Η Τρέισι Έμιν κοιμάται στο κρεβάτι της με την Teacup, ένα γκρίζο τιγρέ γατί που της χαρίζει μια αγάπη άνευ όρων, πρωτόγνωρη. «Κάθε βράδυ κουλουριάζεται δίπλα μου και κοιμάται, κοντά στο κεφάλι μου. Το πρωί απλώνει τα πατουσάκια της και αγγίζει το πρόσωπό μου» γράφει στο Instagram. Όταν ταξιδεύει, όπως τώρα που βρίσκεται στη Νέα Υόρκη, της λείπουν πολύ η Teacup και η άλλη γάτα της, η Pancake, που κοιμάται στα πόδια της. Γράφει ότι της λείπει η ζεστασιά και η αγάπη, ότι δεν έχει κοιμηθεί πραγματικά την τελευταία εβδομάδα, «όχι μόνο λόγω jet lag, αλλά επειδή οι σκέψεις τρέχουν στο μυαλό μου. Βρισκόμαστε στα πρόθυρα του Γ' Παγκοσμίου Πολέμου».
Η Τρέισι Έμιν έχει ένα κρεβάτι που δίπλα του υπάρχει ένα μικρό νοσοκομείο. Η ίδια μπορεί να κοιμηθεί σε συγκεκριμένη στάση, έχει πόνους και έναν σάκο ουροστομίας προσαρμοσμένο στο σώμα της για την υπόλοιπη ζωή της. Μέσα στην πανδημία διαγνώστηκε με επιθετικό καρκίνο της ουροδόχου κύστης, υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση πολλών οργάνων της, της μήτρας, του ουρητήρα, μιας σειράς λεμφαδένων και του μισού κόλπου της. «Είπα στον χειρουργό μου: "Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να πεθάνω". Μου είπε: "Ναι, υπάρχει. Υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα να πεθάνεις παρά να ζήσεις". Είχα πιθανώς έξι μήνες ζωής αν δεν έκανα αμέσως την επέμβαση. Όταν έρχεσαι αντιμέτωπος με κάτι τέτοιο, η ζωή αλλάζει δραματικά» λέει.
Η ιδέα της αιώνιας αφοσίωσης μεταξύ δύο ανθρώπων, ακόμη και στη μετά θάνατον ζωή, συναρπάζει την Έμιν, που θεωρεί ότι η αναζήτηση μιας αγάπης τέτοιου βάθους είναι ένα από τα θεμελιώδη στοιχεία της ζωής, η ιδέα να είσαι μαζί με κάποιον για πάντα.
Η ίδια δεν έκρυψε ποτέ τον καρκίνο, τα στάδια της ανάρρωσης, φωτογραφίζεται γυμνή, ευάλωτη, εκτεθειμένη, στα 60 της χρόνια. Παραδόξως αυτό μας δημιουργεί όχι λύπη αλλά οικειότητα, τη φέρνει πιο κοντά σε αυτόν που θα σκύψει πάνω στις ακουαρέλες, στα έργα που δημιούργησε για να συνομιλήσει με τον Μουνκ στην έκθεση «Tracey Emin / Edvard Munch: The Loneliness of the Soul», στα 45 πρόσωπα γυναικών που σχεδίασε για τις πόρτες της Εθνικής Πινακοθήκης Πορτρέτων στο Λονδίνο.
Μας φέρνει όλους πολύ πιο κοντά στα αυτοβιογραφικά και εξομολογητικά έργα της από όσο ήθελε εκείνη να μας φέρει –και να μας σοκάρει φυσικά με αυτά– όταν παρουσίασε το ακατάστατο κρεβάτι της με τα τσαλακωμένα σεντόνια, τα προφυλακτικά και τα άδεια μπουκάλια στο έργο της «My Bed» του 1998, όταν μετέτρεψε τον ίδιο της τον ψυχισμό και τις εμπειρίες της σε θέματα της δουλειάς της, γράφοντας μια αλησμόνητη, επιθετική και πολύ σπαρακτική σελίδα για την αγάπη και την απώλεια στην ιστορία της σύγχρονης τέχνης. «Το 1993 δεν ήταν πραγματικά της μόδας να είσαι ειλικρινής» λέει σήμερα.
