Σκρολάροντας στο site του Φιλίπ Μαλουάν, ενός από τα πιο hot ονόματα παγκοσμίως, αυτήν τη στιγμή, στον χώρο του industrial design, σε πιάνει εκείνη η καταναλωτική μανία τού «θέλω να τα αγοράσω όλα τώρα». Είναι τόσο μεγάλο το εύρος των προϊόντων που σχεδιάζει ο Καναδός ντιζάινερ, τόσο εντυπωσιακές οι συνεργασίες του με κορυφαία brands, τόσο γνήσια καλλιτεχνική η προσέγγισή του, που όποιο κι αν είναι το στυλ με το οποίο προτιμάς να διακοσμείς τον προσωπικό σου χώρο, σίγουρα μπορείς να φανταστείς δικές του δημιουργίες, ένα τραπέζι, μια πολυθρόνα, ένα χαλί ή ένα φωτιστικό, να βρίσκουν τη θέση τους σε κάποια γωνιά του.
Στην Αθήνα, βέβαια, επιχειρεί κάτι ολότελα διαφορετικό. Καλεσμένος της Breeder, πέρασε το προηγούμενο διάστημα, παρέα με τον συνεργάτη του εδώ και οκτώ χρόνια και επικεφαλής του στούντιό του στο Λονδίνο, Τζούλιαν Κομόσα, να ψάχνουν για παλιοσίδερα σε μάντρες υλικών της Αττικής, τα οποία στη συνέχεια μεταποίησαν και τους έδωσαν μια εντελώς διαφορετική μορφή, μέσα από μια διαδικασία που θυμίζει γλυπτική.
Αυτά τα «χρηστικά, λειτουργικά γλυπτά», λοιπόν, θα δούμε στην πρώτη έκθεση της γκαλερί του Μεταξουργείου που θα είναι αφιερωμένη στο ντιζάιν και θα ανοίξει τον Νοέμβριο. Μια έκθεση που αντλεί έμπνευση από την ντανταϊστική παράδοση της τεχνικής του ντεκουπέ, όπου ένα γραπτό κείμενο κόβεται και αναδιατάσσεται προκειμένου να δημιουργηθεί νέο νόημα.
Συνάντησα τον Φιλίπ ένα μεσημέρι με μίνι καύσωνα στον χώρο του Βοτανικού που του είχε παραχωρηθεί, ενώ πλησίαζε προς το τέλος της δημιουργικής αυτής διαδικασίας. Τα περισσότερα εκθέματα είχαν ήδη πάρει σχήμα και μορφή και υπολειπόταν το τελικό φινίρισμα.
Το Λονδίνο πλέον έχει καταναλωτές πολιτισμού αλλά δεν έχει δημιουργούς πολιτισμού. Η Αθήνα έχει και τα δύο, και αυτή η ενέργεια είναι πολύ σημαντική για εμάς, να βρισκόμαστε σε ένα μέρος όπου υπάρχουν και εκφράζονται νέοι δημιουργοί. Δεν μου αρέσει να μιλάω άσχημα για το Λονδίνο, αλλά στην Αθήνα αυτήν τη στιγμή υπάρχουν τόσες ευκαιρίες. Όλος ο κόσμος έχει τα μάτια του στραμμένα εδώ.
