπίτι αγροτικό, με κεραμίδια, που σώζεται μέχρι σήμερα, ένα εκκλησάκι, νερόμυλο, πρόβατα, άλογα και όταν πηγαίναμε εκεί ήταν μεγάλη η χαρά μας.
Προσπαθούμε πολύ να βγει μια καλή πολιτιστική πρωτεύουσα. Δεν μας ενδιαφέρει η φαντασμαγορία όσο το στοίχημα να βάλουμε την Ελευσίνα στον χάρτη, να την πάρουν χαμπάρι, να έχεις έναν λόγο να πας εκεί και έναν λόγο να επιστρέφεις ξανά και ξανά.
• Οι δυο γιαγιάδες μου ήταν τα δυο άκρα. Η Δέσποινα Γερουλάνου ήταν φοβερή μαγείρισσα και νοικοκυρά, έκανε καταπληκτικές χειροτεχνίες, η Ειρήνη Καλλιγά ορθολογίστρια, μεθοδική, την ενδιέφερε η πολιτική, αγαπούσε την τέχνη, μισούσε καθετί τεμπέλικο και ήταν ιδρύτρια του Σώματος Ελληνίδων Οδηγών. Έλεγε «το παν στη ζωή είναι η ρόδα», οδηγούσε, ήταν τραυματιοφορέας στον πόλεμο και είχε ένα αδάμαστο πνεύμα ελευθερίας που μας κληροδότησε. Και στα δυο σπίτια η προσφορά ήταν υπεράνω όλων και αυτό που πήρα από αυτούς τους ανθρώπους είναι η δημιουργικότητα, η αγάπη για τη φύση, τη χειροτεχνία και την τέχνη, ο σεβασμός στη δικαιοσύνη και τον άνθρωπο.
• Μεγαλώνοντας, δεν ήξερα τι ήθελα να γίνω, όπως και τώρα δεν ξέρω τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω. Ήθελα να γίνω τα πάντα και να κάνω χίλια πράγματα μαζί. Σπούδασα στη Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης και σήμερα μπορώ να κατανοήσω την αξία αυτών των σπουδών, πόσο καλή «αποσκευή» είναι. Ως έφηβη διάβαζα πολύ, αγαπούσα τη λογοτεχνία, αλλά ήμουν λίγο αγρίμι. Επαναστατούσαμε στα σπίτια εκείνα τα χρόνια για πολιτικά πράγματα, οπότε, πηγαίνοντας στη Θεσσαλονίκη για σπουδές, άνοιξε ένας άλλος κόσμος. Εκεί πέρασα τα ωραιότερα χρόνια μου, πηγαίναμε με μανία, θυμάμαι, στο μάθημα του Μαρωνίτη, ήταν η περίοδος της Μεταπολίτευσης και διαβάζαμε ασταμάτητα θεωρητικά κείμενα, οργανωνόμασταν σε νεολαίες, συζητούσαμε ατέλειωτες ώρες και άλλες τόσες περνούσαμε στους κινηματογράφους ‒ είδαμε πολύ σινεμά ως γενιά, όλους τους μεγάλους σκηνοθέτες. Από αυτή την εποχή της πρώτης ενηλικίωσης σού μένουν ορισμένα πράγματα που σε ακολουθούν, ακόμα και σήμερα οι αδικίες και οι ανισότητες με εξοργίζουν. Η Θεσσαλονίκη ήταν μια ωραία περίοδος για μένα, που μια ωραία πρωία μού τέλειωσε. Έχω την εντύπωση ότι σου το προκαλεί λίγο η πόλη, κορέστηκε το συναίσθημα, αλλά όλοι οι αγαπημένοι μου άνθρωποι, οι φίλοι μου μέχρι σήμερα, είναι από τη Θεσσαλονίκη.
• Όταν γύρισα στην Αθήνα, δεν ήξερα τι ακριβώς ήθελα να κάνω κι αυτό είναι η ιστορία της ζωής μου, γιατί όλα μου έρχονται την ώρα που κάπως χρειάζομαι κάτι για να προχωρήσω ένα βήμα πιο κάτω, όταν είμαι σε απόλυτο αδιέξοδο.
