«Ποτέ, κανένας καλλιτέχνης δεν θα ξεπεράσει τον Φειδία. Είναι ο σπουδαιότερος γλύπτης, εμφανίστηκε τη στιγμή που ολόκληρο το όνειρο του ανθρώπου μπορούσε να χωρέσει στο αέτωμα ενός ναού και κανείς άλλος δεν θα τον φτάσει».
Αυτή η ελεγεία ανήκει στον μοναδικό ίσως σύγχρονο γλύπτη που θα μπορούσε να σταθεί ισάξια δίπλα στον δημιουργό των αξεπέραστων μαρμάρινων γλυπτών του Παρθενώνα, τον Αύγουστο Ροντέν.
Το Βρετανικό Μουσείο, αναγνωρίζοντας τη συνάφεια του έργου τους, διοργανώνει μία έκθεση προκειμένου να αναδείξει την αισθητική σχέση που προκύπτει αβίαστα μέσα από τις μορφές που έπλασαν και έχει ως στόχο να υπογραμμίσει την αδιαμφισβήτητη επιρροή των αγαλμάτων της κλασικής αρχαιότητας στην τέχνη του Ροντέν.
Οι επισκέπτες της έκθεσης Ο Ροντέν και η τέχνη της Αρχαίας Ελλάδας θα έχουν το προνόμιο να θαυμάσουν τα έργα του πλάι στα λεηλατημένα από τον Λόρδο Έλγιν γλυπτά που κοσμούσαν την ζωφόρο και το αέτωμα του Παρθενώνα, γνωστά στους περισσότερους Έλληνες ως «Ελγίνεια Μάρμαρα».
Τον Ροντέν δεν ενέπνευσε μόνο η ανυπέρβλητη τεχνοτροπία των συναδέλφων του από το μακρινό παρελθόν αλλά και οι ακρωτηριασμοί που υπέστησαν με τα χρόνια οι δημιουργίες τους. Η δύναμη της εικόνας του σώματος των "λαβωμένων" αγαλμάτων τον οδήγησε στο να αφαιρέσει μέλη από τα δικά του έργα και να εισάγει ένα νέο είδος σύγχρονης τέχνης: τον ακέφαλο, άνευ άλλων μελών κορμό.
Το πρώτο ταξίδι του Ροντέν στο Λονδίνο ήταν στα 1881. Ο Γάλλος γλύπτης δεν παρέλειψε να επισκεφθεί το Βρετανικό Μουσείο, στο οποίο θα επέστρεφε πολλές φορές ακόμα όποτε βρισκόταν στην Αγγλία προκειμένου να θαυμάσει την πλούσια συλλογή του.
Παρότι είχε μελετήσει τα γλυπτά του Παρθενώνα μέσα από βιβλία, μεταγενέστερα αντίγραφα και κάποια πρωτότυπα που εκτίθενταν στο μουσείο του Λούβρου, για πρώτη φορά τα είδε από κοντά στα 41 του χρόνια και η επίδρασή τους έμελλε να σημαδέψει τα μελλοντικά του έργα.
Το κάλλος, η αρμονία και ο νατουραλισμός τους αιχμαλώτισαν τη σκέψη και τη δημιουργική ματιά του σε τέτοιο βαθμό ώστε αργότερα να πει: «Λατρεύω τα αρχαιοελληνικά γλυπτά. Ήταν και θα είναι για πάντα οι δάσκαλοί μου.»
Η αλήθεια είναι πως τα λόγια αυτά δεν ήταν κούφια και ψευδής ταπεινοφροσύνη. Ο Ροντέν τα εννοούσε κι αυτό αποδεικνύεται από τα περίπου 6.000 αρχαία έργα τέχνης που συνέλεξε και στέγασε στο μουσείο που δημιούργησε στο Meudon το 1900.
Αγαπούσε μάλιστα να τα επιδεικνύει σε φίλους και εκλεκτούς επισκέπτες ο ίδιος, με ατμοσφαιρικό και σχεδόν θεατρικό τρόπο: τις νύχτες περιφερόταν ανάμεσα στα εκθέματα της συλλογής με μία λάμπα και μιλούσε γλαφυρά για τις λεπτές γραμμές που είχαν σμιλέψει οι αρχαίοι καλλιτέχνες στα εκπάγλου λαμπρότητας μάρμαρα.
Το καλοκαίρι πάλι τα εξέθετε στον κήπο του με κάθε μεγαλοπρέπεια, τοποθετημένα πάνω σε ταφικούς βωμούς.
