Αν και τακτική επισκέπτρια της χώρας μας, δεν θα μπορέσει δυστυχώς να παρευρεθεί αυτοπροσώπως στην εκδήλωση που θα εστιάσει στο έργο της καθώς και στο φαινόμενο της λογοκρισίας σήμερα, στο πλαίσιο της Documenta14. Με αφορμή, ωστόσο, αφενός αυτό το γεγονός και αφετέρου την ανέγερση του πολυσυζητημένου Παρθενώνα των Βιβλίων τον προσεχή Ιούνιο στο Κάσελ, ενός ακριβούς αντιγράφου του πραγματικού, κατασκευασμένου εξ ολοκλήρου με βιβλία που είχαν κάποτε, για κάποιον λόγο, απαγορευτεί –«θα εντυπωσιαστείτε, ψάχνοντας, από τον αριθμό τους αλλά και από τις αιτίες που τα κατέστησαν απαγορευμένα», καθώς λέει η ίδια στο σχετικό βίντεο-κάλεσμα, αναζήτησα τη θρυλική δημιουργό που συγκαταλέγεται στις αντιπροσωπευτικότερες μορφές της εφήμερης, της εννοιολογικής αλλά και της ψυχεδελικής τέχνης. Όχι άδικα ο «Economist» θεωρεί τον Παρθενώνα των Βιβλίων ένα από τα σπουδαιότερα και πλέον αναμενόμενα καλλιτεχνικά έργα του 2017.
Γνήσιο τέκνο των '60s και προσωπική φίλη του Άντι Γουόρχολ, η 75χρονη σήμερα Μάρτα παραμένει αειθαλής, δραστήρια, απολαυστική και ιδιαίτερα κοινωνική, εξακολουθώντας πάντοτε να λέει τα πράγματα με το όνομά τους. Ξεκινήσαμε με τον Παρθενώνα και τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, περάσαμε στη δεκαετία του '60 και στα κληροδοτήματά της στην τέχνη και στην κουλτούρα γενικότερα, εστιάσαμε στα αγαπημένα της αναγνώσματα, στο καλλιτεχνικό της στίγμα, στο μειονέκτημα αλλά και στο προνόμιο του να διαφέρεις, συζητήσαμε για το πώς ένα δημιούργημα εφήμερο μπορεί εντούτοις να παραμένει «ζωντανό», για τη σχέση της με τις ουσίες αλλά και την ενημέρωση, της οποίας είναι πραγματικό... τζάνκι, το βραβείο Βελάσκεθ που της απονεμήθηκε πρόσφατα, για την ευτυχία, την περηφάνια, την προκατάληψη καθώς και τις αρχές που πρέπει να διακρίνουν έναν νέο καλλιτέχνη.
Χρειάζονται τουλάχιστον 100.000 βιβλία προκειμένου να υλοποιηθεί ο εν λόγω Παρθενώνας, βιβλία που θα προμηθεύσει το ίδιο το κοινό σε Γερμανία και Ελλάδα. Όσοι ευαισθητοποιηθείτε στο κάλεσμα της Μάρτα, είτε επαγγελματίες είτε ιδιώτες, μπορείτε να προσκομίσετε ή να αποστείλετε υλικό στην ΑΣΚΤ (Πολυτεχνείο, αίθουσα Πρεβελάκη), στο Κέντρο Τεχνών του Δήμου Αθηναίων (πάρκο Ελευθερίας), στο Δημαρχείο της Αθήνας καθώς και στις εκδόσεις Μεταίχμιο και Ψυχογιός, που μαζί με τις εκδόσεις Πατάκη, Καστανιώτη και Άγρα ήταν οι πρώτες που ανταποκρίθηκαν. Υπόψη ότι η εγκατάσταση θα δεσπόζει έξω από το Fridericianum, την «καρδιά» της Documenta, που μέχρι τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στέγαζε την Κρατική Βιβλιοθήκη της Έσσης, έξω από την οποία τον Μάιο του 1933 οι ναζί έκαψαν περίπου 2.000 «αντιγερμανικά» βιβλία, ενώ το 1941 έγινε στόχος συμμαχικών βομβαρδιστικών, με αποτέλεσμα τα σχεδόν 350.000 βιβλία που στέγαζε να γίνουν παρανάλωμα του πυρός.
Νιώθω περήφανη που κατάφερα να παραμείνω επαναστάτρια και ασυμβίβαστη μέσα στα χρόνια και αν κάτι εξακολουθεί να με ενοχλεί αφόρητα, είναι η προκατάληψη.
