«Ξέρετε, δεν δίνω συνεντεύξεις...». Πολύ καλή αρχή για άρθρο. Μπράβο! «Θα μπορούσα να πω ότι οι μόνες συνεντεύξεις που έχω δώσει στη ζωή μου είναι εδώ, στην Ελλάδα». Και πάλι μπράβο, για την αποκατάσταση της ροής θετικής ενέργειας.
«Η Ελλάδα είναι ένα μέρος όπου νιώθω πάντα ήρεμος. Επίσης, αγαπώ πάρα πολύ την γκαλερί. Είναι η τέταρτη έκθεσή μου σε αυτήν και θεωρώ προσωπικό μου παγκόσμιο ρεκόρ τις 4 εκθέσεις στην ίδια γκαλερί. Κατά τα άλλα, βρίσκω ότι ο κόσμος εδώ έχει μια ιδιαίτερη αγάπη για το έργο μου».
Πράγματι, στην Ελλάδα ο Cameron Jamie είναι σε πολύ καλά χέρια και η τωρινή του έκθεση συμπίπτει χρονικά με εκείνην του Mike Kelley, την οποία οργανώνει ο οργανισμός ΝΕΟΝ στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης. Παρά το ότι οι δύο εκθέσεις δεν έχουν ουσιαστική σχέση επί του καλλιτεχνικού αντικειμένου, αποτελούν δύο συγκλίνοντα ισχυρά ερεθίσματα ώστε να ανατρέξει κάποιος στην εικαστική σκηνή του Λος Άντζελες και στον «αυθύπαρκτο» χαρακτήρα της, χάρη στον οποίο διανοίχτηκαν απρόσμενες πορείες για τη σύγχρονη τέχνη.
Λόγω της όρεξής του για το «αουτσάιντερ», η τέχνη του Cameron Jamie είναι ένα είδος «αποφλοιωμένης» pop art, της λείπει το ψυχρό φλούδι των μελιστάλαχτων, στιλπνών, πειστικών και γεμάτων νόημα εικόνων που θεωρούνται «ομαλές».
Με βάση αξιόπιστες πηγές, το Λος Άντζελες (LA για τους φίλους) προκύπτει ως η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Αμερικής, αν λάβουμε ως κριτήριο το ποσοστό καλλιτεχνών, συλλεκτών και δωρητών έργων τέχνης επί του συνολικού πληθυσμού. Αν και η πόλη εξέπεμπε ισχυρό εικαστικό στίγμα ήδη από τη δεκαετία του '60, αυτό έγινε πολύ πιο αισθητό και παγκοσμίως αναγνωρίσιμο τη δεκαετία του '80, κατά την οποία αναδεικνύονται και καταξιώνονται ως αρχηγέτες της εκεί σκηνής σπουδαίοι καλλιτέχνες σαν τους Paul McCarthy, Jim Shaw, Mike Kelley και Jeffrey Vallance.
Ο Cameron Jamie, που γεννήθηκε στο LA το 1969, είναι ο νεότερος και με σημαντική διαφορά ηλικίας σε αυτό το «γκρουπ». Από την πρώτη στιγμή, η τέχνη του Cameron Jamie απλώθηκε σε ένα ευρύ φάσμα μέσων και πρακτικών: φωτογραφία, φιλμ, βίντεο, σχέδια, εγκαταστάσεις, γλυπτική, περφόρμανς και μουσική.
Και το «ορειβατικό σχοινί», που τα συγκρατούσε όλα αυτά ώστε να στέκουν κάπως ταυτόχρονα, ήταν εκείνο το λίγο παραπάνω από ένα αγνό ενδιαφέρον –το κάτι που αγγίζει την αληθινή αγάπη‒ του Jamie για οτιδήποτε διαθέτει μια «αουτσάιντερ» αισθητική αξία. Το κλειδί είναι ακριβώς αυτή η λέξη που δηλώνει το ξένο και αμύητο, αυτό που προέρχεται από κάπου έξωθεν του κατεστημένου κύκλου των πραγμάτων.