• Έρχεται ξαφνικά, λοιπόν, η πρόταση να παίξω στο θέατρο, στον Αρχιμάστορα Σόλνες με τον Χορν. Ο Χορν, όταν ήταν με τη Λαμπέτη, έμενε στο σπίτι που ήταν ακριβώς δίπλα στης γιαγιάς μου και είχαν μια πολύ φιλική σχέση, ερχόταν και την έβλεπε. Τότε οι άνθρωποι έκαναν επισκέψεις κι αυτό το σπίτι ήταν ανοιχτό διαρκώς. Εγώ του έλεγα «γεια σου, Τάκη», γιατί στους φίλους της γιαγιάς μου μιλούσα πάντα στον ενικό, αλλά δεν ήμασταν και φίλοι. Μια μέρα χτυπάει το τηλέφωνο, ήταν ο Χορν, και μου λέει: «Θα σε ενδιέφερε να παίξεις στο θέατρο; Διάβαζα ένα έργο και μου ’ρθες εσύ στο μυαλό όπως σε είδα προχθές που μπήκες μέσα, μου έκανες αυτό το αυθάδικο και θέλω να δοκιμάσεις να δούμε πώς θα βγει αυτός ο ρόλος».
• Είπα «εντάξει», αν και δεν είχα σκεφτεί ποτέ να κάνω θέατρο. Πήγα στο θυρωρείο του σπιτιού του, όπου μου είχε αφήσει το έργο, άρχισα να το διαβάζω και λέω «κάτσε, εννοεί τον πρωταγωνιστικό ρόλο;». Ήταν μεγάλος ρόλος, της Χίλντας, και είχα μείνει άφωνη. Μου λέει ο Χορν «θα κάνεις τον εαυτό σου», λες και είναι εύκολο να κάνεις τον εαυτό σου. Εγώ αναρωτιόμουν «πού ξέρω ποιος είναι ο εαυτός μου;». «Θα κάνουμε πρόβες, θα σου κάνω εγώ πρόβες όλο το καλοκαίρι να δούμε αν θα τα βγάλεις πέρα», μου λέει ‒ και συμφώνησα. Παρόλο που θα έχανα τις διακοπές και τα κάμπινγκ που πηγαίναμε τότε, μου έκανε πολλή όρεξη, ήταν τρελό, τρομερή ευκαιρία. Πήγαινα, λοιπόν, κάθε μέρα στο Πόρτο Ράφτη και κάναμε πρόβες πρόβες ψυχαναλυτικού τύπου για μήνες ολόκληρους. Με τα πολλά άρχισε να βγαίνει αυτό το πράγμα, αλλά έπρεπε να με πλασάρει στον Αλέξη Σολομό που θα σκηνοθετούσε την παράσταση.
• Όποιος δεν έχει ζήσει τον Χορν στην καθημερινότητά του, δεν μπορεί να φανταστεί πώς ήταν, χαρά Θεού, ο πιο χαριτωμένος άνθρωπος του κόσμου. Δεν έχω γελάσει με κανέναν πιο πολύ, το χιούμορ του ήταν έμφυτο και απροσποίητο. Μείναμε φίλοι μέχρι το τέλος. Με έπαιρνε κάθε απόγευμα στις έξι ‒του είχα πει ότι τέσσερις με έξι κοιμόμουν‒ και έλεγε «έξι νταν, ξύπνα, σε πλάκωσε το χράμι». Ήμουν πολύ τυχερή που τον γνώρισα και, παρά τη διαφορά ηλικίας που είχαμε, δεν υπήρξε ποτέ η παραμικρή ερωτική νύξη, για να ξέρουμε και τι λέμε. Ο Χορν ήταν άλλος τύπος, ήταν ερωτευμένος με τις γυναίκες του και τις είχε πολύ ψηλά, και τη Ρίτα, την πρώτη του γυναίκα, και μετά την Άννα.
• Όταν, λοιπόν, έπρεπε να συναντήσω τον Σολομό, μου λέει «άκου να δεις τι θα κάνουμε, θα μπεις στο μπάνιο και όταν έρθει ο Σολομός, θα κάνεις entrée. Θα μπεις και θα τον εντυπωσιάσεις». Μπαίνω κι εγώ στο μπάνιο, μετά από λίγο άρχισε να βήχει ο Χορν, για να μου δώσει σήμα, και βγαίνω στο σαλόνι. Τέλος πάντων, ο Σολομός δεν με ήθελε, ο Τάκης τον έψησε με τα πολλά, αλλά με τσάκισε στην αρχή, πες το ξανά και πες το ξανά. Ήταν και κουφός, η συνεννόηση ήταν γολγοθάς. Κάποια στιγμή σπάνε τα νεύρα μου, παθαίνω κρίση υστερίας κανονική, αρχίζω να τα μαζεύω, έλεγα «φεύγω, αν δεν φύγει αυτός δεν ξαναβγαίνω».