— Πώς εμπνευστήκατε τον Παρθενώνα των Βιβλίων; Τι σημαίνει για σας ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός, αντιπροσωπευτικότερο σύμβολο του οποίου είναι ο Παρθενώνας της Ακρόπολης;
Με ενδιαφέρει ο πολιτισμός της αρχαίας Ελλάδας επειδή είναι η βάση του δυτικού. Όλοι από εκεί προήλθαμε, κακά τα ψέματα. Εκείνο που με εντυπωσιάζει στους αρχαίους Έλληνες είναι οι ερευνητικές επιδόσεις τους στις ιδέες, στις σκέψεις, καθώς επίσης και ο τρόπος που οργάνωναν τις δημοκρατίες τους. Ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης, ο Ηράκλειτος και άλλοι πρόσφεραν διαφορετικά συστήματα σκέψης, μέσω των οποίων μπορούν να οργανωθούν και να συστηματοποιηθούν όλες οι σημερινές δυτικές αξίες.
— Διαβάζετε συχνά βιβλία; Ποια θα ξεχωρίζατε;
Α, ήμουν πάντα βιβλιόφιλη! Οι Κοσμικές Ψηφίδες του Ηράκλειτου, τα Μεταφυσικά του Αριστοτέλη και η Πολιτεία του Πλάτωνα είναι από τα αγαπημένα μου αναγνώσματα. Από τα πιο σύγχρονα ξεχωρίζω τη Ναυτία του Σαρτρ, την Ποιητική του Χώρου του Γκαστόν Μπασελάρ, όλο το συγγραφικό έργο του Χέρμπερτ Μαρκούζε και του Νόαμ Τσόμσκι, από τον δεύτερο ειδικά το Γλώσσα και Νους.
— Ποιες ήταν οι αντιδράσεις στο Κάσελ πέρσι τον Οκτώβριο, όταν οριοθετήσατε τον Παρθενώνα των Βιβλίων;
Υπέροχες, όλοι είχαν ενθουσιαστεί. Κάτοικοι της πόλης, ακόμα και ο δήμαρχος, με βοήθησαν να οριοθετήσω τον χώρο με κόκκινο σκοινί και να ενταφιάσω στην κεντρική πλατεία Friedrichsplatz, όπου πρόκειται να ανεγερθεί, έναν κατάλογο με τα έργα μου μαζί με το Έρως και Πολιτισμός του Μαρκούζε, εν είδει θεμέλιου λίθου. Μακάρι να υπάρξει και στην Αθήνα η ίδια ανταπόκριση για τη συλλογή και αποστολή απαγορευμένων βιβλίων!
— Πόσο οικεία σάς είναι η σημερινή Ελλάδα; Έχετε καθόλου υπόψη σας σύγχρονους Έλληνες καλλιτέχνες;
Έχω επισκεφθεί αρκετές φορές την Ελλάδα στο παρελθόν. Πάντοτε με μάγευε η σιωπή που βασιλεύει σε αυτήν τη χώρα, παρά την όχληση των τόσων τουριστών. Μπορείς σχεδόν να αισθανθείς το σκεπτικό που υπάρχει ακόμα στο εσωτερικό μνημείων όπως ο Παρθενώνας, το Ερέχθειο, ο Ναός του Ολυμπίου Διός, η Αγορά. Το να περιπλανιέσαι εντός τους είναι ευλογία ψυχής, ιδιαίτερα λόγω του μεγαλείου που ενέχει η σύλληψή τους. Όσον αφορά το ερώτημα για τους καλλιτέχνες, γνωρίζω αρκετά και εκτιμώ τη δουλειά του Takis, του Γιάννη Κουνέλλη και της (Ελληνοαμερικανίδας) Georgia Lale.
— Πώς αναμειχθήκατε στην Documenta 14 και ποια η γνώμη σας γι' αυτήν τη διοργάνωση;
Με προσκάλεσαν να συμμετάσχω πέρσι τον Ιανουάριο και ήταν για μένα μια ευχάριστη έκπληξη, εφόσον τη θεωρώ τη σημαντικότερη έκθεση τέχνης στον κόσμο, εκτός εμπορικών κυκλωμάτων και με ρηξικέλευθη θεματολογία. Το concept της φετινής Documenta «Μαθαίνοντας από την Αθήνα» είναι φανταστικό, εστιάζει στο αποκορύφωμα της δυτικής σκέψης αλλά και του πειραματισμού. Μου ζήτησαν να παρουσιάσω κάτι ανάλογο με το έργο που έστησα το 1983 στο Μπουένος Άιρες, χρησιμοποιώντας τριάντα χιλιάδες βιβλία, τα οποία είχε απαγορεύσει η δική μας δικτατορία.
