Ένας «ρωσικός εθνικός θησαυρός, που σχεδόν ποτέ δεν βγαίνει από τη χώρα», σύμφωνα με τον ίδιο τον Ρώσο Πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν, θα φιλοξενείται μέχρι τον Σεπτέμβριο στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, ως πρόδρομο έργο δύο εκθέσεων με αντικείμενα από την Πινακοθήκη Τρετιακόφ και το Μουσείο Ερμιτάζ που θα παρουσιαστούν στο μουσείο το φθινόπωρο του 2016, στο πλαίσιο των πολιτιστικών εκδηλώσεων του αφιερωματικού έτους «Ρωσία - Ελλάδα 2016». Πρόκειται για την εικόνα της Ανάληψης από την Πινακοθήκη Τρετιακόφ στη Μόσχα, έργο του σημαντικού Ρώσου αγιογράφου Αντρέι Ρουμπλιόφ, ο οποίος τη φιλοτέχνησε το 1408, προκειμένου να διακοσμήσει, μαζί με άλλες εικόνες του Δωδεκαόρτου, το τέμπλο του Καθεδρικού Ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Βλαντίμιρ.
Από το έργο του μεγάλου Ρώσου αγιογράφου, ο οποίος αποτελεί σύμβολο για την ορθόδοξη ρωσική τέχνη και αγιοποιήθηκε με απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας το 1988, έχουν διασωθεί μόλις πέντε εικόνες, ενώ μέχρι σήμερα οι ειδικοί ερίζουν σχετικά με την ταυτότητα του δημιουργού κάποιων ακόμα, οι οποίες εν τέλει αποδίδονται στον κύκλο του Ρουμπλιόφ. Από τις πέντε εικόνες που μετά βεβαιότητας είναι δημιουργήματά του, η Ανάληψη ξεχωρίζει για τις κλασικές αναλογίες των μορφών, τις σύνθετες και λεπτές φωτοσκιάσεις των προσώπων, την κομψότητα του σχεδίου και τους πλούσιους θεολογικούς συμβολισμούς.
Από τις πέντε εικόνες που μετά βεβαιότητας είναι δημιουργήματά του, η Ανάληψη ξεχωρίζει για τις κλασικές αναλογίες των μορφών, τις σύνθετες και λεπτές φωτοσκιάσεις των προσώπων, την κομψότητα του σχεδίου και τους πλούσιους θεολογικούς συμβολισμούς.
Για τη ζωή του Αντρέι Ρουμπλιόφ, ο οποίος ήταν εξαιρετικά χαμηλών τόνων, οι πληροφορίες που υπάρχουν είναι λίγες, έτσι δεν γνωρίζουμε πού γεννήθηκε, ούτε πότε ακριβώς – πιθανόν γύρω στο 1360. Ακόμα και το όνομά του είναι αυτό που του δόθηκε όταν εκάρη μοναχός στη Μονή της Αγίας Τριάδας – αγνοούμε πώς ονομαζόταν πριν περιβληθεί το μοναχικό σχήμα. Την πρώτη επίσημη αναφορά του ονόματός του τη συναντάμε σε ένα έγγραφο του 1405, στο οποίο αναγράφεται ότι την εικονογράφηση του Καθεδρικού Ναού της Μόσχας στο Κρεμλίνο ανέλαβε ο Θεοφάνης ο Έλληνας μαζί με τον μαΐστορα Πρόχορο και τον μοναχό Αντρέι Ρουμπλιόφ, το όνομα του οποίου, λόγω ηλικίας και αρχαιότητας, βρίσκεται στο τέλος. Λέγεται ότι το 1408 ανέλαβε, μαζί με τον συνεργάτη του Δανιήλ, την αγιογράφηση του Ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Βλαντίμιρ και από το 1425 ως το 1427 (ή μεταξύ 1411 και 1422) του Καθολικού της μονής του, της Αγίας Τριάδας ή αλλιώς Αγίου Σεργίου.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, μετά τον θάνατο του Δανιήλ, ο Ρουμπλιόφ εικονογραφούσε τη Μονή Αντρόνικοφ στη Μόσχα, στην οποία πιθανότατα ήταν και μοναχός. Πέθανε από τη μαύρη πανούκλα και ετάφη σε κρύπτη στο μοναστήρι, πριν ολοκληρώσει το έργο του, στις 17 Οκτωβρίου του 1428 ή, σύμφωνα με άλλες πηγές, στις 29 Ιανουαρίου του 1430. Κατά τη διάρκεια της Οκτωβριανής Επανάστασης, οι τοιχογραφίες στη Μονή Αντρόνικοφ –που έγινε στρατόπεδο συγκέντρωσης και αργότερα μετετράπη σε εργατικές κατοικίες– και σε άλλα μοναστήρια καταστράφηκαν, ενώ η Λαύρα της Αγίας Τριάδας έγινε με διάταγμα του Λένιν Μουσείο του Λαού, με τον πρώτο Σοβιετικό διευθυντή του να σώζει κάποια έργα από την καταστροφή.
Ο Αντρέι Ρουμπλιόφ, η ζωή του οποίου ενέπνευσε τον Αντρέι Ταρκόφσκι να γυρίσει την ομώνυμη αριστουργηματική ταινία του, θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους αγιογράφους στον κόσμο, με την εικόνα της Αγίας Τριάδας, γνωστής ως «Φιλοξενία του Αβραάμ», που διακρίνεται για τη σύνθεση, τον ρυθμό, τον φωτισμό, την αρμονία την καθαρότητα και την απλότητα, να αποτελεί το αριστούργημα της ρωσικής εικονογραφικής τέχνης. Η αποτίμηση των έργων του άγνωστου μέχρι τις αρχές του εικοστού αιώνα, αν και ευρέως γνωστού και σεβαστού στην εποχή του, αγιογράφου παρουσιάζει ωστόσο δυσκολίες, καθώς έχουν επιζωγραφιστεί από μεταγενέστερους, αλλοιώνοντας ως έναν βαθμό την εικόνα τους. Αυτό που θεωρείται βέβαιο είναι ότι ο Αντρέι Ρουμπλιόφ επηρεάστηκε από τον διάσημο δάσκαλό του, Θεοφάνη τον Έλληνα, κατάφερε όμως να πάει πολύ πιο πέρα από αυτόν, δίνοντας ιδιαίτερο βάρος στην πνευματικότητα των προσώπων.
Όπως γράφει σ' ένα δοκίμιό του ο π. Σταμάτης Σκλήρης: «Αρκεί να αντιπαραβάλουμε τη φωτοσκίαση των ενδυμάτων του Θεοφάνη αφενός και του Ρουμπλιόφ αφετέρου προς τη φωτοσκίαση των τοιχογραφιών της Μονής της Χώρας Κωνσταντινουπόλεως, για να συμπεράνουμε ότι ο Ρουμπλιόφ στάθηκε πιο βυζαντινός από τον δάσκαλό του. Δεν πρόκειται, όμως, μόνο για μια τέτοια λεπτομέρεια αλλά για όλα τα στοιχεία που συγκροτούν το μνημειώδες και μοναδικό έργο του. Όχι μόνο στις φορητές εικόνες, όπως αυτές του Χριστού και των Αρχαγγέλων της Δεήσεως, αλλά και στις τοιχογραφίες, ο Ρουμπλιόφ φωτίζει τα πρόσωπα με τον τρόπο της βυζαντινής πλαστικότητας, σε αντίθεση προς τον έντονο εξπρεσιονισμό των τοιχογραφιών του Θεοφάνη».
σχόλια