Όταν αποκαλύφθηκε ο καρκίνος της σκέφτηκε «στη Βρετανία είναι πραγματικά περίεργο. Είναι σαν να είμαι κάτι σαν μασκότ, σαν εθνικός θησαυρός. Το τελευταίο πράγμα που θα ήθελαν είναι να πεθάνω. Αλλά νομίζω ότι ήμουν πολύ τυχερή που είχα καρκίνο κατά τη διάρκεια της πανδημίας, γιατί δεν έχασα τίποτα. Το άλλο είναι ότι δεν έλειψα σε κανέναν, γιατί όλοι έλειπαν ο ένας στον άλλο» λέει στο «Vulture».
Η Τρέισι Έμιν είναι μια σπουδαία εικαστικός, που μέσα στην καραντίνα, μέσα σε αυτή την τρομακτική περιπέτεια υγείας, μελέτησε όσο δεν είχε καταφέρει τα προηγούμενα χρόνια εξαιτίας των υποχρεώσεων που την ήθελαν να ταξιδεύει διαρκώς.
Το 2022 ανακοίνωσε την απόφασή της να μετατρέψει τη βρετανική παραθαλάσσια πόλη Margate σε καταφύγιο καλλιτεχνών. Αγόρασε ένα παλιό νεκροτομείο και το επανασχεδίασε ώστε να δημιουργήσει 30 στούντιο για φοιτητές τέχνης. Η Έμιν φιλοδοξεί να ενθαρρύνει τους εργαζόμενους καλλιτέχνες να μετακομίσουν μόνιμα στο Margate – όπου μεγάλωσε και όπου επέστρεψε μετά τον θάνατο της μητέρας της. Εμπνεύστηκε το πρόγραμμα από τη μεταμόρφωση της Μάρφα, μιας μικρής πόλης στο Τέξας, που ο Dοnald Judd τη μετέτρεψε από μια μικρή πόλη κτηνοτρόφων σε μια Μέκκα για τις εικαστικές τέχνες.
Εκεί, στα μεγάλα στούντιο στο Magrate, ζει με τα έργα της. «Η ζωγραφική έχει γίνει μια οντότητα. Έχει γίνει ένα είδος πνεύματος που ζει έξω από μένα και μερικές φορές έρχεται μαζί μου» λέει. «Δεν με νοιάζει αν κάποιος πιστεύει ότι αυτά είναι βλακείες ή μαλακίες. Δεν είναι. Για μένα, είναι αληθινό. Μερικές φορές φοβάμαι να αγγίξω τα έργα – είναι σαν να έχουν τη δική τους ζωή και τον δικό τους τρόπο να αναπνέουν και να ζουν» λέει.
Η νέα της έκθεση «Tracey Emin: Lovers Grave», στη White Cube, στο Upper East Side, θεωρείται μεγάλο καλλιτεχνικό γεγονός. Αν και στη Μεγάλη Βρετανία την προσκυνούν, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού δεν συμβαίνει το ίδιο. Είχε επτά χρόνια να παρουσιάσει δουλειά της και μίλησε σε όλα σχεδόν τα αμερικανικά μέσα, που έδειξαν ακόρεστη περιέργεια για την περίπτωσή της, σαν να τη συναντούσαν για πρώτη φορά.
Όταν συνάντησε τον Jerry Saltz για μια συνέντευξη στο «Vulture», ένα από τα πρώτα πράγματα που του είπε είναι: «Όταν έχεις αρρωστήσει σοβαρά και βγαίνεις από την άλλη πλευρά, πραγματικά δεν αστειεύεσαι πια, ποτέ... Από τότε που αρρώστησα, αυτό γίνεται όλο και πιο σημαντικό για μένα, γιατί όλοι έχουμε ένα χρονικό όριο. Επειδή μου δόθηκε επιπλέον χρόνος, δεν πρέπει να τα σκατώσω. Πρέπει να έχω σαφήνεια στο γιατί κάνω κάτι. Δεν μπορεί να υπάρχει κάποιο απώτερο κίνητρο, επειδή θέλω να πουλήσω έναν πίνακα». Ως σαφήνεια ορίζει την αγάπη και την αιωνιότητα, δυο έννοιες που την απασχολούν στα έργα της.
Στα έργα της η έννοια του «Lovers Grave» προέρχεται από εικόνες αρχαιολογικών ταφικών τοποθεσιών, όπου έχουν ανασκαφεί ανθρώπινα λείψανα σε μια αιώνια αγκαλιά. Η ιδέα της αιώνιας αφοσίωσης μεταξύ δύο ανθρώπων, ακόμη και στη μετά θάνατον ζωή, συναρπάζει την Έμιν, που θεωρεί ότι η αναζήτηση μιας αγάπης τέτοιου βάθους είναι ένα από τα θεμελιώδη στοιχεία της ζωής, η ιδέα να είσαι μαζί με κάποιον για πάντα.
