Η αξιοθαύμαστη ευρύτητα του έργου της Miranda July, είτε όταν σχεδιάζει αντικείμενα, είτε όταν αναπτύσσει apps, είτε όταν σκηνοθετεί ταινίες και γράφει βιβλία, γεφυρώνει απρόσκοπτα το κενό ανάμεσα στην τέχνη και στη ζωή. Από εκείνες τις μέρες του Πόρτλαντ το 1990, όταν πρωτοξεκίνησε ερχόμενη σε επαφή με την περιθωριακή φεμινιστική σκηνή των Riot Grrrl, η July έχει καταφέρει να υπονομεύσει τις καθημερινές συναναστροφές και τα καθημερινά σενάρια που οι άνθρωποι θεωρούν δεδομένα χρησιμοποιώντας τα ως έμπνευση στο πολυποίκιλο έργο της. Κατά τη διάρκεια της καριέρας της δοκίμασε τον εαυτό της με παραδειγματική αυτοπεποίθηση σε διάφορους τομείς –από την παρασταστική τέχνη ως τη συγγραφή λογοτεχνημάτων– αγκαλιάζοντας χωρίς ίχνος δισταγμού το ρίσκο που είναι απαραίτητο να πάρεις όταν βαδίζεις σε ανοίκειους καλλιτεχνικούς δρόμους.
Σήμερα η July υποστηρίζει σθεναρά νεότερες γυναίκες –καλλιτέχνες και συγγραφείς– όπως τη Lorde και την Tavi Gevinson, οι οποίες, όπως και η ίδια, ανοίγουν νέες προοπτικές με το έργο τους. Η κοινή νοητή γραμμή που διατρέχει τα έργα της, ακόμη κι αν φαινομενικά μοιάζουν ξένα μεταξύ τους, είναι το πόσο συχνά, ύστερα από μια προσεκτική ματιά, ανακαλύπτεις σε αυτά κάτι μεγαλειώδες. Πρόκειται για μια καλλιτέχνιδα που δεν σταματά ποτέ να διερευνά σε βάθος τον κόσμο και τους ανθρώπους που βρίσκονται δίπλα της.
Χαρακτηριστικά
Το εντυπωσιακό όραμα της July μεταφέρεται πρωτίστως στην ενδυματολογική της ταυτότητα. Το σήμα κατατεθέν της, οι μπούκλες της, συνοδεύονται πάντα από ντύσιμο που έχει κάτι αναζωογονητικά ανατρεπτικό – πουκάμισο με γιακά και γραβάτα, έντονες ροζ κάλτσες ή δερμάτινο παντελόνι με γόβες στιλέτο. Στις επίσημες εισβολές της στον κόσμο της μόδας οι εμφανίσεις της δημιουργούσαν έκπληξη αλλά ήταν πάντα ευχάριστες. Πριν από μερικά χρόνια, για παράδειγμα, συνεργάστηκε με την indie εταιρεία δερμάτινων ειδών Welcome Companions για τη δημιουργία της τσάντας Miranda. Η κομψότατη Miranda θύμιζε κουτί πρώτων βοηθειών και συνοδευόταν από ένα μυστηριώδες USB flash drive και ένα αμύγδαλο. Η July ήταν εξίσου ευρηματική όταν πριν από έναν χρόνο συνεργάστηκε με την εταιρεία Heart Heart Heart (της Βραζιλιάνας σχεδιάστριας Iracema Trevisan) για τη δημιουργία φουλαριών με μηνύματα σαν μικρά ερωτικά σημειώματα. Π.χ.: «Ό,τι είπα στο τηλεφώνημά μας ήταν ψέμα. Μου λείπεις τρομερά και κανένας Γιαπωνέζος πρώην skateboarder δεν ζει μαζί μου. Εντάξει, υπήρξε, αλλά το πράγμα δεν λειτούργησε».
Το γεγονός πως βρισκόταν εσκεμμένα στο περιθώριο τη βοήθησε πολύ τα χρόνια που ακολούθησαν, καθώς διαμόρφωσε ένα δικό της πλαίσιο για τη δουλειά της που δεν ταίριαζε απαραιτήτως σε προηγούμενα καλούπια, ειδικά σε αυτά που σχετίζονταν με τη γυναικεία δημιουργικότητα.