«Αουτσάιντερ» θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε θα είχε σαφώς μειωμένες πιθανότητες να πετύχει κατά τη διαδικασία διεκδίκησης μιας θέσης εντός του φάσματος της κυρίαρχης αμερικανικής κουλτούρας. Λόγω αυτής του της όρεξης για το «αουτσάιντερ», η τέχνη του Cameron Jamie είναι ένα είδος «αποφλοιωμένης» pop art, της λείπει το ψυχρό φλούδι των μελιστάλαχτων, στιλπνών, πειστικών και γεμάτων νόημα εικόνων που θεωρούνται «ομαλές».
Στην γκαλερί Bernier/Eliades εκθέτει τώρα τριών ειδών έργα: σχέδια, μονοτυπίες και κεραμικά γλυπτά. Όμως, με έναν αδιόρατο τρόπο είναι όλα «γαζωμένα» το ένα με το άλλο από μια «ενέργεια» που γίνεται αισθητή και κατά κάποιον τρόπο θέλει να τα κάνει ένα. Ο θεατής μπορεί να δει την έκθεση από όποια πορεία, γωνία ή προοπτική επιθυμεί ‒ δεν υπάρχει αρχή, μέση και τέλος.
«Υπάρχει όμως πάντα το DNA του έργου μου που δεν αλλάζει και που σημαίνει ότι όλη η ψυχή μου είναι ένθετη σε κάθε έργο. Αν ήμουν εγκληματίας με τον τρόπο που είμαι καλλιτέχνης, σίγουρα θα ήμουν πολύ αποτυχημένος, γιατί κάθε φορά όλοι θα αναγνώριζαν ότι εγώ διέπραξα τον φόνο» λέει ο Cameron Jamie.
Ωστόσο, όταν μπαίνει κάποιος στην γκαλερί, υπάρχει εκείνο το γλυπτό αριστερά που είναι χρώματος γκρενά (ας το πούμε, τέλος πάντων, γκρενά) και που αιχμαλωτίζει το μάτι πιο γρήγορα από τα υπόλοιπα, επειδή, για κάποιον λόγο, η γωνία υπό την οποία το αντικρίζεις το κάνει να θυμίζει, ως διάταξη όγκων τουλάχιστον, τη Νίκη της Σαμοθράκης.
«Έχει ενδιαφέρον αυτό που λέτε, γιατί εγώ, ως Αμερικανός που είμαι, δεν έχω μεγαλώσει διατηρώντας επαφή με αυτό το κομμάτι της Ιστορίας. Δεν τα έχω δει αυτά τα πράγματα και παρόλο που τα θεωρώ όλα πολύ σπουδαία, δεν σημαίνουν κάτι για μένα. Κι αν υπάρχει κάποιου είδους τέτοια ομοιότητα, που δεν πιστεύω ότι υπάρχει, τότε αυτή είναι εντελώς τυχαία και ασυνείδητη. Πρόκειται για κεραμικά γλυπτά που τα έχω φτιάξει "αυτόματα", χωρίς παρεμβολή σκέψεων και ιδεών» ξεκαθαρίζει με αρκετή ευγένεια, παρά το σοκ του, ο κ. Jamie.
Στην Ελλάδα, όμως, είμαστε αιχμάλωτοι της Ιστορίας μας. Δεν ξέρουμε να σκεφτόμαστε χωρίς να παρεμβάλλεται στη σκέψη μας αυτό το φορτίο που μαθαίνουμε να κουβαλάμε διαρκώς, σαν μια περικεφαλαία που μας περιορίζει κάπως την όραση. Θα αρκούσε μία μόνο πιο κοντινή ματιά για να διαπιστώσει κάποιος αμέσως ότι ουδεμία σχέση έχει αυτό το γλυπτό (ή οποιοδήποτε άλλο από τα εκτιθέμενα) με τα εικονίσματα της αρχαιοπληξίας μας.