«Έχουμε φτιάξει τα πάντα με τα χέρια μας. Τώρα τελειώνουμε τα μεγάλα κομμάτια» ξεκίνησε να μου περιγράφει. «Μας ενδιέφερε με τον Τζούλιαν να κάνουμε μια έρευνα και μια έκθεση για την ανακύκλωση και τη μορφοποίηση. Ένας καλός τρόπος για να φτιάχνεις σχήματα είναι να τα βρίσκεις έτοιμα και να τα αναπροσαρμόζεις, όχι να σχεδιάζεις τα δικά σου. Αυτό κάναμε ψάχνοντας στις μάντρες για μεταλλικά αντικείμενα. Βρίσκαμε τα σχήματα που μας ενδιέφεραν και στη συνέχεια κάναμε ένα κολάζ, τα κόβαμε, τα ενώναμε, συνθέτοντας νέες λειτουργίες. Το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς μου έχει να κάνει με τη μαζική παραγωγή για μεγάλες εταιρείες σε όλο τον κόσμο. Αυτός ο νέος τρόπος, όμως, που δεν περιλαμβάνει το να βρίσκεσαι μπροστά σε μια οθόνη υπολογιστή, μου γεννά νέες ιδέες, κάποιες από τις οποίες μπορεί αργότερα να τις εφαρμόσω και στη μαζική παραγωγή».
Ο Φιλίπ Μαλουάν μεγάλωσε στο Μόντρεαλ, στο γαλλόφωνο κομμάτι του Καναδά, και σπούδασε industrial design στο πανεπιστήμιο της πόλης του. Στη συνέχεια πήρε κρατική υποτροφία για συνέχιση σπουδών στο Παρίσι και δεν επέστρεψε ποτέ στον Καναδά.
Ενώ το ακαδημαϊκό του background ήταν στην αρχή σχετικό αυστηρά με τον βιομηχανικό σχεδιασμό, αναζήτησε καλλιτεχνική διέξοδο σε σπουδές ντιζάιν στο Αϊντχόβεν και ο συνδυασμός αυτός απογείωσε το όραμα και τη δουλειά του. Χωρίς δεύτερη σκέψη αναφέρει τον Τζάσπερ Μόρισον, τον «καλύτερο εν ζωή ντιζάινερ στον κόσμο», ως πηγή έμπνευσης και ως βασική επιρροή του.
Η αρχή αυτής της αμιγώς καλλιτεχνικής στροφής στη δουλειά του Φιλίπ τοποθετείται πριν από μερικά χρόνια, όταν η γκαλερί Salon 94 στη Νέα Υόρκη του πρότεινε συνεργασία για μια πιο πειραματική προσέγγιση πάνω στην έννοια της επίπλωσης. Τότε γνωρίστηκε και με τον Γιώργο Βαμβακίδη και τον Στάθη Παναγούλη, τους ιδρυτές της Breeder, και προέκυψε η δική τους συνεργασία.
«Τότε έμαθα να μη σκέφτομαι πολύ και να λειτουργώ ενστικτωδώς. Βέβαια εξακολουθούσαμε να προ-σχεδιάζουμε στον υπολογιστή τα αντικείμενα και στη συνέχεια να τα κατασκευάζαμε. Όμως ήθελα να το σπρώξω στα άκρα, να λειτουργήσει ακόμα περισσότερο το ένστικτο, εξού και η διαδικασία με τις μάντρες, τη συλλογή υλικών και τη μεταποίηση».
Παρατηρώντας τα αντικείμενα πάνω στα οποία δούλευαν ο Φιλίπ και ο Τζούλιαν, βρήκα τρομερά ενδιαφέρουσα την προσπάθεια να μαντέψω ποια τελική μορφή και κυρίως ποια χρήση θα τους προσδώσουν – είχα ενθουσιαστεί ιδιαίτερα με κάτι που έμοιαζε με τεράστιο βάζο. Σε κάποιες περιπτώσεις ούτε και οι ίδιοι ήταν σίγουροι για το τελικό αποτέλεσμα και αποφάσιζαν στην πορεία, όπως την ώρα που μιλούσαμε, που κατέληξαν να γυρίσουν ανάποδα κάτι που έμοιαζε με τραπέζι, γιατί έτσι τους φαινόταν πιο λειτουργικό.
«Όλη η έκθεση διαπραγματεύεται το θέμα της λειτουργικότητας, το πώς τη βρίσκεις τυχαία και ενστικτωδώς. Σε ό,τι κάναμε μέχρι τώρα, η χρήση των αντικειμένων ήταν προφανής. Στα γλυπτά που φτιάχνουμε εδώ μπορεί να μη φαίνεται κατευθείαν η λειτουργία τους και να πρέπει να την υποθέσεις. Είναι πιο καλλιτεχνική δουλειά».
