Η αφιερωματική έκθεση «Θητεία» της γκαλερί Roma στη μνήμη του πρόωρα χαμένου Στέλιου Φαϊτάκη αποτελεί ουσιαστικά «συνάντηση» επτά σύγχρονων Ελλήνων εικαστικών δημιουργών της γενιάς του ζωγράφου –κάποιοι είναι και προσωπικοί του φίλοι– με σκοπό την ανάδειξη μιας σειράς κοινών καταβολών.
Η συνέχεια μιας μακράς παράδοσης επανέρχεται και αναζωπυρώνεται από τον Φώτη Κόντογλου κατά τον 20ό αιώνα, αποκτώντας εικαστική σημασία ως μια ενδιαφέρουσα επανεκκίνηση στις απαρχές του 21ου αιώνα από μια γενιά που, αναζητώντας τις ρίζες της ελληνικής ζωγραφικής, εφευρίσκει μια αμιγώς ελληνική ποπ αρτ, αναπλάθοντας με δημιουργικό τρόπο τη βυζαντινή παράδοση με ανεστραμμένη προοπτική, γραµµικές εκτελέσεις και γεωµετρικά µοτίβα, µετωπική διάταξη των µορφών, απουσία τρίτης διάστασης, κυρίως όμως μέσα από συνθέσεις σύγχρονης θεματικής και προβληματικής.
Αυτός, άλλωστε, είναι και ο στόχος του επιμελητή της έκθεσης και ιστορικού τέχνης Γιώργου Μυλωνά, να αναδειχθεί ο τρόπος µε τον οποίο καλλιτέχνες της νεότερης γενιάς αξιοποίησαν και ενέταξαν στους εικαστικούς τους προβληματισμούς στοιχεία της ζωγραφικής μας παράδοσης.
Όπως εξηγεί: «Η “Θητεία” σχεδιάστηκε από κοινού με τον Ηριδανό Τσιριγκούλη και είναι άτυπη συνέχεια του αφιερώματος στον Κόντογλου που φιλοξένησε πριν από δύο χρόνια το Μουσείο Γουλανδρή στο Παγκράτι. Τότε επιχειρήθηκε για πρώτη φορά να φανεί η επίδραση του Αϊβαλιώτη στις κατοπινές γενιές των εικαστικών ως τις μέρες μας κι αυτό είχε ξεχωριστό συμβολισμό γιατί πραγματοποιήθηκε στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης. Η ζωγραφική του Κόντογλου τοποθετήθηκε στην καρδιά του μοντέρνου και, μαζί με Έλληνες μαθητές του, τον Τσαρούχη και τον Εγγονόπουλο, για να αναφέρω τους πιο άμεσους που μετέφεραν το παράδειγμά του, πήρε τη θέση του δίπλα σε ονόματα του ευρωπαϊκού μοντερνισμού, όπως ο Σαγκάλ».
Η κρατική βία, οι αγώνες των ανθρώπων του μόχθου, η ορμητικότητα των νέων και των διεκδικήσεών τους, αποτέλεσαν το επίκεντρο της ζωγραφικής του είτε σε μεγάλες επιφάνειες σε δημόσιους χώρους είτε σε μεγάλων διαστάσεων ξύλα.
Ο Στέλιος Φαϊτάκης αναμφισβήτητα αποτέλεσε μια προσωπικότητα μεγάλης σημασίας για τη σύγχρονη ελληνική εικαστική σκηνή, όπως ο Κόντογλου τάραξε τα νερά, επαναφέροντας τρόπους μιας εν μέρει λησμονημένης και κατά κάποιον τρόπο παραγκωνισμένης θρησκευτικής και καλλιτεχνικής παράδοσης, της βυζαντινής τέχνης, μπολιάζοντάς τη θεματικά με προβληματισμούς που απασχολούν τη σύγχρονη ζωή. Η κρατική βία, οι αγώνες των ανθρώπων του μόχθου, η ορμητικότητα των νέων και των διεκδικήσεών τους, αποτέλεσαν το επίκεντρο της ζωγραφικής του είτε σε μεγάλες επιφάνειες σε δημόσιους χώρους είτε σε μεγάλων διαστάσεων ξύλα. Δεν είναι τυχαίο που τον χαρακτήρισαν «αγιογράφο των οδοφραγμάτων».
Πρωτίστως κατάφερε να επιβληθεί σε εποχές και περιβάλλοντα σχεδόν εχθρικά στη ζωγραφική, καθώς η κυρίαρχη τάση ήταν η εννοιολογική τέχνη και η σχεδόν απόλυτη σύνδεση και ταύτισή της με τα ψηφιακά μέσα. Αυτό το πέτυχε, όπως συνήθως συμβαίνει με τους Έλληνες, χάρη στην ενθουσιώδη αποδοχή και εκτίμηση των ξένων που τον γνώρισαν στις διεθνείς μπιενάλε και γκαλερί. Η έκθεση «Θητεία» αποτίει φόρο τιμής στο μεγάλο του ταλέντο, καθώς σε αυτή συμμετέχουν καλλιτέχνες που τόσο εικαστικά όσο και συναισθηματικά αποτελούν συνοδοιπόρους του.