Γι' αυτό και το σωστό είναι κάθε άνθρωπος να επιστρατεύει διαρκώς το μάξιμουμ της επιείκειάς του για τη σύγχρονη τέχνη, η οποία δεν επιθυμεί τίποτε άλλο από το να μας πιάσει από το χεράκι και να μας περάσει μέσα από την πυκνή λόχμη των ορισμών που περιγράφουν τη συμπεριφορά μας.
«Η πιο σωστή συμβουλή προς το κοινό αυτής της έκθεσης αλλά και γενικότερα προς όλους όσοι ενδιαφέρονται για τη σύγχρονη τέχνη θα ήταν: κοιτάξτε τα έργα από λίγο πιο κοντά. Κοιτάξτε τα σε βάθος και πέρα από αυτό που βλέπετε. Το ζητούμενο είναι πάντα, χάρη σε αυτή την παρατήρηση, να ανοίγεις έναν καινούργιο, έναν διαφορετικό διάλογο με αντικείμενο τον εαυτό σου».
Το συνηθέστερο σήμερα είναι ο καλλιτεχνικός κόσμος να παράγει έργα που κατά κάποιον τρόπο είναι απαλλαγμένα από το βάρος της αναφοράς στην Ιστορία της Τέχνης. Δεν πρόκειται για κάτι που παρατηρείται μόνο στο LA αλλά και όπου αλλού οι εικαστικές σκηνές είναι περήφανες για την παραγωγή τους, ταυτόχρονα όμως έχουν μια μάλλον σύντομη και πρόσφατη ιστορία. Είναι μια πτυχή της πραγματικότητας που σε αυτές τις σκηνές την αντιλαμβάνονται ως ατού, δεδομένου ότι όταν δεν φέρεις ένδοξο παρελθόν, έχεις κάθε δίκιο να πιστεύεις ότι οι καλύτερες μέρες βρίσκονται ακόμα μπροστά σου.
Τα έργα που δεν έχουν ιστορικές αναφορές συνήθως συνομιλούν με την εμπορική μαζική κουλτούρα και τα επιμέρους παρακλάδια της που αναπτύσσονται εδώ κι εκεί από μικρότερες, αλλά συνεκτικές κοινωνικές ομάδες. Αυτή είναι η στατιστική αλήθεια για την σύγχρονη pop αισθητική.
Όμως, υπάρχει και η (ας την πούμε) «pop-αντί-pop» αισθητική, η οποία γεννιέται από την κριτική όλων εκείνων που καταφεύγουν στη hipster αλαζονεία. Η αισθητική αυτή, επειδή περιφρονεί το σύγχρονο «κουλ» όπως το ορίζει το mainstream, αγκαλιάζει θερμά το παράλογο, το τυχαίο και την αισθητική του «κατά λάθος».
Σε αυτό το φάσμα εντάσσεται καλύτερα η τέχνη του Cameron Jamie. Η έμπνευσή του πηγάζει από το βάθος του δικού του ψυχολογικού ορίζοντα. Απ' ό,τι πιο ωμό, τραχύ και χθόνιας χροιάς μπορεί να βρίσκεται εκεί. Ως εκ τούτου, η έμπνευση οδηγεί το έργο σε ένα αποτέλεσμα βαθύτατα προσωπικό που σχετίζεται με την κατάσταση του είναι και με τη συναίσθησή της.
Το ζητούμενο δεν είναι η απόδοση νοήματος αλλά το να ξαναγραφτεί η περίπλοκη χορογραφία του τραύματος, η οποία μοιραία περιέχει και κάποια εφέ κλασικού δράματος.
Όλα αυτά προσθέτουν στα έργα του Jamie το στοιχείο που θα μπορούσε να περιγραφεί ως μια σκοτεινή και παγωμένη, πιθανόν και κάπως πρωτόγονη, αν όχι αρχέγονη, και απόκοσμη, ατμόσφαιρα.
