Αν στους πίνακές του ο Ρενέ Μαγκρίτ συνδύαζε πράγματα φαινομενικά αταίριαστα και η ατμόσφαιρά τους, με τη χρήση των ονειρικών, υπερλογικών αλλά και ρεαλιστικών στοιχείων φαίνεται εξωπραγματική, στο έργο του Empire of Light (Αυτοκρατορία του φωτός), του οποίου υπάρχουν πολυάριθμες εκδοχές στα πιο μεγάλα μουσεία του κόσμου, όπως στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, στο Musées Royaux des Beaux-Arts de Belgique στις Βρυξέλλες και στο μουσείο Γκουγκενχάιμ, δημιούργησε ένα αίνιγμα για τη χρήση του φωτός, με τον ίδιο πίνακα να περιλαμβάνει ένα ημερήσιο και ένα νυχτερινό τοπίο.
Συνολικά ο Μαγκρίτ έκανε αυτό το έργο 27 φορές. Μια σκοτεινή νυχτερινή σκηνή δρόμου, ένα σπίτι που φωτίζεται από μια λάμπα και μισοκρύβεται πίσω από ένα δέντρο, κάτω από έναν παράξενα ηλιόλουστο ουρανό, έναν ανοιχτόχρωμο γαλάζιο ορίζοντα με λευκά σαν βαμβάκι σύννεφα. Κανένα φανταστικό στοιχείο δεν υπάρχει στον πίνακα εκτός από τον μοναδικά παράδοξο συνδυασμό της ημέρας με τη νύχτα, που ανατρέπει μια θεμελιώδη οργάνωση της ίδιας της ζωής.
Το φως του ήλιου, η πηγή της διαύγειας προκαλεί τη σύγχυση που συνήθως προέρχεται από το σκοτάδι, το φως της ημέρας γίνεται βαθιά ανησυχητικό, ενώ το νυχτερινό τοπίο κάτω από τον ουρανό γίνεται αδιαπέραστο.
Παράξενο θέμα, ζωγραφισμένο με την ακρίβεια του Μαγκρίτ, έργο μουσειακό, βγαίνει σε δημοπρασία στον οίκο Sotheby's στο Λονδίνο τον Μάρτιο και η πώλησή του εκτιμάται σε πάνω από 53 εκατομμύρια ευρώ, ποσό ρεκόρ για έργο του Μαγκρίτ.
Συνολικά ο Μαγκρίτ έκανε αυτό το έργο 27 φορές. Μια σκοτεινή νυχτερινή σκηνή δρόμου, ένα σπίτι που φωτίζεται από μια λάμπα και μισοκρύβεται πίσω από ένα δέντρο, κάτω από έναν παράξενα ηλιόλουστο ουρανό, έναν ανοιχτόχρωμο γαλάζιο ορίζοντα με λευκά σαν βαμβάκι σύννεφα. Κανένα φανταστικό στοιχείο δεν υπάρχει στον πίνακα εκτός από τον μοναδικά παράδοξο συνδυασμό της ημέρας με τη νύχτα, που ανατρέπει μια θεμελιώδη οργάνωση της ίδιας της ζωής.
Ο πίνακας συναγωνίζεται σε τιμή μόνο έναν ακόμα δικό του πίνακα, τον περίφημο «Άνδρα με ψηλό καπέλο». Ο Μαγκρίτ ζωγράφισε την πρώτη εκδοχή του θέματος το 1948. Αυτή η εκδοχή που βγαίνει σε δημοπρασία ζωγραφίστηκε το 1961 για την Anne-Marie Gillion Crowet, την κόρη του προστάτη του Μαγκρίτ, Pierre Crowet, την οποία ζωγράφισε όταν ήταν 16 ετών και στο πρόσωπό της βρήκε τη μούσα του και έγιναν δια βίου φίλοι.
Το έργο ανήκει στη συλλογή της οικογένειας που είναι προστάτες των τεχνών και σημαντικοί συλλέκτες και ήταν δανεισμένο για μια δεκαετία στο Musée Magritte στις Βρυξέλλες, από το 2009 έως το 2020.
Η οικογένεια αποφάσισε να πουλήσει τον πίνακα που έχει διαστάσεις 114 εκατοστά επί 146 εκατοστά και όλα δείχνουν ότι θα ξεπεράσει το ρεκόρ των έργων του Μαγκρίτ που είναι 25 εκατομμύρια ευρώ και το κατέχει ο πίνακας «Le Principe du Plaisir» (1937), ένα πορτρέτο του προστάτη των σουρεαλιστών Έντουαρντ Τζέιμς που γνώρισε το 1937 τον Μαγκρίτ μετά από σύσταση του Σαλβαντόρ Νταλί.
