Η ζωή και η καλλιτεχνική πορεία του εικαστικού Στέφανου Τσιβόπουλου μοιάζουν σαν να είχαν μια προδιαγεγραμμένη πορεία, πριν ακόμα γεννηθεί, μια καλλιτεχνική ταυτότητα που άργησε μεν να τη διαμορφώσει, μέσα από την οποία περνάει όμως ολόκληρο το παρελθόν της οικογένειάς του. Οι αλλόκοτες ιστορικοπολιτικές συγκυρίες που επηρέασαν τη δική τους ζωή κι έκαναν τον ίδιο να στραφεί προς μια τέχνη έντονα πολιτικοποιημένη, που κρατάει συγχρόνως και σαφείς αποστάσεις από την πολιτική. Τον συνάντησα στην γκαλερί Καλφαγιάν, όπου μου ξετύλιξε αυτή την τόσο ενδιαφέρουσα οικογενειακή σάγκα, που θυμίζει περισσότερο κινηματογραφικό σενάριο.
Γεννήθηκε το 1973 στην Πράγα, καρπός του μεγάλου έρωτα δύο νέων ανθρώπων, φαινομενικά τελείως διαφορετικών μεταξύ τους, που όμως τα προσωπικά τους δράματα ήταν αδύνατον να μην τον σημαδέψουν. Ο πατέρας του, ένας νέος άντρας που είχε αφήσει την Ελλάδα σε καιρό Ψυχρού Πολέμου για να ζήσει με τον πατέρα του, ο οποίος ήταν πολιτικός πρόσφυγας, ως φοιτητής γεωπονίας βρέθηκε να φλερτάρει στην περίφημη «Άνοιξη της Πράγας» μια συμφοιτήτριά του -τη μητέρα του Στέφανου-, μια νέα γυναίκα από το Ιράν που είχε καταλήξει στην Τσεχοσλοβακία (όπως λεγόταν τότε ακόμα), επειδή επέλεξε να επαναστατήσει εναντίον ενός αυταρχικού πατέρα, εγκαταλείποντας για πάντα την Τεχεράνη για να πάει να βρει στην Πράγα τον θείο της. Πρώην μυστικοσύμβουλος του Μοσαντέκ, μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος του Ιράν, που κατέληξε στην Πράγα, όπου έγινε καθηγητής πανεπιστημίου. Όταν ο Στέφανος Τσιβόπουλος γεννήθηκε, ο πατέρας του έπρεπε να επιστρέψει στην Ελλάδα για τη στρατιωτική του θητεία. Η μητέρα του, μπαχάι στο θρήσκευμα και όχι μουσουλμάνα, έχοντας στο μεταξύ χάσει και τους δυο της γονείς, δεν είχε άλλη επιλογή παρά να ακολουθήσει τον σύντροφό της σε μια νέα πατρίδα. Έτσι, βρέθηκε στη Λάρισα, στην πόλη καταγωγής του πατέρα του πρώτου παιδιού της.
Ο μικρός Στέφανος μεγάλωσε με μητρική του γλώσσα τα φαρσί. Όπως λέει και ο ίδιος, «τα νανουρίσματα, οι προσευχές, όλη η προσωπική σχέση μιας μάνας με το παιδί της χτιζόταν μέσω της περσικής γλώσσας. Τελικά, δεν έμαθα να μιλάω τα φαρσί και όσες δικαιολογίες κι αν μου αραδιάζει η μητέρα, ξέρω ότι ένιωθε την άρνηση του περιβάλλοντος για ό,τι αντιπροσώπευε και προσπαθούσε να περάσει στο παιδί της. Έτσι, το ζήτημα της γλώσσας μπαίνει από την αρχή στη ζωή μου ως ένα μεγάλο θέμα, το οποίο με ακολουθεί έκτοτε». Τον ρωτάω αν αυτό μεταπηδά και στο θέμα της ταυτότητας: «Όχι, η γλώσσα δεν είναι απαραίτητα και η ταυτότητα με την εθνολογική έννοια, αλλά κυρίως με την έννοια του εργαλείου που σε βοηθάει να εκφράζεις μια ταυτότητα».