Τυχαία, μέσα σε αυτήν μπορεί κάποιος να εντοπίσει στοιχεία διακωμώδησης ή απλού, αγνού χιούμορ. Δεν θα έπρεπε όμως να παρερμηνευτούν ως ειρωνεία, παρά το ότι είναι πολύ περίεργο που ένας καλλιτέχνης αυτής της γενιάς δεν γίνεται ειρωνικός.
«Νομίζω ότι αυτή ήταν μια ουσιώδης διαφορά μου από τους άλλους. Απολάμβανα την ειρωνεία, αλλά από μακριά, στις δικές τους δουλειές. Εκείνοι, από την πλευρά τους, έδειχναν πάντα σεβασμό για τη δουλειά μου, αλλά ταυτόχρονα δεν την αγκάλιαζαν ποτέ, ακριβώς επειδή δεν περιείχε την ειρωνεία που μπορεί κάποιος να αναγνωρίσει ως κοινό τόπο στις δουλειές του Mike Kelley, του Jim Shaw ή του Paul McCarthy.
Θεωρώ τη δική μου δουλειά εγκεφαλική κατά έναν διαφορετικό τρόπο. Θα λέγαμε ότι είμαι ακόμα "στο ψάξιμο". Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι χτίζω κατά στρώσεις κάθε έργο. Πρόκειται για κείνη τη "μικροδιαδικασία" κατά την οποία χαλάς τη φόρμα και την αναδημιουργείς ή την αφήνεις να καταρρεύσει από μόνη της για να δεις τι θα προκύψει, και στη συνέχεια αρχίζεις ξανά να τη συνθέτεις. Δεν υπάρχει τίποτα το προγραμματισμένο, κανένα πλάνο, καμιά ατζέντα. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει ούτε καν κάποια ιδέα. Μόνο μια αίσθηση του πράγματος, μια ενέργεια.
Το υλικό αρχίζει να μου λέει πού θα οδηγηθεί η φόρμα και αυτό είναι ενδιαφέρον κατά κάποιον τρόπο. Συμβαίνει πολύ συχνά οι καλλιτέχνες να αναζητούν την εικόνα στο υλικό. Να επιζητούν να πάει κάτι λάθος στο υλικό και από αυτό να προκύψει κάτι.
Έτσι, πάνω απ' όλα, επιθυμώ να ξεκινώ με το μυαλό καθαρό ή και σε πλήρη σύγχυση, αλλά εν πάση περιπτώσει ελεύθερο από οτιδήποτε θα μπορούσε να αποτελεί ερέθισμα προερχόμενο από τον εξωτερικό κόσμο, το οποίο θα προσπαθούσε να εισβάλει σε αυτό τον κόσμο, τον δικό μου, που μέλλεται να εξωτερικευτεί.
Το ωραίο με την τέχνη είναι ότι επειδή ασχολείσαι με τον παραπλανητικό χαρακτήρα των εικόνων, μπορείς να κρύψεις μέσα σε αυτές πολλές αλήθειες που εξωτερικεύονται. Γι' αυτό και πιστεύω ότι είμαι παρών σε αυτά τα έργα, είτε κάποιος είναι σε θέση να το αισθανθεί είτε όχι» λέει ο Cameron Jamie και παρά το ότι τα λόγια του είναι τόσο στρωτά και πειστικά σε κάνουν λίγο καχύποπτο, επειδή το να καλλιεργείς στο έπακρο την προσωπική σου ματιά για τα πράγματα, την αυτοαναφορικότητα και την ασάφεια των συνθέσεών σου φανερώνει μια δική σου ισχυρή αντίσταση σε κάθε απόπειρα κατηγοριοποίησης και ερμηνείας σου.