• Ο Χορν, εξαφανισμένος. Πάω πίσω από την κουίντα και τον βλέπω να έχει ψοφήσει στα γέλια. Μου λέει «αχ τζιτζιμπουμπούδι μου, ούτε η Κοτοπούλη δεν τα ’κανε αυτά». Έκτοτε έληξε το θέμα, ηρέμησαν τα πράγματα, τα πήγαμε μια χαρά με τον Σολομό. Έγινε και η πρεμιέρα και πήγαν όλα τέλεια. Την πρώτη μέρα κοίταζε ο Χορν από την κουίντα, ήταν όλες οι φίλες του, που ήταν πια μεγάλες, και έλεγε «χάρμα, είμαστε τίγκα, κύμα το λουλακί» για τα μαλλιά των κυριών που είχαν έρθει.
• Περάσαμε καταπληκτικά και μετά αναρωτιόμουν μήπως ήταν το μέλλον μου η υποκριτική. Πήγα στον Κουν, τέλειωσα τη σχολή, έπαιξα και σε Χορό στην Επίδαυρο, αλλά δεν νομίζω ότι είχα ταλέντο ιδιαίτερο. Όμως, πριν ζοριστώ και τα εγκαταλείψω, ο άντρας μου μού έλεγε «ξεκίνησες με σαμπάνια, θα πέσεις στη ρετσίνα;». Έπαιξα και στο σινεμά, στο Βαριετέ του Νίκου Παναγιωτόπουλου, και εκεί αισθάνθηκα πολύ αγγούρι, δεν το 'χα, ούτε με διασκέδαζε, μπορεί και να ντρεπόμουν με την κάμερα στη μούρη. Κατάλαβα ότι άμα δεν το ’χεις αυτό μέσα σου, δεν γίνεται. Είχαμε κάνει και πολλά γυρίσματα με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο για το Ταξίδι στα Κύθηρα, που αρχικά ήταν βασισμένο στη σχέση ενός άντρα με μια γυναίκα, αλλά ο Θόδωρος στα μισά άλλαξε την ταινία και μόνο σε μια σκηνή, στην αρχή, ακούγεται η φωνή μου. Μετά από όλα αυτά, έφυγα, τέλειωσα.
• Πήγα στο Παρίσι ‒ ήθελα να πάω στο εξωτερικό, να αρχίσω να κάνω πράγματα με τα χέρια μου. Ο Διονύσης Φωτόπουλος με έστειλε στη Λίλα ντε Νόμπιλι, μιλάμε για έναν κολοσσό που είχε κάνει συγκλονιστικά σχέδια για το θέατρο, την όπερα, τον κινηματογράφο, μια θεά με ασύλληπτες γνώσεις. Πήγαινα σε μια σοφίτα όπου έμενε με τις γάτες της γύρω γύρω και έκανα σχέδιο με αυτή την πολύ γοητευτική γυναίκα που αν την έβλεπες ήταν σαν κλοσάρ, με ένα καλαθάκι, αλλά, όταν έμπαινε σε μαγαζιά ακριβά με υφάσματα ‒που χτυπούσες κουδούνι για να μπεις‒ καθόντουσαν όλοι προσοχή. Άγγιζε το ύφασμα και ήξερε ακόμα και ποιον αιώνα που κατασκευάστηκε.
• Μετά από μερικούς μήνες επιστρέφω και αρχίζω να κάνω κοσμήματα και γλυπτά, αλλά τότε, με τον Αντρέα, τον άντρα μου, περάσαμε μια πολύ δύσκολη φάση. Χάσαμε το πρώτο μας παιδί και αποφασίσαμε να υιοθετήσουμε, αλλά με τρόπο κανονικό, όχι υπόγεια και περίεργα.
