Όταν το 2016 η Tate Modern επέκτεινε το κτίριό της και αφιέρωσε μια αίθουσα στα έργα της Άννα Μεντιέτα και του συζύγου της, επίσης καλλιτέχνη Καρλ Αντρέ, μια ομάδα φεμινιστριών που, όπως πολύς κόσμος, ποτέ δεν πίστεψε ότι ο θάνατός της οφειλόταν σε ατύχημα διαδήλωσε έξω από το μουσείο με πανό που έγραφαν «Έι, Tate, θέλουμε εκδίκηση: πού είναι η Άννα Μεντιέτα;».
H Μεντιέτα πέθανε στις 8 Σεπτεμβρίου 1985 στη Νέα Υόρκη, μετά από πτώση από τον 34ο όροφο όπου βρισκόταν το διαμέρισμά της, στην οδό 300 Mercer. Ζούσε εκεί με τον επί οκτώ μήνες σύζυγό της, τον μινιμαλιστή γλύπτη Καρλ Αντρέ, και υπάρχουν υποψίες ότι την έσπρωξε από το παράθυρο. Λίγο πριν από τον θάνατό της οι γείτονες άκουσαν το ζευγάρι να τσακώνεται έντονα και εκείνη να ουρλιάζει «όχι», ενώ όταν έφτασε η αστυνομία ο Αντρέ είχε γρατζουνιές σε όλο του το πρόσωπο. Στην ηχογραφημένη κλήση που παρουσιάστηκε στο δικαστήριο ακουγόταν ο Αντρέ που κάλεσε την αστυνομία να λέει «η σύζυγός μου είναι καλλιτέχνης και εγώ είμαι καλλιτέχνης, και είχαμε μια διαφωνία, εκείνη πήγε στην κρεβατοκάμαρα, και εγώ την ακολούθησα, και εκείνη έπεσε από το παράθυρο». Κατά τη διάρκεια τριών ετών δικαστικής διαδικασίας, ο δικηγόρος του Αντρέ περιέγραψε τον θάνατο της Μεντιέτα ως πιθανό ατύχημα ή αυτοκτονία. Μετά από μια δίκη χωρίς ενόρκους, ο Αντρέ αθωώθηκε για φόνο δευτέρου βαθμού τον Φεβρουάριο του 1988.
Ως μετανάστρια, έφερε το τραύμα του ξεριζωμού από την πατρίδα της και της απώλειας που θα την άφηνε με ερωτήματα σχετικά με την ταυτότητά της. Αυτά τα ερωτήματα θα αντηχούσαν στο έργο της, το οποίο εξερευνούσε θέματα που έθιγαν τα εθνικά, σεξουαλικά, ηθικά, θρησκευτικά και πολιτικά όρια.
Η αθώωσή του προκάλεσε αναταραχή στον κόσμο της τέχνης και τα επόμενα χρόνια έγιναν συμπόσια όπως το «Where Is Ana Mendieta?» στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, ενώ το 2014, η φεμινιστική ομάδα No Wave Performance Task Force οργάνωσε μια διαμαρτυρία μπροστά από την αναδρομική έκθεση του Dia Art Foundation για τον Καρλ Αντρέ, εναποθέτοντας σωρούς από αίμα και έντερα ζώων και με τους διαδηλωτές να φορούν φόρμες που έγραφαν «I Wish Ana Mendieta Was Still Alive». Σε κάθε έκθεση του Αντρέ υπήρχαν διαμαρτυρίες με διαδηλωτές να ρίχνουν πάπρικα και ψεύτικο αίμα στην είσοδο των γκαλερί.
Πρωτοπόρος και ανένταχτη, η Κουβανοαμερικανίδα Άνα Μεντιέτα γεννήθηκε το 1948 και ήταν καλλιτέχνης της performance, γλύπτρια, ζωγράφος και video artist. Έκανε τέχνη βίαιη, φεμινιστική και ωμή, ενσωματώνοντας ασυνήθιστα και φυσικά υλικά όπως αίμα, χώμα, νερό και φωτιά. Το καλλιτεχνικό της κύρος δεν αναγνωρίστηκε ποτέ πλήρως κατά τη διάρκεια της σύντομης ζωής της –ήταν 36 ετών όταν έπεσε από το παράθυρο–, αρκεί όμως ένα παράδειγμα για να κατανοήσουμε πόσο ασυνήθιστα προκλητικό ήταν το έργο της στην εποχή της.