Ο Φιλίπ έφτασε πριν από λίγο καιρό στην Αθήνα με φίλους, στη συνέχεια ήρθε και ο Τζούλιαν με τη σύντροφό του και όλοι τους ερωτεύτηκαν την Αθήνα. Γι’ αυτό και αποφάσισε να εγκατασταθεί εδώ και να μοιράζει το επόμενο διάστημα τον χρόνο του ανάμεσα στο Λονδίνο και την πόλη μας – ήδη ψάχνει σπίτι κάπου στον Κεραμεικό.
«Η μεγάλη πόλη έχει χάσει την ψυχή της και έχει γίνει τρομερά εμπορική. Ειδικά μετά το Brexit, το Λονδίνο έχει ακριβύνει πολύ» εξηγεί. «Δίδασκα στο Royal College of Art και όλα τα παιδιά μετά την αποφοίτηση δεν μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα. Τη στιγμή που τελείωναν τις σπουδές τους, στην ουσία εκδιώκονταν επειδή δεν μπορούσαν να ζήσουν εκεί. Μιλάμε για τεράστιο πολιτισμικό και νεανικό drain, έχουν απομείνει μόνο οι πλούσιοι του Σόρντιτς.
Το Λονδίνο πλέον έχει καταναλωτές πολιτισμού αλλά δεν έχει δημιουργούς πολιτισμού. Η Αθήνα έχει και τα δύο, και αυτή η ενέργεια είναι πολύ σημαντική για εμάς, να βρισκόμαστε σε ένα μέρος όπου υπάρχουν και εκφράζονται νέοι δημιουργοί. Δεν μου αρέσει να μιλάω άσχημα για το Λονδίνο, αλλά στην Αθήνα αυτήν τη στιγμή υπάρχουν τόσες ευκαιρίες. Όλος ο κόσμος έχει τα μάτια του στραμμένα εδώ».
Πριν από λίγες μέρες ο Φιλίπ συμμετείχε σε ένα live chat του Dezeen με θέμα το ριζοσπαστικό ντιζάιν στο Μιλάνο των ‘60s και ‘70s και το κίνημα που ξεκίνησε από τις σχολές της Νάπολης, της Φλωρεντίας και άλλων ιταλικών πόλεων. Τι αποτελεί όμως τώρα καινοτομία για τον ίδιο; «Το πιο ριζοσπαστικό για μένα αυτήν τη στιγμή είναι οι συνεργασίες. Τα νέα παιδιά δεν επιθυμούν να γίνουν οι επόμενοι μεγάλοι σταρ του ντιζάιν, δουλεύουν και βρίσκουν λύσεις μέσα σε κολεκτίβες και άλλες ομάδες. Η ομάδα Assemble, για παράδειγμα, κέρδισε το βραβείο Turner το 2015 για ένα community project. Έχει αλλάξει ο τρόπος ζωής μας, το πιο ριζοσπαστικό είναι που μας ενδιαφέρει πλέον περισσότερο η αίσθηση παρά η όψη».
Σε αυτό τον επαναπροσδιορισμό των αναγκών του καταναλωτικού κοινού σίγουρα έχει συμβάλει και η πανδημία. Τι έχει αλλάξει την τελευταία διετία στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον προσωπικό μας χώρο; «Νομίζω ότι τα πάντα γίνονται πλέον πιο αργά, και οι άνθρωποι έχουν τον χρόνο να σκεφτούν τι αισθάνονται και τι νόημα έχει το καθετί μέσα στο σπίτι τους, πέρα από την όψη» απαντά ο Φιλίπ. «Είναι άνετο; Έχει κάποια ιδιαίτερη αξία για σένα; Πολλοί αναθεωρούν τις επιθυμίες τους για το εσωτερικό του χώρου τους.