Παρότι ταλαιπωρημένα από τις καιρικές συνθήκες, τους πολέμους και τις «μετατροπές» του χώρου για άλλες χρήσεις (π.χ. εκκλησία και πυριτιδαποθήκη), τα γλυπτά του Παρθενώνα φαίνεται πως του δίδαξαν τη δύναμη της έκφρασης και πώς ένα άψυχο υλικό μπορεί να μετατρέπεται σε επιθυμία και σάρκα που πάλλεται και σφύζει από ζωή.
Ενδιαφέρον είναι ότι, όπως και ο Φειδίας, ο «καλλιτεχνικός διευθυντής του Παρθενώνα», όπως θα τον αποκαλούσαμε σήμερα, έτσι και ο Ροντέν δεν δημιουργούσε προσωπικά όλα τα έργα που υπέγραφε.
Παρότι συχνά πόζαρε για φωτογραφίες κρατώντας σφυρί και καλέμι, στην πραγματικότητα δεν σκάλιζε ποτέ ο ίδιος το μάρμαρο.
Προτιμούσε να δημιουργεί προπλάσματα από πηλό και στη συνέχεια να χρησιμοποιεί εκμαγεία για να ολοκληρώσει τα γλυπτά του, είτε με γύψο, είτε με χαλκό.
Όποτε επιθυμούσε να δημιουργήσει μαρμάρινα αγάλματα, ανέθετε σε κάποιον λιθοξόο να αντιγράψει το μοντέλο από πηλό σε μάρμαρο και επέβλεπε την διαδικασία με δρακόντεια προσοχή.
Πριν βιαστείτε να τον ψέξετε, σκεφτείτε ότι το ίδιο έκανε και ο νοερός του μέντορας και δάσκαλος, ο Φειδίας, δύο χιλιάδες χρόνια πριν.
Οι ιστορικοί της τέχνης και οι αρχαιολόγοι θεωρούν απίθανο να είχε σμιλέψει ο ίδιος τα γλυπτά του Παρθενώνα. Η επικρατούσα θεωρία είναι πως τα σχεδίασε, δημιούργησε προπλάσματα και έκανε τα σκίτσα για το αέτωμα και τη ζωφόρο αλλά η εκτέλεση έγινε από άλλους τεχνίτες υπό την καθοδήγηση του.
Τον Ροντέν δεν ενέπνευσε μόνο η ανυπέρβλητη τεχνοτροπία των συναδέλφων του από το μακρινό παρελθόν αλλά και οι ακρωτηριασμοί που υπέστησαν με τα χρόνια οι δημιουργίες τους. Η δύναμη της εικόνας του σώματος των «λαβωμένων» αγαλμάτων τον οδήγησε στο να αφαιρέσει μέλη από τα δικά του έργα και να εισάγει ένα νέο είδος σύγχρονης τέχνης: τον ακέφαλο, άνευ άλλων μελών κορμό.
Ο θαυμασμός του Ροντέν, σύμφωνα με τους επιμελητές της έκθεσης, αντικατοπτρίζεται σε πολλές συνθέσεις του. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η παράθεση της πόζας μιας από τις φιγούρες της πομπής του Παρθενώνα και της «Εποχής του Χαλκού» του Ροντέν.
Η εκλεκτική αυτή συγγένεια προβάλλεται και μέσα από άλλα τέτοια παραδείγματα:
Η διάσημη σύνθεση του «Φιλιού» έμεινε στην ιστορία ως ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα έργα του Ροντέν και μιας διαφορετικής έκφρασης του νατουραλισμού, αλλά τοποθετημένο πλάι πλάι με το ανατολικό αέτωμα του Παρθενώνα για πρώτη φορά γίνεται αντιληπτή η ικανότητα τους να προσδίδουν ζωή στο κρύο μάρμαρο.
Η τρίτη σύζευξη έργων που παρουσιάστηκε από τους συντελεστές ενόψει των εγκαινίων αφορά μία ακέφαλη, χωρίς χέρια θεά από το ανατολικό αέτωμα του Παρθενώνα, η οποία έχει τοποθετηθεί δίπλα στον επίσης ακέφαλο και χωρίς χέρια «Άνδρα που Βαδίζει» του Ροντέν.
Εδώ είναι ακόμα πιο εμφανής η επιθυμία του να πλάσει μορφές που μοιάζουν σαν να βγήκαν από την ίδια μήτρα της τέχνης και του χρόνου με τον μεγάλο δάσκαλο του, τον Φειδία.
Η έκθεση «Rodin and the art of ancient Greece» θα διεξαχθεί στο Βρετανικό Μουσείο και θα διαρκέσει από τις 26 Απριλίου έως τις 29 Ιουλίου 2018.