Στην ταινία μικρού μήκους «Moffitt Building Piece» του 1973, η Μεντιέτα και η αδελφή της κατέγραψαν τις αντιδράσεις των αγνώστων που περνούσαν δίπλα από μια λίμνη με αίμα χοίρου που είχε χύσει έξω από το διαμέρισμά της. Κάποιοι κοιτούσαν επίμονα ενώ οι περισσότεροι απέφευγαν το αίμα που έβλεπαν. Τελικά κάποιος το ξέπλυνε από το πεζοδρόμιο. Για τη Μεντιέτα, η καταγραφή προσέφερε ένα πείραμα που προκαλούσε σκέψεις για την αδιαφορία των ανθρώπων απέναντι στη βία.
Γεννήθηκε στις 18 Νοεμβρίου του 1948 στην Αβάνα σε μια πλούσια οικογένεια με εξέχουσα θέση στην πολιτική και την κοινωνία της χώρας. Ο πατέρας της ήταν δικηγόρος και η μητέρα της, η Ρακέλ Οτί ντε Ρόχας, ήταν χημικός, ερευνήτρια και εγγονή του Κάρλος Μαρία ντε Ρόχας, ο οποίος ήταν διάσημος για τον ρόλο του στον πόλεμο κατά της Ισπανίας για την ανεξαρτησία της Κούβας. Το 1961, 12 ετών, στάλθηκε στις ΗΠΑ μαζί με την αδελφή της, μεταξύ των 14.000 παιδιών που μετανάστευσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες για να ξεφύγουν από τη δικτατορία του Φιντέλ Κάστρο μέσω ενός προγράμματος ανταλλαγής μεταξύ καθολικών σχολείων. Οι δύο αδελφές πέρασαν τις πρώτες εβδομάδες τους σε καταυλισμούς προσφύγων και στη συνέχεια μετακινήθηκαν μεταξύ διαφόρων ιδρυμάτων και ανάδοχων οικογενειών σε όλη την Αϊόβα. Στο γυμνάσιο ανακάλυψε την αγάπη της για την τέχνη. Πήρε πτυχίο και μεταπτυχιακό στη ζωγραφική, ενώ στο κολέγιο η δουλειά της επικεντρώθηκε στο αίμα και τη βία κατά των γυναικών. Το ενδιαφέρον της για τον πνευματισμό, τη θρησκεία και τις πρωτόγονες τελετουργίες αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου όταν σπούδαζε κοντά στον Γερμανό καλλιτέχνη Χανς Μπρέντερ, ο οποίος έκανε βίντεο και performance art και ενθάρρυνε τους φοιτητές να κινούνται πέρα από τα καλλιτεχνικά όρια. Μετά το μεταπτυχιακό της, μετακόμισε στη Νέα Υόρκη.
Ως μετανάστρια, έφερε το τραύμα του ξεριζωμού από την πατρίδα της και της απώλειας, που θα την άφηνε με ερωτήματα σχετικά με την ταυτότητά της. Αυτά τα ερωτήματα θα αντηχούσαν στο έργο της, το οποίο εξερευνούσε θέματα που έθιγαν τα εθνικά, σεξουαλικά, ηθικά, θρησκευτικά και πολιτικά όρια. Προέτρεπε τους θεατές να αγνοήσουν το φύλο, τη φυλή ή άλλους καθοριστικούς κοινωνικούς παράγοντες και αντ' αυτού να συνδεθούν με την ανθρωπιά που μοιράζονται με τους άλλους.