Δεν είμαι interior designer, εγώ εστιάζω σε ένα πράγμα κάθε φορά. Αλλά πέρασα κι εγώ τόσο χρόνο σε έναν καναπέ, γι’ αυτό και τελικά κατέληξα να σχεδιάσω αυτόν τον σούπερ αναπαυτικό καναπέ που μόλις κυκλοφόρησε από την SCP. Παλιότερα σχεδίαζα έπιπλα που ήταν όμορφα, αλλά όχι και τόσο βολικά. Τώρα, βέβαια, αυτό που κάνουμε για την έκθεση είναι μάλλον κακό παράδειγμα σχετικά με το θέμα της άνεσης, γιατί η σημασία του είναι διαφορετική. Αλλά πλέον στη βασική μου δουλειά δουλεύω περισσότερο με ξύλο, με φυσικά υλικά.
Ένας καναπές, ένα κρεβάτι κι ένα γραφείο: ακούγεται βαρετό αλλά αυτές είναι οι βασικές μου προτεραιότητες και στο δικό μου σπίτι. Η πανδημία με έκανε κι εμένα να αναρωτηθώ αν χρειάζομαι όλα τα υπόλοιπα. Τώρα που θα μετακομίσω στην Αθήνα, η ιδέα να έρθω χωρίς να φέρω τίποτα μου φαίνεται πολύ δελεαστική. Η απόλυτη ηρεμία! Έχω τόσα πράγματα στο Λονδίνο, εδώ θέλω έναν άδειο βιομηχανικό χώρο».
Τον ρωτώ τι θεωρεί κακόγουστο, αν υπάρχει κάτι που τον χαλάει πολύ, όταν το βλέπει σε έναν χώρο, και η απάντησή του είναι ξεκάθαρη: «Η έννοια του καλού γούστου είναι υποκειμενική και μοιάζει με τυραννία. Δεν πιστεύω ότι συγκεκριμένοι άνθρωποι πρέπει να λένε τι είναι καλόγουστο και τι όχι. Οι διαφορές στην κουλτούρα είναι πάντα πολύ ενδιαφέρουσες. Ας πούμε, δεν έχω βρεθεί ακόμα σε πολλά αθηναϊκά σπίτια, αλλά μου αρέσει ο μαξιμαλισμός σας, βρίσκω ενδιαφέρουσα την τάση να μαζεύετε πολλά πράγματα σε έναν χώρο.
Και πάντα εκπλήσσομαι όταν τυχαίνει να βρεθώ σε έναν χώρο που περιλαμβάνει κάτι που έχω σχεδιάσει εγώ. Ok, δεν θα έπρεπε, κάποιες δουλειές μου πουλάνε 5.000 κομμάτια τον μήνα, αλλά ακόμα σκέφτομαι πώς το έχω καταφέρει αυτό εγώ, από το πουθενά, από μια μικρή πόλη στον Καναδά, και νιώθω τόσο τυχερός».
Τελικά υπάρχει θέση για το industrial design στα μουσεία και τις γκαλερί; «Πολλοί άνθρωποι θέλουν να βάζουν ταμπέλες, αλλά ναι, ένα εντελώς λειτουργικό κομμάτι του Ντίτερ Ραμς, για παράδειγμα, πιστεύω πως πρέπει να είναι σε μουσείο. Είναι το τέλειο μουσειακό κομμάτι, τα ράφια, ας πούμε, που σχεδίασε για τη Vitsœ. Ωστόσο θεωρώ πως οι ταμπέλες δεν είναι απαραίτητες, γιατί στην τελική όλα αυτά είναι καλλιτεχνικές δραστηριότητες».
Philippe Malouin - Steel Works
The Breeder
Ιάσωνος 45, Μεταξουργείο, 210 3317527
4 Νοεμβρίου – 4 Δεκεμβρίου 2021