— Αναφέρεστε, προφανώς, στον Παρθενώνα των Απαγορευμένων Βιβλίων. Πώς, αλήθεια, σχετίζεται αυτό το έργο με τη Βαβέλ των Βιβλίων που υψώσατε το 2011 πάλι στην πρωτεύουσα της Αργεντινής αλλά και με τον Παρθενώνα των Βιβλίων που πρόκειται να ανεγερθεί στο Κάσελ;
Το συνδετικό τους υλικό είναι βέβαια τα βιβλία, αυτά τα οχήματα της σκέψης. Δημοκρατία και λογοκρισία είναι έννοιες ασυμβίβαστες. Η Βαβέλ των Βιβλίων υλοποιήθηκε χάρη σε βιβλία που στάλθηκαν απ' όλο τον κόσμο, σε πολλές διαφορετικές γλώσσες, με ποικίλη θεματολογία – ποίηση, φιλοσοφία, λογοτεχνία, ιστορία, γεωγραφία, τέχνη... Ήταν ένα έργο που συνένωσε πολλές κουλτούρες, οι οποίες ενοποιήθηκαν μέσω της γλώσσας. Όταν η Βαβέλ αποσυναρμολογήθηκε, τα βιβλία κατέληξαν σε βιβλιοθήκες για μετανάστες.
— Πώς όμως και γιατί αφοσιωθήκατε στην τέχνη;
Υπήρξα καλλιτέχνις από τη μέρα που γεννήθηκα. Απλώς με κάποιον τρόπο γνώριζα εξαρχής ότι αυτή είναι η κλίση και ο προορισμός μου. Το μεγαλύτερό μου «είδωλο» υπήρξε ο Βίνσεντ βαν Γκογκ. Η μανία του να δημιουργεί, η ακούραστη επιμονή και το πείσμα του στη δουλειά του μέχρι τον θάνατό του.
— Είχατε πει κάποτε ότι προτού γίνετε διάσημη, όλοι στην πατρίδα σας έλεγαν ότι είστε τρελή – θυμίζει το ελληνικό «κανείς προφήτης στον τόπο του». Ισχύει, πιστεύετε, αυτό;
Πιστεύω ότι όταν νιώθεις διαφορετικός οφείλεις να δημιουργείς τη δική σου γλώσσα, τις δικές σου δράσεις. Ο πολύς κόσμος τείνει να σε απορρίπτει ακριβώς επειδή δεν κατανοεί τους κανόνες που φτιάχνει κάποιος «αλλιώτικος». Ακόμα περισσότερο αν πρόκειται για το οικείο σου περιβάλλον. Όμως είναι οι εξαιρέσεις που κάνουν παντού και πάντα τη διαφορά, ωθώντας την ανθρωπότητα λίγο παραπέρα.
— Είστε λάτρης της εφήμερης τέχνης. Διακηρύσσετε ότι ένας καλλιτέχνης οφείλει να καταστρέφει το έργο του μόλις το ολοκληρώσει και να κρατά αποστάσεις από το εμπόριο της τέχνης. Δεν είναι όμως η τέχνη ένας τρόπος να προσεγγίσει κανείς την αιωνιότητα;
Η εφήμερη τέχνη εδράζεται στην ιδέα ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι να παραμείνει ένα αξιόλογο καλλιτεχνικό έργο στη συλλογική μνήμη – η ανάμνησή του είναι εξίσου ισχυρή με τη θέασή του σε πραγματικό χρόνο. Το δεύτερο δεν είναι καν απαραίτητο – ανακαλώντας κάτι στη μνήμη σου, αυτόματα το καθιστάς υπαρκτό. Κάνω έργα σε μαζική κλίμακα επειδή ο κόσμος μπορεί να συμμετάσχει στη δημιουργία τους. Παράδειγμα, ο Οβελίσκος του Γλυκόψωμου (El Obelisco de Pan Dulce, 1979), αντίγραφο του πραγματικού που υπάρχει στη λεωφόρο Avenida: έχει αποτυπωθεί ήδη στη συλλογική μνήμη, δεν χρειάζεται πια να υπάρχει στην υλική του διάσταση, δεν ήταν άλλωστε καν εφικτό να διατηρηθεί το γλυκόψωμο, το οποίο κατέληξε στο κοινό. Γενικά, τα περισσότερα έργα μου προορίζονται για το κοινό, που τα αποτελειώνει, με εξαίρεση κάποια ψυχεδελικά έργα και γλυπτά που διατηρώ.