Το 1976, με τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ, ο παππούς και η γιαγιά του επέστρεψαν στην Ελλάδα και θυμάται να κάθεται στα γόνατα του ηλικιωμένου πρώην αντάρτη που του έδειχνε στις εφημερίδες φωτογραφίες του Μπρέζνιεφ, μιλώντας του με ενθουσιασμό για τη Σοβιετική Ένωση. Την ίδια στιγμή η μητέρα του είχε αναπτύξει ολοκληρωτική απέχθεια και άρνηση για τη δική της πατρίδα. Δεν ήθελε να θυμάται τίποτε από τη χώρα που άφησε στα 16 της κι έκτοτε δεν ξαναείδε. Είχε επιλέξει να αφοσιωθεί στους τρεις γιους που απέκτησε.
Στην αρχή, η διέξοδος του καλλιτέχνη εφήβου ήταν το θέατρο. Συμμετείχε στις παραστάσεις του ερασιτεχνικού του ΔΗΠΕΘΕ Λάρισας άλλοτε ως ηθοποιός και άλλοτε ως σκηνογράφος. «Εκείνη η περίοδος με επηρέασε πάρα πολύ και όταν ξεκίνησα το βίντεο με απασχόλησε η έννοια της ηθοποιίας, του ρόλου δηλαδή του ηθοποιού ως μετασχηματιστή συναισθημάτων, και με ποιον τρόπο η προσωπική εμπειρία συμμετέχει σ' αυτήν τη διαδικασία. Πώς το πραγματικό και το φανταστικό χρησιμοποιούνται για να ερμηνεύσουν μια περσόνα». Εν τέλει, ανακάλυψε το ζωγραφικό του ταλέντο και αφιερώθηκε σε αυτό με στόχο να μπει στη Σχολή Καλών Τεχνών. Πέρασε και στης Αθήνας και στης Θεσσαλονίκης και επέλεξε την πρώτη. Ήταν 1991.
«Ζούσα στα Εξάρχεια και κάθε βράδυ ξεκινούσα με την παρέα μου ολονύκτιες περιηγήσεις της πόλης. Κοιμόμουν στις επτά το πρωί και ξυπνούσα με το που έπεφτε το σκοτάδι, στις έξι. Ζούσα σαν τον τυφλοπόντικα, αλλά ανακάλυπτα την πόλη, η οποία κατά βάθος δεν μου άρεσε. Στη σχολή δεν πατούσα». Σε εκείνες τις νυχτερινές βόλτες θα ανακάλυπτε και το άγαλμα του Τρούμαν, που χρόνια μετά θα τον χρησιμοποιούσε σε μια από τις δουλειές του. Στο τέλος της ακαδημαϊκής χρονιάς θέλησαν από τη σχολή να μάθουν ποιος είναι. «Θα με άφηναν μετεξεταστέο, αν δεν παρέδιδα τον Σεπτέμβρη δουλειά. Γύρισα στο πατρικό μου και όλο το καλοκαίρι δούλεψα, κάνοντας εντελώς δικά μου πράγματα. Όταν επέστρεψα, με εξέτασε ο ίδιος ο Κεσσανλής, ο οποίος έμεινε απολύτως ευχαριστημένος και με πέρασε στο 2ο έτος. Αλλά το κυριότερο ήταν ότι η σχολή μεταφέρθηκε στην Πειραιώς. Δεν υπήρχαν τοίχοι, δούλευα τελείως μόνος, άπλωνα μουσαμάδες, έχυνα χρώματα, είχα πλήρη ελευθερία. Ευτυχώς, γιατί δεν άντεχα άλλο τη συνθήκη του σχολείου, το σιχαινόμουν πια». Εκείνο που έπαιξε καθοριστικό ρόλο ήταν η έκθεση του 1993 «Everything interesting is new, everything new is interesting» της συλλογής του Δάκη Ιωάννου, που ουσιαστικά εγκαινίασε η ΑΣΚΤ. Αυτή η έκθεση άνοιξε και διεύρυνε τους ορίζοντές του: «Μέχρι εκείνη τη στιγμή ό,τι είχα στο μυαλό μου ήταν άναρθρες κραυγές και δράσεις που εξέφραζαν έναν κόσμο ιδεών, ούτε συναισθήματος, ούτε ταλέντου. Γενικότερα, ποτέ δεν με ενδιέφερε στην τέχνη η έννοια του ωραίου, η αισθητική. Με ενδιέφερε μόνο πώς θα εκφράσω την ανθρώπινη κατάσταση, τη συναισθηματική αγωνία του ανθρώπου».