Εδώ και καιρό το ντύσιμο στο όριο της κοινωνικής αποδοχής έχει γίνει χαρακτηριστικό του προσωπικού της στιλ. Όπως είπε στο New York Magazine το 2014, όταν ρωτήθηκε για την εμφάνισή της τη δεκαετία του '90 (με κολάν πάνω από τα παπούτσια και πούδρα στα μαλλιά σε στιλ Μαρίας Αντουανέτας), «το σημαντικό είναι να υπάρχεις και να ντύνεσαι με έναν τρόπο ώστε κανένας να μην μπορεί να καταλάβει ποιο είναι το σημείο αναφοράς σου όταν σε βλέπει· έτσι θα αισθάνεται τόσο αποπροσανατολισμένος, ώστε το μόνο πράγμα με το οποίο θα μπορούσε να σε συγκρίνει θα είναι αποκλειστικά ο εαυτός σου». Το γεγονός πως βρισκόταν εσκεμμένα στο περιθώριο τη βοήθησε πολύ τα χρόνια που ακολούθησαν, καθώς διαμόρφωσε ένα δικό της πλαίσιο για τη δουλειά της που δεν ταίριαζε απαραιτήτως σε προηγούμενα καλούπια, ειδικά σε αυτά που σχετίζονταν με τη γυναικεία δημιουργικότητα.
Γόνιμες στιγμές
Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του '90 η July εγκλιματίστηκε πλήρως στη βορειοδυτική μουσική σκηνή των ΗΠΑ ως μέλος της μπάντας The Need. Παράλληλα, συμμετείχε σε συγκροτήματα του Riot Grrrl, όπως τους Sleater Kinney, ενώ ταυτόχρονα, όποτε της δινόταν η ευκαιρία, πασπάλιζε το ραδιόφωνο με τα μικρά δράματά της και τα ηχητικά κολάζ της τα οποία κυκλοφόρησαν από τη δισκογραφική εταιρεία Kill Rock Stars. Ωστόσο, έπρεπε να φτάσει το 2005 και να προβληθεί η μεγάλου μήκους ταινία της Me and You and Everyone We Know –ένα όμορφα επεξεργασμένο πορτρέτο ανθρώπων που αναζητούν την αγάπη– για να αρχίσουν οι κριτικοί να προσέχουν αυτή την ταλαντούχα παρατηρήτρια της ανθρώπινης ιδιοσυγκρασίας. Η αναγνώριση που κέρδισε από την ταινία της της έδωσε την ευκαιρία να διερευνήσει με καινούρια μέσα τα πρωταρχικά θέματα που την απασχολούσαν: τη μοναξιά, την αγάπη, την ευαισθησία, την ανθρώπινη αγωνία για επικοινωνία.
Ένα ξεχωριστό πρότζεκτ της, από το 2013, το WE THINK ALONE, απέκτησε μορφή μέσα από emails που αντάλλασσαν με οικείους τους η Kirsten Dunst, η Kate και η Laura Mulleavy, η Lena Dunham και πολλοί άλλοι και το οποίο τελικά βρήκε αναγνώστες σε 170 χώρες. Ακολούθησε το SOMEBODY, ένα iOS app που έφτιαξε το 2014 σε συνεργασία με τη Women's Tales (μια σειρά ταινιών μικρού μήκους της Miu Miu), το οποίο έδινε τη δυνατότητα στους χρήστες να στέλνουν προσωπικά –και κυριολεκτικά αυτοπροσώπως– μηνύματα σε φίλους και αγαπημένους με το πάτημα ενός κουμπιού. Πρόσφατα το τολμηρό ντεμπούτο της στον χώρο της λογοτεχνίας, με το The First Bad Man, σε συνδυασμό με τις περφόρμανς που παρουσίαζε, όπως την περσινή New Society, όπου προσκαλούσε μέλη του κοινού να τη συνοδεύσουν στη θεμελίωση ενός είδους ουτοπίας, βοήθησαν πολύ να καθιερωθεί ως καλλιτέχνις.
Η July είναι πρωτοπόρος. Από την αρχή της καριέρας της έχει εστιάσει την ενέργειά της στην προσωπική ανάπτυξη, στον κοινωνικό έλεγχο και στη δημιουργία προβοκατόρικης τέχνης. Εκείνοι που την κρίνουν εύκολα θεωρώντας τη ελάχιστα παραπάνω από ερασιτέχνη (ή, ακόμα χειρότερα, «ιδιόμορφη») δεν έχουν καταλάβει καθόλου τον λόγο ύπαρξής της. Όμως, η July είναι εξαιρετικά τολμηρή στην προσέγγισή της όσον αφορά τη δημιουργική διαδικασία, καλώντας όποιον έρχεται σε επαφή με τη δουλειά της –σε οποιαδήποτε φόρμα– να αναρωτηθεί: Γιατί να τελειοποιούμε μια φόρμα και να εφησυχάζουμε όταν μπορούμε να προκαλούμε τον εαυτό μας να βρει μια νέα μέθοδο αυτοέκφρασης, περισσότερο ακριβή ή πιο ενδιαφέρουσα;
Άλλωστε, και μόνο για το γεγονός ότι η July ενθαρρύνει τις γυναίκες σε οποιονδήποτε τομέα κι αν εισχωρήσουν είναι μια γυναίκα που αξίζει την προσοχή μας.
Επιμέλεια: Μάρω Θωμά