Τα αριστουργήματα του Έντβαρτ Μουνκ, του σπουδαιότερου Νορβηγού ζωγράφου, του πιο εξαγώγιμου ονόματος της χώρας, μαζί με αυτό του Ίψεν, θα στεγαστούν στο νέο μουσείο που φέρει το όνομά του, ένα εντυπωσιακό κτίριο με 13 ορόφους που υπογράφουν οι αρχιτέκτονες του Estudio Herreros από τη Μαδρίτη.
Το Munchhausen βρίσκεται στην περιοχή Bjørvika του Όσλο, στο λιμάνι του, που έχει μεταμορφωθεί σε πολιτιστικό κόμβο για τους κατοίκους της νορβηγικής πρωτεύουσας, και φιλοδοξεί να γίνει και παγκόσμιος προορισμός με όχημα το όνομα του Μουνκ, που αποτελεί ένα brand name στο χώρο της τέχνης. MUNK γράφει με πελώρια γράμματα στους τοίχους του, που ορθώνονται πάνω από το λιμάνι, το «κάθετο αυτό μουσείο» με τον εντυπωσιακό όγκο.
Το πολυαναμενόμενο μουσείο θα ανοίξει τις πόρτες του το φθινόπωρο του 2021 και διαφημίζεται ότι είναι φτιαγμένο στα μέτρα των αναγκών της έκθεσης των έργων και της συλλογής Κλιμτ σε έντεκα αίθουσες, που καθεμιά από αυτές θα έχει διαφορετικό πλάτος και μήκος και διαφορετικό ύψος οροφής.
Η σπουδαία κληρονομιά του Μουνκ περιλαμβάνει 28.000 έργα τέχνης και περισσότερα από 42.000 μοναδικά μουσειακά αντικείμενα, μια από τις μεγαλύτερες συλλογές έργων του κόσμου, το δώρο που κληροδότησε ο καλλιτέχνης στην πόλη του, το Όσλο, το 1940.
Η σπουδαία κληρονομιά του Μουνκ περιλαμβάνει 28.000 έργα τέχνης και περισσότερα από 42.000 μοναδικά μουσειακά αντικείμενα, μια από τις μεγαλύτερες συλλογές έργων του κόσμου, το δώρο που κληροδότησε ο καλλιτέχνης στην πόλη του, το Όσλο, το 1940.
Εκτός από το κληροδότημα του μουνκ, το Μουσείο φιλοξενεί επίσης τις συλλογές των Rolf Stenersen, Amaldus Nielsen και Ludvig O. Ravensberg. Οι τέσσερις αυτές συλλογές δίνουν μια εικόνα για μια μοναδική περίοδο ιστορικής τέχνης που εκτείνεται σε περισσότερα από 100 χρόνια. Καθώς ο Μουνκ δεν είχε απογόνους που θα μπορούσαν να φροντίσουν το έργο της ζωής του, μετά τον θάνατό του το 1941 κληροδότησε όλα τα έργα τέχνης που είχε ακόμη στην κατοχή του στην πόλη του Όσλο. Αναλυτικά άφησε 1.200 πίνακες, 7.050 σχέδια και σκίτσα, 18.322 σχέδια με 842 διαφορετικά μοτίβα και 14 γλυπτά. Επιπλέον το μουσείο διαχειρίζεται τις πρωτότυπες φωτογραφίες του Μουνκ, πλάκες εκτύπωσης και λιθογραφικές πλάκες, πολλές χιλιάδες χειρόγραφα κείμενα και γράμματα, καθώς και 9.830 προσωπικά αντικείμενα.
Το καλοκαίρι, μετά από πολλές καθυστερήσεις, εξαιτίας της πανδημίας, αναμένεται να φτάσει στο Όσλο το τεράστιο γλυπτό της Bρετανίδας εικαστικού Τρέισι Έμιν που τιτλοφορείται «The Mother», ένα έργο από χαλκό ύψους εννέα μέτρων που απεικονίζει μια γονατιστή γυναίκα πάνω από ένα αόρατο παιδί. Η περίπλοκη κατασκευή του έχει καθυστερήσει την παραγωγή του έργου που έγινε μέσα στην πανδημία και το στούντιο της Έμιν, που αναγκάστηκε να κλείσει για αρκετό καιρό λόγω των μέτρων. Κατασκευάστηκε από 97 ξεχωριστά κομμάτια τα οποία συγκολλήθηκαν μεταξύ τους σε τρία τμήματα.