• Ήταν μια διαδικασία δύσκολη που κράτησε δύο χρόνια, αλλά ευχαριστώ τον Θεό που είχα το κουράγιο να το κάνω, είναι κάτι για το οποίο δεν μετάνιωσα ούτε ένα δευτερόλεπτο στη ζωή μου. Ήταν βουνό, με στενοχώριες, καθυστερήσεις, απογοητεύσεις, γραφειοκρατία ακραία, περνάς από σαράντα κύματα, από κοινωνικούς λειτουργούς που θεωρούν ότι είσαι «ένοχος μέχρι να αποδειχθεί ότι είσαι αθώος», άξιζε όμως τον κόπο, ειλικρινά και ανεπιφύλακτα. Λένε διάφοροι «και τι θα γίνει αν θελήσει το παιδί να γνωρίσει τους γονείς του;». Ας γίνει, η δική μας η σχέση αλλάζει ποτέ; Εγώ με τα παιδιά μου έχω μια σχέση ανεκτίμητη, ένα καταπληκτικό δέσιμο που δεν παύει ποτέ να υπάρχει.
• Υιοθετήσαμε δυο παιδιά, τον Σωτήρη και την Αιμιλία, που κατά σύμπτωση ήρθαν την ίδια μέρα. Τα παιδιά ήταν πολύ μικρά, αλλά είχαν ζήσει δυο χρόνια σε ίδρυμα και έπρεπε να προσαρμοστούν στη ζωή στο σπίτι. Είναι δυο αδέλφια πολύ αγαπημένα, είμαι πολύ υπερήφανη για τα παιδιά μου. Ο Σωτήρης, μάλιστα, είναι πολύ υποστηρικτικός απέναντι στην αδελφή του, που έχει αυτισμό.
• Ο αυτισμός, όταν ήρθαμε εδώ με την Αιμιλία δυο ετών, ήταν κάτι άγνωστο, πέρασα δυο ζόρικα χρόνια κάνοντας ψυχανάλυση στο παιδί. Πήγαμε στην Αμερική. Γενικά τότε οι γιατροί στις διαγνώσεις τους υποστήριζαν φανατικά μια άποψη. Εμένα με ενδιέφερε ότι είχα ένα παιδί με συγκεκριμένες δυνατότητες και το ζητούμενο ήταν, όπως και σήμερα, να το κάνουμε όσο πιο λειτουργικό γίνεται. Τα παιδιά αυτά έχουν κοινωνική απομάκρυνση, αλλά είναι έξυπνα ‒ η Αιμιλία πηγαίνει σε ένα κέντρο απασχόλησης, την «Έγκαιρη παρέμβαση», και εκεί έχω γνωρίσει τους καλύτερους ανθρώπους, αληθινούς θησαυρούς. Η υπόθεση αυτή μου άνοιξε έναν καινούργιο κόσμο και άλλους δρόμους. Προσπαθούμε να φτιάξουμε ένα διαμέρισμα ημιαυτόνομης διαβίωσης γι’ αυτά τα παιδιά που είναι μαζί από έξι ετών, δηλαδή είκοσι χρόνια. Υπάρχουν ήδη τέτοια διαμερίσματα, λειτουργούν μια χαρά και θεωρούνται καλύτερα από τα ιδρύματα γι’ αυτά τα άτομα που χρειάζεται να έχουν πάντα κάποιον δίπλα τους.
• Στη δύσκολη περίοδο μετά τον θάνατο του πρώτου μας παιδιού με πήρε τηλέφωνο η Ρένα Ανδρεάδη, μια γυναίκα με φοβερό γούστο και μάτι, συλλέκτρια, που ήταν στη διοικητική επιτροπή του Μουσείου Μπενάκη, και μου πρότεινε να ασχοληθώ με το πωλητήριο, για του οποίου το δημιουργικό κομμάτι ήταν υπεύθυνη. Οι γυναίκες που είχαν ασχοληθεί με αυτό είχαν διαβλέψει από νωρίς την ανάγκη ύπαρξής του και όταν πήγα, αν και ήμουν διστακτική στην αρχή, ξεκίνησα από βοηθός της και βρήκα αυτό που μου ταίριαζε. Ενώ είχα ασχοληθεί με το κόσμημα, δεν είχα την υπομονή που χρειάζεται, δεν είμαι υπομονετικός άνθρωπος. Σε αυτήν τη δουλειά μου άρεσε πολύ το ότι βρισκόμουν με κόσμο δημιουργικό και όταν έφταναν τα δείγματα υπήρχε μια συνομιλία δημιουργική, διαρκής, από την οποία δεν μπορούσα να ξεκολλήσω. Κάποια στιγμή τα ανέλαβα καθ’ ολοκληρίαν, έτσι το πωλητήριο πριν από την κρίση έφτανε να δίνει καθαρά στο μουσείο ένα εκατομμύριο τον χρόνο, ένα σοβαρό ποσό που πήγαινε για καλό σκοπό.