Οποιαδήποτε τόσο καλά οργανωμένη αντίσταση αποτελεί έναν ύμνο στον ατομικισμό και στις ναρκισσιστικές καθηλώσεις. Από την άλλη, όμως, όταν κάποιος προσπαθεί να διοχετεύσει συναισθήματα στο χαρτί ή στον πηλό, χωρίς τη διαμεσολάβηση του φίλτρου της συνείδησης, ακριβώς όπως πηγάζουν από τα βάθη του ψυχολογικού του ορίζοντα, υπάρχει σε αυτή την πράξη μια γενναιότητα, μια συγκινητική τόλμη με σκοπό να επανασυνδεθεί με βιώματα πρωταρχικά και να αντέξει την τραχύτητά τους, προκειμένου η πραγματικότητα να του φανερωθεί οριστικά μέσα από τον φακό του υπαρξιακού άγχους. Και τότε, υπό το φως αυτής της γνώσης, να γίνουν όλα λίγο πιο ανεκτά.
Το μεγάλο δράμα σε όλα αυτά είναι το δράμα κάθε ανθρώπου που χτυπάει το κεφάλι του στον απροσπέλαστο τοίχο που συνιστά ο εαυτός του. Δεν είναι και λίγο!
Το 2016 ο Cameron Jamie απέσπασε το βραβείο του Ιδρύματος Daniel & Florence Guerlain, το οποίο απονέμεται κάθε χρόνο, από το 2007, σε καλλιτέχνες οι οποίοι ασχολούνται με το σχέδιο κι έχουν κάποια σχέση με τη Γαλλία.
Ας σημειωθεί, επί τη ευκαιρία, ότι ο Cameron Jamie ζει και εργάζεται τα τελευταία 17 χρόνια στο Παρίσι (κι ας βρίσκεται, με το πνεύμα του, διαρκώς στο LA).
Το βραβείο Guerlain, εκτός από το μεγάλο κύρος του, στη Γαλλία τουλάχιστον, περιλαμβάνει χρηματικό έπαθλο και τη δωρεά, εκ μέρους του Ιδρύματος, ενός σχεδίου του εκάστοτε βραβευθέντος στο Γαλλικό Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης - Κέντρο Ζορζ Πομπιντού (Μπομπούρ για τους φίλους).
«Για μένα ήταν μια έκπληξη! Δεν πιστεύω στα βραβεία. Ωστόσο, ήταν και ένα είδος επιβεβαίωσης και αναγνώρισης του ότι τα σχέδιά μου είναι η μήτρα ολόκληρης της δουλειάς μου, το πιο σημαντικό κομμάτι του έργου μου. Είναι κάτι που το πιστεύω. Αυτά θέτουν τις περισσότερες ερωτήσεις και δίνουν τις περισσότερες απαντήσεις. Πολλές φορές, όμως, με σοκάρει το ότι ενώ είμαι τόσο πολύ παράξενος, μου απένειμαν ένα βραβείο» αναφέρει με αισθητή έκπληξη ο Cameron Jamie.
Σίγουρα, πάντως, η κριτική επιτροπή διέκρινε σε αυτά μια ποιότητα που ανέκαθεν αρέσει πάρα πολύ στη Γαλλία (αλλά και αλλού) και η οποία θα μπορούσε να συνοψιστεί στη λεπτότητα και στη μαεστρία του σχεδίου.
«Τα σχέδιά μου μπορεί να φαίνονται σαν να δουλεύονται γρήγορα, αλλά δουλεύονται κατά στάδια και σε καθένα από τα στάδια προστίθεται ένα στρώμα δουλειάς. Γενικά, αυτή η διαδικασία των διαστρωματώσεων είναι χρονοβόρα, γιατί χτίζεις κάτι και μετά το γκρεμίζεις και συνεχίζεις με τον ίδιο τρόπο χτίζοντας και γκρεμίζοντας, μέχρι να νιώσεις ότι κάτι παγώνει και σταματά και σε εκείνο το σημείο το έργο έχει ολοκληρωθεί. Μου αρέσουν πολύ οι εντάσεις μεταξύ της γραμμής που τραβιέται γρήγορα και πρόχειρα και εκείνης που είναι πολύ λεπτοδουλεμένη.