Το μέρος στο οποίο θα τοποθετηθεί το γλυπτό περιβάλλεται από ένα μικρό λιβάδι λουλουδιών. Η Έμιν είχε πει το 2019 ότι αυτό το χάλκινο άγαλμα είναι η μητέρα της, η Παμ, που πέθανε το 2016, και αυτή η ηλικιωμένη γυναίκα, ριζωμένη μπροστά από το Μουσείο, προστατεύει το έργο του Μουνκ, με τα πόδια ανοιχτά προς το φιόρδ, καλωσορίζοντας τους επισκέπτες.
«Ο Μουνκ δεν είχε ποτέ μητέρα, οπότε του χαρίζω μια» λέει η Έμιν, της οποίας η έκθεση στη Royal Academy of Arts, με τίτλο «The Loneliness of the Soul», πήρε παράταση μέχρι την 1η Αυγούστου του 2021 (μπορείτε να δείτε online το virtual tour) εξαιτίας της μεγάλης επιτυχίας της.
Σε αυτή την έκθεση ορόσημο στην καριέρα της, η Έμιν διάλεξε 19 ελαιογραφίες και υδατογραφίες του Μουνκ, που προέρχονται από το Μουσείο Μουνκ, δίπλα στις οποίες τοποθετήθηκαν περισσότερα από 25 έργα της που αποκαλύπτουν τον τρόπο με τον οποίο ο Νορβηγός καλλιτέχνης υπήρξε μια συνεχής έμπνευση για εκείνη, δηλώνοντας με τον πιο σαφή τρόπο τη μοναξιά της ψυχής και τη φθορά του σώματος, τη θλίψη, την απώλεια και τη λαχτάρα που απεικόνισε ο καθένας στην εποχή του και με τον τρόπο του. Η ίδια χαρακτηρίζει τα έργα της ως μια εξερεύνηση της μοναξιάς και οι κριτικοί χαρακτήρισαν την έκθεση ως μια ερωτική επιστολή της Έμιν προς ένα συγγενικό της πνεύμα, που γεννήθηκε 100 χρόνια πριν.
Η ιστορία της Έμιν με τον Μουνκ ξεκινά από την ηλικία των 18, όταν είδε για πρώτη φορά την «Κραυγή», πολύ πριν φοιτήσει στο Royal College of Art και γίνει μέλος της πιο υποσχόμενης ομάδας νέων καλλιτεχνών, των περίφημων Νέων Βρετανών Καλλιτεχνών ή YBA, που άλλαξαν το εικαστικό τοπίο στο Λονδίνο με την πρώτη κιόλας εμφάνισή τους το 1989.
«Είμαι ερωτευμένη με αυτόν τον άντρα από τα 18 μου» λέει η Έμιν. «Ο Mουνκ ήταν πολύ σέξι, σαν σταρ του Χόλιγουντ. Ήταν ο πρώτος που είχε αμερικανικό αυτοκίνητο στο Όσλο και ένας από τους πρώτους που είχε τηλέφωνο. Ντυνόταν πολύ κομψά με λιλά, πράσινα και ροζ ρούχα, κάτι πρωτοποριακό τη δεκαετία του 1880 και του 1890».
Τόσο ο Έντβαρντ Μουνκ όσο και ο Έγκον Σίλε διαμόρφωσαν καλλιτεχνικά την Τρέισι Έμιν, που δεν σταμάτησε ποτέ να μελετά προσεκτικά τα έργα τους και τη ζωή τους, που συνδέεται σχεδόν μεταφυσικά με τη δική της. Η Έμιν επικαλείται διαρκώς στο έργο της τον Μουνκ, τον είδε ως «φίλο στην τέχνη» και ήδη από το 1982 αναφερόταν άμεσα στον καλλιτέχνη και στο έργο του. Μάλιστα, το 1998 δημιούργησε ένα βίντεο που γυρίστηκε στην ίδια προβλήτα του Όσλο που ήταν η τοποθεσία πολλών από τα γνωστά έργα του Μουνκ. Αν και τους χωρίζουν 100 χρόνια, εξερευνούν στα έργα τους το ίδιο συναισθηματικό τοπίο με αξιοσημείωτη ένταση.
Τα πρώτα τραγικά γεγονότα της ζωής του Μουνκ, ο θάνατος της μητέρας του όταν ήταν μόλις πέντε ετών, ο θάνατος της αγαπημένης του αδερφής λίγο αργότερα και μια σειρά καταδικασμένες ερωτικές σχέσεις, συγκρότησαν ένα σύνολο έργων στα οποία είναι προφανή τα τραύματα που τον καθόρισαν καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του και εκφράστηκαν στο έργο του.