• Από εκεί ξεκίνησε η γνωριμία μου με νέους σχεδιαστές και τεχνίτες. Αρχίσαμε να κάνουμε και καινούργια σχέδια, όχι μόνο αντίγραφα, κάτι που πήγε πολύ καλά. Όταν άνοιξε η Πειραιώς είπαμε «θα κάνουμε κάτι άλλο». Έτσι, πήγα στην «Αφή», μια ομάδα χειροτεχνών, φοβερές τεχνίτριες, και είπα ότι ήθελα να κάνω μόνο ελληνικό craft, αλλά πολύ υψηλής ποιότητας, όχι τσολιαδάκια. Βρήκαμε τους καλύτερους αυτού του είδους, επαγγελματίες επιπέδου, με άποψη και γούστο. Νομίζω πως τα πωλητήρια του Μπενάκη είναι τα καλύτερα και αυτό το λένε και άνθρωποι που έρχονται από μουσεία του εξωτερικού. Για τα πωλητήρια έχουμε δουλέψει όλοι νυχθημερόν, ποτέ δεν σταμάτησα να ασχολούμαι με αυτά, είναι το πάθος μου.
• Όταν έγινε το πωλητήριο στην Πειραιώς συνειδητοποίησα πόσοι άνθρωποι και πόσες δυνάμεις υπάρχουν στην Ελλάδα που δεν έχουν σχέση μόνο με την παράδοση αλλά βασίζονται και σε μια προϊστορία που πάει χιλιάδες χρόνια πίσω. Φτάνουν να κάνουν πράγματα καταπληκτικά και οι περισσότεροι είναι σπουδασμένοι έξω γιατί εδώ δεν υπάρχει τίποτα. Από παιδί, όταν πήγαινα στα μουσεία, ήθελα να βλέπω στα ταμπελάκια των εκθεμάτων τον τρόπο και τα μυστικά της κατασκευής τους, αλλά και το πώς πήγαινε ένας καλλιτέχνης ή ένας τεχνίτης το δημιούργημά του του ένα βήμα παρακάτω. Αν και δεν συλλέγω, όπως και κανένας στην οικογένειά μου δεν είναι συλλέκτης, ούτε οι γονείς μου, το ωραίο με ξετρελαίνει. Θαύμαζα πάντα τον συνδυασμό του χεριού με το μυαλό και τον χρόνο, αυτήν τη μαγική διεργασία που είναι κάτι βαθιά εσωτερικό, το έργο ενός δημιουργού από την αρχή μέχρι το τέλος.
• Έχουμε πολύ μεγάλη ιστορία στη χειροτεχνία (πηλός, υφαντική, μέταλλο) και λυπάμαι όταν βλέπω ότι στην εποχή μας είναι υποτιμημένη. Υπάρχει αυτό το κενό, τη στιγμή που στην Αγγλία, για παράδειγμα, υπάρχουν συλλέκτες, άνθρωποι με χρήματα, που ξέρουν να το εκτιμούν αυτό το πράγμα ‒ στην Ελλάδα είναι ελάχιστοι. Για μένα είναι παράσημο το ότι εξαιρετικοί καλλιτέχνες και τεχνίτες όχι μόνο μας έδωσαν καταπληκτικά δείγματα αλλά κατάφεραν και έζησαν μέσα από τη δουλειά και τη συνεργασία τους με το μουσείο. Δεν τους αφορά τίποτε άλλο, εκτός από το να κάνουν καλά αυτό που κάνουν, για τον εαυτό τους και για το αποτέλεσμα, με αρμονία υπομονή, γνώση. Εκεί τελειώνει το θέμα. Δεν τους αφορά η δημοσιότητα, δεν επιδιώκουν τη δόξα. Όμως έχουν μεγάλη χαρά όταν αναγνωρίζεις τη δουλειά τους.