Στα σχέδιά της υπάρχει και η ίδια, κουλουριασμένη στο κρεβάτι της, η ιδέα μιας φιγούρας που αποζητά το άλλο της μισό στο κρεβάτι του ξενοδοχείου της στη Νέα Υόρκη. Αποκαλύπτει ότι σκέφτεται τον Ρόθκο, τον Πόλοκ, τον Τρούμαν Καπότε, ότι έχει πολύ καιρό να σκεφτεί έτσι για τη Νέα Υόρκη.
Η Έμιν αναγνωρίζει ότι οι περίφημοι Young British Artists, ανάμεσα στους οποίους πολλοί τη συγκαταλέγουν μέχρι σήμερα, απέκτησαν μεγαλύτερη φήμη ως πρόσωπα μιας γενιάς και μιας εποχής παρά μέσα από τα έργα τους. Τα ταμπλόιντ που τη φιλοξενούσαν μεθυσμένη δεν συγκίνησαν τον κόσμο της τέχνης στην Αμερική. «Ο καλλιτεχνικός κόσμος των ΗΠΑ φαίνεται να έχει μικρότερη ανοχή στους καλλιτέχνες που ξεσαλώνουν – ή το επιτρέπει μόνο στους άνδρες. Δεν εκπλήσσομαι, δεν έχω αυτό που χρειάζεται για να είμαι ένας επιτυχημένος καλλιτέχνης στην Αμερική. Δεν έχω τέτοια αρχίδια και δεν τα θέλω…
Είμαι πολύ χαρούμενη με τον τρόπο που εξελίχθηκαν τα πράγματα. Δεν ήμουν ίσως πριν από πέντε ή έξι χρόνια. Τώρα είμαι πραγματικά ικανοποιημένη με τη δουλειά μου, με το πώς με βλέπουν οι άνθρωποι. Επίσης, λυπάμαι. Λυπάμαι για τον τρόπο που συμπεριφέρθηκα. Λυπάμαι που δεν σας άφησα να καταλάβετε πόσο σοβαρή ήμουν με την τέχνη. Λυπάμαι που έδειχνα ασεβής, σαν να μην με ένοιαζε» λέει στον Saltz. «Νοιάζομαι για την τέχνη περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στον κόσμο. Ίσως το έκρυβα από όλους γιατί φοβόμουν μήπως με απορρίψουν».
Η ζωή της Τρέισι Έμιν ήταν ταραχώδης από τα πρώτα της κιόλας χρόνια. Ο πατέρας της, που ήταν Τουρκοκύπριος, είχε άλλα 22 παιδιά και ήταν διαρκώς απών. Η ίδια άφησε στα 13 το σχολείο, κακοποιήθηκε σεξουαλικά ως παιδί και η εποχή της αθωότητας πήρε τέλος για εκείνη. «Η παιδική μου ηλικία είχε τελειώσει», γράφει. «Είχα αποκτήσει συνείδηση της σωματικότητάς μου, επίγνωση της παρουσίας μου και άνοιγμα στις άσχημες αλήθειες του κόσμου».
Η Έμιν έφερε σε πρώτο πλάνο στη δουλειά της αυτές της συνθήκες, τη φτώχεια των ανθρώπων της τάξης της, τον τρόπο που αντιμετώπιζαν το σεξ, την ανύπαρκτη εκπαίδευση. «Έκανα δουλειά γι' αυτό, και ξέρετε κάτι; Στον κόσμο δεν άρεσε που έκανα έργο γι' αυτό. Επειδή κανείς δεν θέλει να παραδεχτεί ότι αυτά τα πράγματα συμβαίνουν. Κανείς δεν θέλει να παραδεχτεί ότι ένα οκτάχρονο παιδί κακοποιείται σεξουαλικά. Κανείς δεν θέλει να σκεφτεί αυτά τα πράγματα. Αλλά εγώ κάνω έργα γι' αυτά τα πράγματα», λέει.
Έχει μιλήσει πολλές φορές για τον Έντβαρντ Μουνκ, που τον ερωτεύτηκε όταν πήγαινε σχολείο. Εξομολογείται ότι κατάλαβε ότι αυτή είναι η τέχνη της όταν τον μελέτησε μαζί με τον Έγκον Σίλε. Για τον Μουνκ έχει πει πολλές φορές ότι μοιράζεται μαζί του μια μεγάλη, βαθιά συμπάθεια για τις γυναίκες. «Ο Μουνκ δεν ζωγράφιζε απλώς γυναίκες – έβαλε τα δικά του συναισθήματα και τις δικές του ενοχές, τις δικές του αποτυχίες και τις δικές του παραδοχές για τα πάντα σε αυτό το έργο», λέει. «Ο Μουνκ είναι σαν συγγενικό μου πνεύμα».