Για τις μεταπτυχιακές του σπουδές επέλεξε το Άμστερνταμ. «Εκεί ακόνισα τα εργαλεία μου, απέκτησα τη δομή κι έβαλα τα θεμέλια πάνω στα οποία μπορούσα πια να χτίσω». Τελικά, στράφηκε προς τις βιντεο-εγκαταστάσεις: «Αυτό συνέβη σταδιακά, γιατί μέχρι το 2002 δεν ήταν τόσο διαδεδομένες οι ψηφιακές βιντεοκάμερες. Τότε ήταν που άρχισε να με απασχολεί πολύ η ιδέα του δημόσιου χώρου και η σχέση αρχιτεκτονικής και γλυπτικής. Είχε πολύ να κάνει με το πώς αυτό που αποκαλούμε mobile architecture ταυτίζεται με την ιδέα της γλυπτικής και με ποιον τρόπο η συνθήκη της ανθρώπινης κλίμακας με ένα οικοδόμημα μπορεί να δημιουργήσει νέες γνώσεις. Με απασχολούσαν πάρα πολύ οι εναλλακτικοί χώροι και πώς πραγματεύονται το οικονομικό και το πολιτικό κομμάτι των ανθρώπων. Αυτό με έφερε πιο κοντά στο μεταναστευτικό πρόβλημα». Το 2005 ήταν η χρονιά που έκανε το θεαματικό του ντεμπούτο με τέσσερις ατομικές εκθέσεις σε σημαντικά μουσεία και γκαλερί στην Ολλανδία και στην Αθήνα. Οι καθηγητές του του ζητούσαν όλο και πιο επιτακτικά να εισάγει στο έργο του την καταγωγή του, τις ρίζες του, να δουν την Ελλάδα του.
Θέματα όπως η μυθοπλασία και η πραγματικότητα, το ντοκουμέντο και η δημιουργία είναι πια τα χαρακτηριστικά, ή καλύτερα η αφετηρία της δουλειάς του Στέφανου Τσιβόπουλου. Μόλις πέρσι η υπερμεγέθης εγκατάσταση στο Ελαιουργείο της Ελευσίνας με τίτλο «The future starts here» αποτελούνταν από τέσσερις διαφορετικές δράσεις με κοινή θεματική την ιστορία του εργατικού κινήματος της Ελευσίνας και του πολιτικού κατεστημένου της Ελλάδας. Εξηγεί: «Δεν με ενδιαφέρει τόσο η ίδια η πολιτική όσο η ιστορία που δεν έχει καταγραφεί από κανέναν».
Καλλιτεχνικός «μετανάστης» μεταξύ Άμστερνταμ, Νέας Υόρκης και Αθήνας, επελέγη να εκπροσωπήσει την Ελλάδα στην επόμενη Μπιενάλε της Βενετίας, με μια εγκατάσταση με τίτλο «Ιστορία Μηδέν», όπου τρεις παράλληλες βιντεο-αφηγήσεις θα εξιχνιάζουν μέσα από μια αλληγορία την αξία και την υπεραξία του χρήματος. Πώς ερμηνεύουν οι γονείς του το καλλιτεχνικό του έργο; Απαντάει: «Δεν περίμεναν ποτέ ότι μέσα από την τέχνη θα περνούσε ολόκληρη αυτή η πολιτική προβληματική, που αποτελείται από κοινωνικά θέματα τα οποία απασχολούν και τους ίδιους. Ένας λόγος, όμως, που έχει συμβεί αυτό είναι και αυτοί οι δύο άνθρωποι. Η τόσο έντονη πολιτική συνθήκη που φέρουν μέσα τους. Το ότι εγώ γεννήθηκα, εξελίχθηκα και δημιουργήθηκα είναι γιατί οι πρόγονοί τους κουβαλούσαν όλα αυτά».
σχόλια