«Ό,τι βλέπουμε κρύβει κάτι άλλο, πάντα θέλουμε να βλέπουμε αυτό που κρύβεται περισσότερο από όσο αυτό που βλέπουμε», έλεγε ο Μαγκρίτ που γνώρισε φήμη και αναγνωρίστηκε ως κορυφαίος των σουρεαλιστών μετά τα πενήντα του χρόνια.
Για του πίνακές του έλεγε: «Η ζωγραφική μου είναι ορατές εικόνες που δεν κρύβουν τίποτα· προκαλούν μυστήριο και, πράγματι, όταν κάποιος βλέπει μια από τις φωτογραφίες μου, θέτει στον εαυτό του αυτή την απλή ερώτηση: "Τι σημαίνει αυτό;". Δεν σημαίνει τίποτα, γιατί το μυστήριο δεν σημαίνει τίποτα, είναι άγνωστο».
Γεννημένος το 1898 σε μια εύπορη οικογένεια, γνώρισε την απώλεια. Η μητέρα του βρέθηκε πνιγμένη στον ποταμό Sambre. Είχε αυτοκτονήσει και η οικογένεια βίωσε τη δημόσια ταπείνωση και το κοινωνικό στίγμα εξαιτίας αυτού του γεγονότος.
Αποφάσισε να σπουδάσει στην Academie des Beaux-Art, στις Βρυξέλλες, αλλά εγκατέλειψε τις σπουδές του που τις θεώρησε χάσιμο χρόνου. Άρχισε να εργάζεται κάνοντας διακοσμητικά μοτίβα, έργα για τη διαφήμιση και σκηνικά για το θέατρο για βιοποριστικούς λόγους πριν καταλήξει να ενδιαφερθεί για τον σουρεαλισμό.
Όταν παρουσιάστηκε το έργο του «Lost Jockey» το 1925, ήταν φανερές οι επιρροές του από τα κολάζ του Μαξ Έρνστ και τα έργα του Τζόρτζιο ντε Κίρικο. Είναι η πρώτη δουλειά του, συνδεδεμένη με το σουρεαλιστικό ρεύμα. Κατά τη διάρκεια της καριέρας του δημιούργησε μια σειρά από παραλλαγές σε αυτό το κομμάτι και άλλαξε τη μορφή για να αναδημιουργήσει αυτό που βίωνε ο θεατής.
Το 1927, ο Ρενέ Μαγκρίτ έκανε την πρώτη του ατομική έκθεση στην Galerie la Centauri στις Βρυξέλλες. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου της ζωής του, παρήγαγε σχεδόν ένα έργο τέχνης κάθε μέρα, αλλά οι κριτικοί τον αντιμετώπισαν με σκεπτικισμό. Σε κατάθλιψη από την αποτυχία, μετακόμισε στο Παρίσι.
Ο Μαγκρίτ ενσωμάτωσε στα έργα του μια επανάσταση ενάντια στους περιορισμούς του λογικού νου και των κανόνων της κοινωνίας. Έγινε φίλος με τον Αντρέ Μπρετόν και τα έργα του μια διάσπαση μεταξύ του οπτικού αυτοματισμού που ενθάρρυνε ο Χοαν Μιρό και μιας νέας μορφής ψευδαισθησιακού σουρεαλισμού του Σαλβαντόρ Νταλί.
Κατάφερε ό,τι κρύβεται να είναι πιο σημαντικό από αυτό που είναι ανοιχτό στο θέαμα: αυτό ίσχυε τόσο για τους δικούς του φόβους όσο και για τον τρόπο που απεικονίζει το μυστηριώδες.
Από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο μέχρι το τέλος της ζωής του παρέμεινε στο Βέλγιο. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του, η δουλειά του ακολούθησε ένα σουρεαλιστικό ύφος και πολύ σπάνια απομακρύνθηκε από αυτή τη μορφή. Μεγάλο μέρος του έργου που δημιούργησε απεικόνιζε παρόμοιες σκηνές και επαναλαμβανόμενα θέματα.
Μερικά από τα αγαπημένα του ήταν οι αιωρούμενοι βράχοι ή η δημιουργία ενός πίνακα μέσα σε έναν πίνακα. Επίσης χρησιμοποίησε πολλά άψυχα αντικείμενα μέσα σε μια ανθρώπινη φιγούρα, δημιουργώντας το ξεχωριστό του, μοναδικό στυλ.
Είχε μια παιχνιδιάρικη και προκλητική αίσθηση του χιούμορ, η οποία λειτούργησε σε πολλά από τα κομμάτια που δημιούργησε και τα έργα του έγιναν μέρος της ποπ κουλτούρας με τον κόσμο της τέχνης να επηρεάζεται από τη δημιουργική και μοναδική του ικανότητα να απεικονίζει κάτι τόσο συνηθισμένο, αλλά να κάνει τους θεατές να βλέπουν κάτι εντελώς διαφορετικό.
René Magritte - Surrealistic home movie