Το 2004, σε μια αναδρομική έκθεση του έργου της ο κριτικός τέχνης Χόλαντ Κότερ έγραψε ότι η Μεντιέτα «χρησιμοποίησε καλά τον φόβο, μεταλλάσσοντας μια βαθιά αίσθηση ψυχολογικής και πολιτισμικής εκτόπισης σε μια εμπειρία συγχώνευσης με τον φυσικό κόσμο και την ιστορία του μέσω της τέχνης».
Το 1973, ενώ φοιτούσε στο κολέγιο, η Μεντιέτα έμαθε για τον βιασμό και τη δολοφονία της φοιτήτριας νοσηλευτικής Σάρα Αν Ότενς μέσα στην πανεπιστημιούπολη. Η οργή της για το περιστατικό την οδήγησε να σκηνοθετήσει ένα από τα πιο συγκρουσιακά και βίαια έργα της, το «Rape Scene». Για το έργο που δημιούργησε μέσα στο διαμέρισμά της, καλύφθηκε με αίμα και δέθηκε σε ένα τραπέζι για να αναπαραστήσει τα επακόλουθα μιας βάναυσης σεξουαλικής επίθεσης. Προσκάλεσε το κοινό στη σκηνή του ψεύτικου εγκλήματος, όπου παρέμεινε σκυμμένη πάνω στο τραπέζι με το αίμα να στάζει και να λιμνάζει στα πόδια της, ενώ γύρω της συζητούσαν το περιστατικό. Φωτογραφίες αυτής της σκηνής εκτίθενται σε μουσεία σε όλο τον κόσμο. Στην εποχή της δεν ήταν πολλοί αυτοί που θεωρούσαν ότι η πρακτική της ανήκε στις «καλές τέχνες», ωστόσο δεν παρέλειπαν να σημειώσουν ότι πρόκειται για κάτι ευφυές, οδυνηρό και συναισθηματικό.
Σε μια άλλη σειρά έργων της που ονομάζεται «Siluetas» επικεντρώθηκε σε γλυπτικές φιγούρες φτιαγμένες από υλικά όπως το γρασίδι, τα λουλούδια, τα κλαδιά και η λάσπη και ενσωμάτωσε θέματα όπως η δημιουργία, η πίστη και η γυναικεία φύση. Σε αυτήν τη σειρά που αποτελείται από 200 έργα τα οποία δούλεψε σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του '70 υπάρχει το «Imagen de Yagul» με την ίδια να έχει ξαπλώσει γυμνή σε έναν παραμελημένο πέτρινο τάφο στο Μεξικό με στρατηγικά τοποθετημένα λευκά λουλούδια πάνω της, σαν να φύτρωναν από το σώμα της. «Είναι ένας τρόπος να διεκδικήσω τις ρίζες μου και να γίνω ένα με τη φύση. Αν και ο πολιτισμός στον οποίο ζω είναι μέρος του εαυτού μου, οι ρίζες μου και η πολιτιστική μου ταυτότητα είναι αποτέλεσμα της κουβανικής μου κληρονομιάς», έλεγε.
Όταν ξεκίνησε τη σειρά «Siluetas» τη δεκαετία του 1970, ήταν μία από τους πολλούς καλλιτέχνες που πειραματίζονταν με τα αναδυόμενα είδη της land art, της body art και της performance art. Οι ταινίες και οι φωτογραφίες της «Siluetas» βρίσκονται σε σχέση με τις φιγούρες που περιβάλλουν το σώμα της. Ήταν πιθανώς η πρώτη που συνδύασε αυτά τα είδη. Πρώτη χρησιμοποίησε αίμα, το 1972, όταν έκανε την παράσταση «Untitled (Death of a Chicken)», για την οποία στάθηκε γυμνή μπροστά σε έναν λευκό τοίχο κρατώντας ένα αποκεφαλισμένο κοτόπουλο από τα πόδια του, καθώς το αίμα του πιτσιλούσε το γυμνό της σώμα.
Στη Νέα Υόρκη στα τέλη της δεκαετίας του '70 βρήκε μια κοινότητα συναδέλφων καλλιτεχνών μεταξύ των οποίων και ο Αντρέ, ένας γλύπτης που, όπως και η ίδια, δούλευε συχνά με φυσικά υλικά. Τον παντρεύτηκε το 1985 και η σχέση τους ήταν θυελλώδης. Λίγους μήνες αργότερα, το νήμα της ζωής της κόπηκε.