«Μπορώ να πω κάτι για τις εκθέσεις των μουσείων;» λέει στον Saltz. «Το 1995, συμμετείχα σε μια ομαδική έκθεση με τίτλο "Brilliant! New Art From London" στο Walker Art Center. Έδειξα το "Everyone I Have Ever Slept With 1963-1995"». Πρόκειται για μια ραμμένη στο χέρι σκηνή που έχει γραμμένα τα ονόματα όλων των ανθρώπων με τους οποίους είχε κοιμηθεί ποτέ η Έμιν στο εσωτερικό της. Πολλοί κατάλαβαν τότε ότι είναι μια λίστα με όλους τους ανθρώπους με τους οποίους είχε κάνει σεξ.
«Οι άνθρωποι στο Walker με ρώτησαν τι χρειαζόμουν για τη σκηνή μου. Είπα "σιωπή". Χρειαζόμουν ησυχία και περισυλλογή για να μπουν οι άνθρωποι μέσα στη σκηνή και να τα διαβάσουν». Η σκηνή της τοποθετήθηκε στη μέση του δρόμου, στη φασαρία, και η Έμιν απέσυρε το έργο της από την έκθεση. Ο Richard Flood, ένας επιμελητής τής φώναξε μπροστά σε πολύ κόσμο: «Με τη συμπεριφορά σου δεν θα ξαναβρεθείς ποτέ σε μουσείο στην Αμερική».
Και έτσι έγινε, η μόνη ατομική της έκθεση σε μουσείο στις ΗΠΑ σε αυτόν τον αιώνα ήταν μια έκθεση με έργα της από νέον στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Βόρειου Μαϊάμι το 2013-14.
Αυτό που πολλοί δεν γνωρίζουν για την Έμιν είναι ότι για χρόνια τη διακατείχε ο φόβος ότι θα μείνει άστεγη. Η οικογένεια της μητέρας της ήταν Ρομά, μεγάλωσε μέσα σε μάντισσες και μια από αυτές της είπε ότι θα γίνει πολύ γνωστή και διάσημη και πλούσια. Σήμερα διαχειρίζεται ένα τεράστιο χαρτοφυλάκιο ακινήτων, από τις οικονομίες που έκανε μια ζωή. «Αγόρασα το πρώτο μου σπίτι το 2001. Τη στιγμή που όλοι έπαιρναν κόκα, εγώ πλήρωνα την υποθήκη μου. Είμαι λιτή. Πάντα αποταμιεύω και είμαι επιμελής». Τα χρήματά της τα επένδυσε στο Magrate, αντί να αγοράσει σε δημοπρασία έναν πίνακα του Μουνκ. «Προτιμούσα να δώσω σε πολλούς καλλιτέχνες την ευκαιρία και τη δυνατότητα να κάνουν τέχνη και να γίνουν καλλιτέχνες και να έχουν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση στην πρακτική τους» λέει.
«Σήμερα οι γυναίκες τα πάνε πολύ καλύτερα στον κόσμο της τέχνης από τους άνδρες» λέει η Έμιν. Οι άντρες φτάνουν σε κορύφωση μεταξύ 40 και 50 ετών και οι γυναίκες μεταξύ 50 και 80 ετών. «Γι' αυτό, λοιπόν, αν είστε καλλιτέχνιδα και τα πάτε καλά στα 50, θα τα πάτε αρκετά καλά στα 60, θα τα πάτε γαμάτα στα 70 και εξωπραγματικά καλά στα 80 και στα 90. Μια από τις πρώτες και καλύτερες φίλες μου καλλιτέχνιδες στη Νέα Υόρκη ήταν η Louise Bourgeois. Μας χώριζαν 50 χρόνια, αλλά αποτέλεσε μεγάλη έμπνευση γιατί ήταν 97 ετών και ακόμα το προσπαθούσε, ακόμα τα κατάφερνε, ακόμα σκεφτόταν. Αν μπορώ να γίνω έτσι, σημαίνει ότι έχω διανύσει μόλις τα μισά της καριέρας μου».
Με πληροφορίες από Vulture, New York Times, Sunday Times, Instagram, Strangeland