Η Έμιν, που βιάστηκε όταν ήταν 13 ετών στο Margate, όπου ζούσε, κάτι που συνέβαινε στην περιοχή σε πολλά κορίτσια, όπως έχει πει, δεν έπαψε να εξερευνά τον αντίκτυπο των αληθινών γεγονότων της ζωής της στο έργο της, ενώ παρουσίασε το σώμα ως πεδίο μάχης σε έργα όπως το «My bed» και το «Everyone I Have Ever Slept With», ένα αντίσκηνο στο οποίο ανέφερε 102 ανθρώπους με τους οποίους είχε κοιμηθεί. Μπορεί να ήταν από τα πιο προκλητικά έργα της εποχής που εκτέθηκαν, αλλά δεν έπαψαν να εκφράζουν την οδύνη της και μια μοναξιά που έχει εκφράσει προκαλώντας, πίνοντας, κάνοντας απίθανες δηλώσεις που έδιναν τροφή και «αίμα» στα ταμπλόιντ.
Με τον χρόνο σύμμαχό της, η Έμιν αποκάλυψε το μεγάλο ταλέντο, τη βαθιά γνώση και την προσήλωση στην τέχνη της. Το προκλητικό κορίτσι των '80s μεταμορφώθηκε σε μια εικαστικό που εξέθεσε με νέους τρόπους τα συναισθήματά της. Μέσα στην καραντίνα, στη διάρκεια της χρονιάς που πέρασε, μια σειρά έργων στην White Cube με τίτλο «Ευδοκιμώ στη μοναξιά» αποκάλυψαν τη γοητεία της απομόνωσης και μια νέα δημιουργική ευτυχία που βίωνε μέσα σε μια οδυνηρή κατάσταση.
Τα έργα που παρουσίασε ήταν επηρεασμένα από τον Βερμέερ και τον Μπονάρ, μια ανασύνθεση του εσωτερικού ενός τυπικού λονδρέζικου σπιτιού του 18ου αιώνα, που αφήνει μετά από 20 χρόνια. Ζωγράφισε το σαλόνι, το υπνοδωμάτιο και το μπάνιο της, την ιδιωτική της ζωή. Στη αρχή του λοκντάουν δεν πίστευε ότι μπορεί να τα καταφέρει, ο ξάδερφός της πέθανε από Covid-19 και η ίδια δεν μπόρεσε να το σκάσει για τη Γαλλία και το προσωπικό της καταφύγιο.
Η απομόνωση την έκανε τελικά να ανασυνταχθεί και να εστιάσει σε πράγματα που δεν μπορούσε καν να σκεφτεί νωρίτερα. «Καλύτερα να μείνεις στο σπίτι διαβάζοντας ένα βιβλίο για τον Βελάσκεθ από το να πας στην επόμενη έκθεση τέχνης» είπε στον Guardian. Απελευθερωμένη από την υποχρέωση να κινείται διαρκώς από έκθεση σε έκθεση σε όλο τον κόσμο, δήλωσε ότι αν ο κόσμος της τέχνης πρέπει να μάθει κάτι από την καραντίνα είναι πως καλλιτέχνες πρέπει να έχουν χρόνο για να δημιουργήσουν, να μετακινούνται λιγότερο και να μην είναι διαρκώς τόσο απασχολημένοι και ανήσυχοι.
Ο χρόνος που πέρασε αποκάλυψε τη μια και μοναδική εμμονή της, την τέχνη, μέσα σε μια δύσκολη συνθήκη για την ίδια, που διαγνώσθηκε με καρκίνο. Ωστόσο αισθάνεται τυχερή που δεν πέθανε από Covid, μόνη σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου. «Δεν θα πέθαινα μόνη και θα είχα έξι μήνες να προγραμματίσω τις τελευταίες μέρες μου» είπε. Όταν της αφαίρεσαν την ουροδόχο κύστη ένιωσε ότι έφυγε από πάνω της μια κατάρα. «Απλά θέλω να ζήσω. Θέλω να είμαι εδώ».
Σε λίγο καιρό θα βρίσκεται στο Όσλο με το έργο της να συμπληρώνει το νέο μουσείο Μουνκ, έχοντας εκπληρώσει το όνειρό της, τη δια βίου σύνδεσή της με τον ζωγράφο που δεν παύει να επηρεάζει την ίδια και το έργο της, υπογραμμίζοντας για ακόμα μια φορά το σπουδαίο μητρώο συναισθημάτων που δεν φοβάται να μας δείξει απλόχερα και συγκινητικά, ανοίγοντας ένα νέο, συναρπαστικό κεφάλαιο.