Γεννήθηκε χωρίς χέρια και πόδια και, με ύψος μόλις 93 εκατοστά ως ενήλικη γυναίκα, παρουσιάστηκε σε περιοδεύοντα θεάματα σε πανηγύρια. Με την ονομασία «Το χωρίς άκρα θαύμα», η Σάρα Μπίφεν ζωγράφιζε, έγραφε και έραβε με το στόμα και τον ώμο της «αξιοπερίεργα» θέματα που ο κόσμος πλήρωνε για να δει.
Όμως ξεπέρασε τις αντιξοότητες της ζωής, βρίσκοντας αναγνώριση για το εξαιρετικό ταλέντο της ως ζωγράφου σε μια εποχή που η τέχνη των γυναικών και των ατόμων με αναπηρία αγνοούνταν γενικά.
Τώρα, μια μεγάλη έκθεση θα την τιμήσει ως μια γυναίκα που ενέπνευσε, η οποία όχι μόνο αμφισβήτησε τις αντιλήψεις για την αναπηρία, αλλά ζωγράφισε επίσης μινιατούρες και ακουαρέλες τόσο εξαιρετικής ομορφιάς ώστε η βασίλισσα Βικτόρια συγκαταλεγόταν στους προστάτες της. Η έκθεση «Χωρίς χέρια: Η τέχνη της Σάρα Μπίφεν» θα πραγματοποιηθεί στο Pall Mall από τη Philip Mould & Company, η οποία ειδικεύεται στη βρετανική τέχνη για περισσότερα από 35 χρόνια. Θα περιλαμβάνει πορτρέτα και αυτοπροσωπογραφίες της Μπίφεν, μεταξύ των οποίων και ένα που αποκτήθηκε από την National Portrait Gallery το 2020, το οποίο θα περιλαμβάνεται στην έκθεση «Inspiring People» το 2023.
Γεννήθηκε το 1784 σε μια οικογένεια αγροτών στο Ιστ Κουάντοξχεντ του Σόμερσετ, χωρίς χέρια και με υπανάπτυκτα πόδια, αποτέλεσμα της συγγενούς πάθησης της φωκομέλειας (δυσμελία). Έμαθε να διαβάζει και αργότερα κατάφερε να γράφει χρησιμοποιώντας το στόμα της.
Η έκθεση φέρνει στο προσκήνιο την ίδια, και εξετάζει επίσης την καλλιτεχνική της παραγωγή και την εμφάνισή της σε πολυάριθμα δημοσιευμένα απομνημονεύματα, επιστολές και λογοτεχνικά έργα κορυφαίων προσωπικοτήτων της εποχής της, μια πορεία αξιοσημείωτη που έχει αγνοηθεί σε μεγάλο βαθμό από τους ιστορικούς τέχνης μέχρι τώρα.
Όταν ήταν περίπου 13 ετών, η οικογένειά της την εμπιστεύτηκε σε έναν άνδρα ονόματι Ιμάνουελ Ντιουκς, ο οποίος την εξέθετε σε πανηγύρια και γιορτές σε όλη την Αγγλία, κάτι πολύ δημοφιλές εκείνη την εποχή που οι άνθρωποι με δυσπλασίες ή αναπηρίες εμφανίζονταν σε τσίρκα και πανηγύρια ως αξιοθέατα.
Κάποια στιγμή έμαθε να ζωγραφίζει κρατώντας το πινέλο στο στόμα της. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, διοργάνωνε εκθέσεις, πουλούσε τους πίνακές της και εισέπραττε εισιτήριο για να τη βλέπουν οι άλλοι να ράβει, να ζωγραφίζει και να σχεδιάζει. Οι μινιατούρες της πωλούνταν για τρεις γκινέες η καθεμία, ωστόσο λάμβανε μόνο 5 λίρες τον χρόνο, ένα ποσό μικρό, που τη βοηθούσε να συντηρεί τη φτωχή οικογένειά της.
Στο πανηγύρι του Αγίου Βαρθολομαίου το 1808, τράβηξε την προσοχή του Τζορτζ Ντάγκλας, κόμη του Μόρτον, ο οποίος τη χρηματοδότησε για να παρακολουθήσει μαθήματα από τον ζωγράφο της Βασιλικής Ακαδημίας Τεχνών, Γουίλιαμ Κρεγκ. Η Society of Arts της απένειμε μετάλλιο το 1821 για μια ιστορική μινιατούρα και η Βασιλική Ακαδημία αποδέχθηκε τους πίνακές της. Η βασιλική οικογένεια της ανέθεσε να ζωγραφίσει μικρογραφίες πορτρέτων τους, με αποτέλεσμα να γίνει πολύ δημοφιλής. Έστησε ένα στούντιο στην Bond Street του Λονδίνου. Η φήμη της ήταν τέτοια που ο Κάρολος Ντίκενς αναφέρθηκε σε αυτήν σε πολλά μυθιστορήματα, μεταξύ των οποίων και το «The Old Curiosity Shop», στο οποίο έγραψε για «τη μικρή κυρία χωρίς πόδια ή χέρια».
Όταν πέθανε ο προστάτης της, η Μπίφεν αντιμετώπισε πολλά οικονομικά προβλήματα που την ακολούθησαν μέχρι το τέλος της ζωής της παρά το γεγονός ότι η βασίλισσα Βικτόρια της χορήγησε σύνταξη.
Η ίδια υπέγραφε τα έργα της γράφοντας «χωρίς χέρια» και η υπογραφή αυτή δείχνει το σθένος και την αποφασιστικότητά της. Ήταν μια γυναίκα της εργατικής τάξης που κατάφερε να δώσει μάχη για να ξεπεράσει εμπόδια και προκαταλήψεις που άφηναν τους ανάπηρους στα σπίτια τους, κλεισμένους σε άθλιες συνθήκες και χωρίς να τους αναγνωρίζεται κανένα δικαίωμα.
Η έκθεση φέρνει στο προσκήνιο την ίδια, και εξετάζει επίσης την καλλιτεχνική της παραγωγή και την εμφάνισή της σε πολυάριθμα δημοσιευμένα απομνημονεύματα, επιστολές και λογοτεχνικά έργα κορυφαίων προσωπικοτήτων της εποχής της, μια πορεία αξιοσημείωτη που έχει αγνοηθεί σε μεγάλο βαθμό από τους ιστορικούς τέχνης μέχρι τώρα.
Η αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για την Μπίφεν τα τελευταία χρόνια αντικατοπτρίζεται από την αύξηση των τιμών των έργων της. Το 2019, μία από τις μινιατούρες αυτοπροσωπογραφίας της πωλήθηκε για 137.500 λίρες, ένα αξιοσημείωτο ποσό για μια ελάχιστα γνωστή καλλιτέχνιδα.
Στις περισσότερες αυτοπροσωπογραφίες της, απεικόνιζε ένα πινέλο ραμμένο στο μανίκι του φορέματός της, το οποίο χειριζόταν χρησιμοποιώντας τόσο τον ώμο όσο και το στόμα της.
Οι χειρόγραφες επιστολές της αποκαλύπτουν μια γυναίκα με χιούμορ αντί για πικρία και μια καλλιτέχνιδα που αντιλαμβανόταν την τέχνη με εξαιρετική λεπτότητα και ρεαλισμό.