— «Το δελτίο ειδήσεων είναι η μουσική μου», διάβασα κάπου να λέτε. Ακούγεται παράξενο ακόμα και για έναν δημοσιογράφο!
Όντας πολίτης του κόσμου, θέλω να είμαι διαρκώς ενήμερη για οτιδήποτε συμβαίνει εκεί έξω, έτσι οι ειδήσεις με εμπνέουν περισσότερο από τη μουσική. Αυτό συμβαίνει επειδή η μουσική με κατευθύνει προς έναν συγκεκριμένο δημιουργό, ενώ τα νέα δημιουργούνται απ' όλους και ανήκουν σε όλους, είναι παγκόσμια.
— Ανήκετε στη γενιά του '60. Τι εκτιμάτε ότι έκανε τόσο σημαντική εκείνη τη δεκαετία;
Άνοιξαν πράγματι τότε οι «Θύρες της Ενόρασης»; Τι αποκάλυψαν; Τη δεκαετία εκείνη άνοιξαν διάπλατα όλες οι θύρες κι αυτή ακριβώς ήταν η ιδιαίτερη προσφορά της! Αυτό συνέβη σε όλους τους τομείς, στις ιδέες, στις αντιλήψεις, στα δικαιώματα, στις δράσεις, στον τρόπο ζωής, στις τέχνες, στα εικαστικά: η video art, η τέχνη του σώματος, η εννοιολογική τέχνη, η μινιμαλιστική, η pop art, ο αφηρημένος εξπρεσιονισμός, οι εγκαταστάσεις, οι περφόρμανς, τα χάπενινγκ, η ζωγραφική δράσης, το site specific, όλα τούτα τα «ανακαλύψαμε» στα '60s και πολλοί νέοι δημιουργοί εξακολουθούν να εμπνέονται από μας.
— H γνωριμία σας με τον Άντι Γουόρχολ; Τι εκτιμήσατε περισσότερο σ' εκείνον;
Ο Άντι ήταν ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πρόσωπα που συνάντησα στη Νέα Υόρκη τη δεκαετία του '60. Είχε βαθιά αίσθηση του χιούμορ και ήταν ένας χαρακτήρας ήσυχος, χαμηλών τόνων, αλλά ταυτόχρονα πολύ δημιουργικός. Έκανε ταινίες, πίνακες, φωτογραφίες, ημερολόγια – και τι δεν έκανε. Μέχρι κι ένα γλυπτό από κουτιά απορρυπαντικού (Brillo, 1964). Σκεπτόταν διαφορετικά από τους άλλους καλλιτέχνες και εξακολουθεί να είναι απολύτως σύγχρονος. Όταν του ξεπλήρωσα συμβολικά το χρέος της Αργεντινής σε καλαμπόκι (1985), εκείνος έπιασε το νόημα αμέσως, ακριβώς επειδή διέθετε εξαιρετικό χιούμορ. Κάτι αντίστοιχο σκέφτομαι, μάλιστα, να κάνω και για την Ελλάδα τον Απρίλιο, να αποπειραθώ να αποπληρώσω το χρέος της σε ελιές!
— Ως νέα, ανήσυχη και δραστήρια δημιουργός την ψυχεδελική εποχή, χρησιμοποιήσατε ποτέ ουσίες και τι εμπειρίες αποκομίσατε από αυτές; Θα συμφωνούσατε με την ελεύθερη χρήση τους;
Βεβαίως και θα συμφωνούσα – κάθε ενήλικας οφείλει να είναι ελεύθερος να αποφασίσει υπεύθυνα αν και ποιες ουσίες θα καταναλώσει. Για μένα, η χρήση ψυχεδελικών υπήρξε μια πραγματικά αποκαλυπτική εμπειρία. Μου διεύρυναν τη συνείδηση, μου καλλιέργησαν μια ιδιαίτερη κατανόηση για τους ανθρώπους και τα πράγματα, μια ενσυναίσθηση τρόπον τινά.