• Το 2019 ήταν μια χρονιά πολύ δύσκολη, πέθανε ο Ανδρέας με τον οποίο ζήσαμε έναν μεγάλο έρωτα και μια ολόκληρη ζωή, ήμασταν πολύ αγαπημένοι. Τότε, την ώρα που ήθελα μια διέξοδο από τις απώλειες ‒γιατί είχε πεθάνει και ο πατέρας μου‒, ήρθε η πρόταση της Πολιτιστικής να είμαι στο διοικητικό συμβούλιο και είπα ναι χωρίς να καταλαβαίνω και πολλά.
• Έφτασα στην Ελευσίνα και ρίζωσα σχεδόν, αν και η πρώτη μου επαφή ήταν σοκαριστική, και εννοώ το κλίμα. Αμέσως μετά είδα ότι δεν είχα ιδέα για το Δημόσιο και είπα «θα πνιγούμε». Το πρώτο που κατάλαβα ήταν ότι στο Μουσείο Μπενάκη δουλεύαμε μέσα στην «πολυτέλεια», δηλαδή ήμασταν πολύ αγαπημένοι ‒ δεν το συζητώ ότι είναι ο πιο μεγάλος, ωραίος και ανθρώπινος πολιτιστικός οργανισμός της Ελλάδας. Αυτό το πολύ ωραίο, καλό κλίμα, όταν πήγα στην Ελευσίνα, δεν υπήρχε. Στην αρχή ζορίστηκα, πριν στρώσουν τα πράγματα, πριν έρθει η Νανά Σπυροπούλου που ξέρει από Δημόσιο και πώς να βγάζει πολλά φίδια από την τρύπα, πριν έρθει ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, με τον οποίο η σχέση μας είναι «οικογενειακή» πλέον ‒ είναι σαν αυτούς που κάνουν μαζί στρατό και μένουν μετά φίλοι για πάντα. Αν έχω συμβάλει σε κάτι, είναι στο να διαμορφωθεί ένα καλό κλίμα, γιατί δεν αντέχω να δουλεύω σε ένα μέρος τοξικό, θέλω να δουλεύω με κανονικούς ανθρώπους και γι’ αυτήν τη διοργάνωση που θέλουμε να φέρουμε σε πέρας πρέπει να έχεις όρεξη, αντοχή, γνώση και να είσαι έτοιμος για ατέλειωτες ώρες δουλειάς.
• Στην Ελευσίνα ήρθαμε, και ερχόμαστε, σε επαφή με πολλούς αξιόλογους ανθρώπους, όλοι δουλεύουμε νυχθημερόν, σαν σκυλιά, τα κάνουμε όλα, και λάντζα και διοίκηση. Αυτό που θα ήθελα να αλλάξει πρώτο είναι η εικόνα που έχει ο κόσμος για την Ελευσίνα, μια πόλη που περνάς απ’ έξω και αποστρέφεις το βλέμμα, όπως έλεγε ο Κουτσαφτής στην Αγέλαστο πέτρα. Πιστεύω ότι μπορεί να αλλάξει, χρειάζεται περισσότερος χρόνος και ίσως περισσότεροι άνθρωποι για να γίνει αυτό, αλλά χάρη στη σχέση ζωής που έχουμε αποκτήσει με την πόλη έχουμε βάλει πείσμα όλα αυτά τα κτίρια που ξεκίνησαν να γίνονται, όλα όσα θα συμβούν να μείνουν στην πόλη και να αξιοποιηθούν ως παρακαταθήκη, συνεχίζοντας τη λειτουργία τους. Προσπαθούμε πολύ να βγει μια καλή πολιτιστική πρωτεύουσα. Δεν μας ενδιαφέρει η φαντασμαγορία όσο το στοίχημα να βάλουμε την Ελευσίνα στον χάρτη, να την πάρουν χαμπάρι, να έχεις ένα λόγο να πας εκεί και ένα λόγο να επιστρέφεις ξανά και ξανά. Περιέργως, συμφιλιώθηκα και με τον θάνατο. Οι μύθοι με το πηγαινέλα στον Κάτω Κόσμο, η συνύπαρξη των νεκρών εργοστασίων και καραβιών με ζωντανούς φορείς, ο αρχαιολογικός χώρος που κυριαρχεί, που μετά τη μύηση δεν φοβόσουν πια το θάνατο, ξαφνικά, σε κάνει να συνειδητοποιήσεις ότι ο θάνατος σού είναι κάτι πολύ οικείο. Μεγάλο κέρδος.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.