Με είλκυε πάντα η ιδέα του τι μπορεί να σημαίνει η γραμμή. Το πώς θα μπορούσε να οδηγηθεί στο σημείο στο οποίο θα εκφράζει ένα συναίσθημα, όπως θα το εξέφραζε η ποίηση. Αυτό είναι κάτι που το πιστεύω και που νομίζω ότι στην πράξη επάνω το κάνω πολύ συνειδητά. Και είναι αυτό που επαναφέρει πάλι την παρουσία της ενέργειας στο έργο και την ιδέα ότι η γραμμή είναι αυτή που την εμπεριέχει. Αναφέρομαι στην ενέργεια που χρειάζεται για να ειπωθεί κάτι ωραίο. Ακόμα κι αν αυτό που λέει αυτή γραμμή μπορεί σε κάποιον να ηχεί ενοχλητικό, για μένα εξακολουθεί να είναι κάτι ωραίο.
Πράγματι, δεν ασχολούμαι ποτέ με κάτι που δεν το θεωρώ ωραίο. Πιστεύω ότι δεν γνωρίζω τι είναι το άσχημο ή τι εστί γκροτέσκο, γιατί δεν μιλώ ποτέ γι' αυτά. Αυτά που γνωρίζω ότι είναι άσχημα είναι αυτά που συναντώ στην πραγματικότητα γύρω μου. Αυτά είναι τα πραγματικά γκροτέσκα, για τα οποία μπορώ να επιβεβαιώσω ότι υπάρχουν, γιατί, κατά τα άλλα, φροντίζω να μπλοκάρω τον εαυτό μου εκτός αυτού του φάσματος της πραγματικότητας κι έτσι οι έννοιες αυτές να απουσιάζουν εντελώς από τη δική μου αντίληψη του κόσμου και της τέχνης μου».
Επειδή το ζεύγος συλλεκτών Guerlain συνδέεται με τον ομώνυμο οίκο αρωμάτων, ο Cameron Jamie πήρε μαζί με το βραβείο του ιδρύματος κι ένα μεγάλο μπουκάλι με άρωμα. «Είναι τόσο όμορφο που δεν το έχω βγάλει ακόμα από το κουτί του! Πραγματικά, δεν έχω δει ποτέ κάτι σαν κι αυτό. Είναι ένα γιγάντιο γυάλινο μπουκάλι που δημιουργεί μια σφαίρα, πολύ κλασικός σχεδιασμός από τα τέλη του 19ου αι. Το πήρα σπίτι, άνοιξα το κουτί και είπα: "Θεούλη μου! Κοίτα εδώ ένα πράγμα! Τι θα το κάνω τώρα; Αφού δεν χρησιμοποιώ άρωμα!".
Το έβαλα λοιπόν πάλι πίσω στο κουτί του, γιατί το κουτί είναι ένα τέλειο κατασκεύασμα επίσης, από χοντρό, λευκό χαρτόνι, και καθώς το είχα πάνω στο τραπέζι, διαπίστωσα ότι λειτουργούσε ως ένα τέλειο βάθρο για ένα μικρό γλυπτό που έφτιαχνα. Κι έτσι, εκείνο το μικρό πήλινο γλυπτό το έβαλα πάνω σε κείνο το φοβερό λευκό κουτί. Το αγαπώ πολύ αυτό το πρόσθετο έπαθλο, αλλά δεν ξέρω τι να το κάνω.
Το μπουκάλι το έχω βγάλει μόνο εκείνη τη φορά από το κουτί. Στην εξάχρονη κόρη μου άρεσε πάρα πολύ! Το λάτρεψε! Και φυσικά της έχω πει ότι θα γίνει δικό της κάποια στιγμή. Βέβαια, δεν ξέρω τι θα το κάνει...», εξομολογείται ο Cameron Jamie.
Αλλά και ποιος ξέρει τι πρέπει να την κάνει την πραγματικότητα;
Info:
CAMERON JAMIE
BERNIER/ELIADES GALLERY
Επταχάλκου 11, Αθήνα
23 Νοεμβρίου, 2017 – 4 Ιανουαρίου, 2018
H γκαλερί είναι ανοιχτή Τρίτη-Παρασκευή 10:30-18:30. Σάββατο 12:00-16:00