— Ποια από τις μέχρι τώρα δουλειές σας θεωρείτε σημαντικότερη και γιατί; Σας «λείπει» κάποια;
Όχι, δεν νοσταλγώ καμία, θεωρώ ωστόσο ότι το Άγαλμα της Ελευθερίας που πέφτει καλυμμένο με χάμπουργκερ ήταν μία από τις σημαντικότερες παραγωγές μου ως τώρα. Ξεχωρίζω ακόμα τον «Φλεγόμενο Carlos Gardel» (1981), το «Communication with Land» και τον «Οβελίσκο».
— Σας απονεμήθηκε πέρσι στη Μαδρίτη το βραβείο Βελάσκεθ. Τι σημαίνει για σας αυτή η διάκριση;
Την αγάπησα γιατί αποτελεί μια συνολική αναγνώριση της μέχρι τώρα καλλιτεχνικής μου καριέρας, η οποία ήταν ανέκαθεν ρέμπελη, στον αντίποδα του καλλιτεχνικού κατεστημένου. Είπαν πως μου το απένειμαν για το σλόγκαν μου «τα πάντα είναι τέχνη», για το ότι υπήρξα πρωτοπόρος στις νέες καλλιτεχνικές κατευθύνσεις, υπερβαίνοντας τα θεσμικά πλαίσια στην τέχνη και στα νέα μέσα. Η αντικουλτούρα που πρεσβεύω και τα πολιτικά μου σχόλια σε καιρούς αρκετά δύσκολους συνδέονται, είπαν, με την τρέχουσα διεθνή συγκυρία, ενώ το ότι «αποαγιοποίησα» δημοφιλείς μύθους και ενεργοποίησα πραγματικούς κοινωνικούς δεσμούς με κατέστησε πρόδρομο των εφήμερων καλλιτεχνικών πρακτικών.
— Πώς θα ορίζατε την ενίοτε παρεξηγημένη εννοιολογική τέχνη; Παραμένει επίκαιρη;
Πιστεύω, αγαπητέ, ότι όλη η τέχνη είναι εννοιολογική, όμως η παρουσίασή της και η εμβάθυνση σε αυτήν εξαρτάται από το ταλέντο και τον τρόπο εργασίας του εκάστοτε δημιουργού.
— Αλλά τι είναι, τελικά, για σας η τέχνη; Δημιουργία, διέξοδος, ταξίδι, τρόπος έκφρασης, θρησκεία, παιχνίδι;
Για μένα είναι, καταρχάς, ένας καλός λόγος για να ζω. Κάτι που μπορεί να αντιληφθεί μόνο όποιος καταφέρνει να κατανοήσει έναν καλλιτέχνη. Η τέχνη υπερβαίνει κάθε επάγγελμα και δεξιότητα, είναι ένα καθήκον που απαιτεί απόλυτη αφοσίωση.
— Καταφέρατε, αλήθεια, να ευτυχήσετε; Και είναι, άραγε, η ευτυχία ο προορισμός μας ή κάτι παραπέρα;
Νομίζω ότι η ευτυχία είναι η υψηλότερη προσδοκία κάθε ανθρώπου και αναπληρώνει τον ρόλο του Θεού. Η μεγαλύτερη προσδοκία μου είναι ότι η ειρήνη θα θριαμβεύσει στο τέλος και ο σκοτεινότερος φόβος μου ότι δεν θα τα καταφέρει.
— Για ποιο πράγμα είστε περισσότερο περήφανη και τι εξακολουθεί να σας ενοχλεί;
Νιώθω περήφανη που κατάφερα να παραμείνω επαναστάτρια και ασυμβίβαστη μέσα στα χρόνια και αν κάτι εξακολουθεί να με ενοχλεί αφόρητα, είναι η προκατάληψη. Γι' αυτό και πάντα συμβουλεύω τους νέους καλλιτέχνες να παραμένουν αυθεντικοί και να εστιάζουν στο μέσα τους, δίχως να επηρεάζονται από τα έργα ή τις απόψεις των άλλων.
Info:
Τον επόμενο μήνα προγραμματίζεται εκδήλωση στο Κέντρο Τεχνών του πάρκου Ελευθερίας. Εκεί ο επιμελητής της Documenta 14 Pierre Bal-Blanc θα παρουσιάσει το έργο «Ο Παρθενώνας των βιβλίων», ενώ συγγραφείς και εκδότες θα αναφερθούν στο φαινόμενο της λογοκρισίας σήμερα.