Τρεις από αυτούς ζωγράφισαν έργα ειδικά για την έκθεση. Ο Κώστας Λάβδας του αφιερώνει μια μνημειακή σε διάσταση σύνθεση που εδράζεται σε γεωμετρικές φόρμες και απηχεί το πνεύμα του επαναστατημένου ανθρώπου, κάτι που άλλωστε ύμνησε κι ο Φαϊτάκης· ο Μανώλης Μπιτσάκης, μέσα από μια προσωπική του παραδοξότητα με εικόνες - οράματα που παραπέμπουν στους μυστικούς ή σε συναξάρια αγίων, αναφέρεται στην ταινία των αδελφών Ταβιάνι Ο Σαν Μικέλε είχε έναν κόκορα, ένα πολιτικό σχόλιο στα θέματα της εσωτερικής αντίστασης και της επαναστατικής ουτοπίας· και ο Φίκος, με την εικόνα μαχητή που φοράει στολή νίντζα μέσα σε χρυσό κάμπο αποδίδει χαιρετισμό στον Φαϊτάκη που αγαπούσε τις πολεμικές τέχνες και ασκούνταν σε αυτές.
Η Georgia Fambris παρουσιάζει κατακερματισμένες φιγούρες, εξιδανικεύοντας το σώμα μέσα από ανίερους υπαινιγμούς όπως μια ιερή εικόνα προβάλλει το σώμα ενός μάρτυρα, ενώ ο Νίκος Μόσχος, υιοθετώντας στοιχεία της χριστιανικής εικονογραφίας του «Ευαγγελισμού της Θεοτόκου», το αποδίδει όχι ως σεπτή μορφή αλλά ως καθημερινό άνθρωπο, ανήμπορο μπροστά σε όσα τον υπερβαίνουν. Ο Φώτης Βάρθης εκπροσωπεί την τέχνη της χαρακτικής με τρεις συνθέσεις, κάνοντας χρήση του στέρεου βυζαντινού σχεδίου, φιλοτεχνώντας λαϊκά παραμύθια που δεν είναι ξεκομμένα από τους ρυθμούς της σύγχρονης ζωής, και τέλος η Ιωάννα Καφίδα, επίσης χρησιμοποιώντας στοιχεία της λαϊκής παράδοσης, αφηγείται τη δική της «Βαϊοφόρο», ζωγραφικό εργόχειρο, απόρροια τεχνουργίας λαϊκού χαρακτήρα.
Η έκθεση συμπληρώνεται με δύο έργα του Φώτη Κόντογλου. Το 1936, έχοντας αναλάβει τις εργασίες συντήρησης και καθαρισμού εικόνων της νεκροπολιτείας του Μυστρά, είχε τη δυνατότητα να μελετήσει ακόμα βαθύτερα τη βυζαντινή τέχνη, εμπλουτίζοντας το προσωπικό του ιδίωμα. Έτσι, με αφετηρία την αγιογραφία ζωγράφισε ταξιδιώτες, κουρσάρους, ληστές και μαχητές, ταυτίζοντάς τους με αγίους και καθαγιάζοντάς τους με αυτόν τον τρόπο, ακολουθώντας την παράδοση του λογοτεχνικού του ήρωα Πέδρο Καζάς. Στην έκθεση θα δούμε, λοιπόν, τη μορφή ενός στρατιωτικού αγίου από την «Περίβλεπτο του Μυστρά» κι ένα ακόμα έργο, τον «Λουίζο Μαρότο» από τη συλλογή του Διονύση Φωτόπουλου.
Παράλληλα, και για πρώτη φορά στην Αθήνα, παρουσιάζεται το έργο του Φαϊτάκη «Για τη βελτίωση της γεωργίας», καρπός συζητήσεών του με τον Νίκο Κυριαζή. Ενταγμένο στο ύφος του ζωγράφου, αποδεικνύεται επίκαιρο χάρη στις πρόσφατες κινητοποιήσεις ανά την Ευρώπη. Ο ίδιος θέλησε το συγκεκριμένο έργο να εκτεθεί την άνοιξη του 2022 στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού.
Ο Γιώργος Μυλωνάς λέει σχετικά: «Αν ο Φαϊτάκης δεν διέθετε την πίστη να κλείσει τα αυτιά στις σειρήνες της εποχής, να επιμείνει στην τέχνη που εκφράζεται με αμιγώς ζωγραφικά μέσα, να δει στις εικόνες του Άγγελου Ακοτάντου έναν τρόπο που μπορούσε να γίνει δικός του, αναπλάθοντας όχι τα πρόσωπα αγίων αλλά “αγιογραφώντας” τον εξεγερμένο άνθρωπο, δεν θα έβαζε ξανά τη βυζαντινή ζωγραφική –με όσα ζητήματα έχει ο όρος– στη σύγχρονη τέχνη. Κι εδώ ακριβώς είναι που συναντιέται με τον Κόντογλου».
Περισσότερες πληροφορίες για την έκθεση εδώ
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.