Κατά τη διάρκεια της καριέρας της, η Μεντιέτα δημιούργησε στην Κούβα, το Μεξικό, την Ιταλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, αντλώντας από θέματα όπως ο φεμινισμός, η βία, η ζωή, ο θάνατος, η ταυτότητα, ο τόπος και το ανήκειν.
Ένιωθε ότι ενώνοντας το σώμα της με τη γη μπορούσε να γίνει ξανά ολόκληρη: «Μέσα από τα γλυπτά μου με τη γη/σώμα, γίνομαι ένα με τη γη ... Γίνομαι προέκταση της φύσης και η φύση γίνεται προέκταση του σώματός μου. Αυτή η εμμονική πράξη της επαναβεβαίωσης των δεσμών μου με τη γη είναι στην πραγματικότητα η επαναδραστηριοποίηση αρχέγονων πεποιθήσεων σε μια πανταχού παρούσα θηλυκή δύναμη, η μεταγενέστερη εικόνα της ύπαρξης που περικλείεται μέσα στη μήτρα, είναι μια εκδήλωση της δίψας μου για ύπαρξη», έλεγε. «Η τέχνη μου είναι ο τρόπος με τον οποίο αποκαθιστώ τους δεσμούς που με ενώνουν με το σύμπαν. Είναι μια επιστροφή στη μητρική πηγή».
Το 1978, η Μεντιέτα έγινε μέλος της γκαλερί Artists In Residence Inc (A.I.R. Gallery) στη Νέα Υόρκη, την πρώτη γκαλερί για γυναίκες που ιδρύθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το εγχείρημα αυτό της έδωσε την ευκαιρία να δικτυωθεί με άλλες γυναίκες καλλιτέχνιδες που βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή του φεμινιστικού κινήματος της εποχής. Μετά από δύο χρόνια συμμετοχής στο A.I.R. κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «ο αμερικανικός φεμινισμός όπως είναι σήμερα είναι βασικά ένα κίνημα της λευκής μεσαίας τάξης» και προσπάθησε να αμφισβητήσει τα όρια αυτής της προοπτικής μέσω της τέχνης της.
Το σώμα της ήταν το υποκείμενο και το αντικείμενο του έργου. Το χρησιμοποίησε για να τονίσει τις κοινωνικές συνθήκες με τις οποίες το γυναικείο σώμα αποικίζεται ως αντικείμενο της ανδρικής επιθυμίας και ρημάζεται κάτω από την ανδρική επιθετικότητα. Με τη σωματική της παρουσία στο έργο της, το προηγουμένως αόρατο, ανώνυμο θύμα βιασμού απέκτησε ταυτότητα. Το κοινό αναγκάστηκε να αναλογιστεί την ευθύνη του – η ενσυναίσθησή του εκμαιεύτηκε και μεταφράστηκε σε χώρο συνειδητοποίησης στον οποίο θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί η σεξουαλική βία.
Οι επόμενες γενιές των καλλιτεχνών της περφόρμανς χρωστούν πολλά στην Άνα Μεντιέτα που σήμερα θεωρείται από τις πιο επιδραστικές Κουβανοαμερικανίδες καλλιτέχνιδες της μεταπολεμικής εποχής, η οποία διερεύνησε επίμονα τη σημασία της ανθρώπινης φύσης. Το έργο της περιλαμβάνεται σε πολλές μεγάλες δημόσιες συλλογές, στο Μουσείο Solomon R. Guggenheim, στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, στο Μουσείο Αμερικανικής Τέχνης Whitney και το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στη Νέα Υόρκη, στο Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγο, στο Κέντρο Πομπιντού στο Παρίσι, στο Musée d'Art Moderne et Contemporain στη Γενεύη, στη Συλλογή Tate στο Λονδίνο και αλλού.
Ana Mendieta au Jeu de Paume-Concorde, Paris