Μπορεί η λευκότητα των μαρμάρων, ως παγιωμένη αισθητική αξία, να υπερίσχυσε για πολλούς αιώνες, ωστόσο, οι αρχαίοι Έλληνες χρωμάτιζαν τα αγάλματά τους και μέρη των ναών τους και τα «γραπτά ανδρεία» των αρχαίων πηγών αποτελούν πλέον απτό τεκμήριο.
Η αποκάλυψη του χρώματος ήταν πολλές φορές εξαιρετικά εντυπωσιακή, όπως για παράδειγμα στη Δήλο, όπου οι ερευνητές της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής και του Κέντρου Ερευνών και Αποκατάστασης των Μουσείων της Γαλλίας αποκάλυψαν, πριν από μια δεκαετία και πλέον, αφού εξέτασαν περισσότερα από 100 γλυπτά, στη Δήλο και στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας, στο πλαίσιο ενός μακρόχρονου έργου, ότι ολόκληρη η επιφάνεια των αγαλμάτων είχε υπολείμματα χρώματος ή χρυσού, ενώ ακόμη και σημεία που φαίνονταν σαν λεκέδες ήταν τελικά χρώμα. Από τα βασικά ευρήματα της τότε έρευνας προέκυψε όχι μόνο η απόλυτη παρουσία των χρωμάτων και της επιχρύσωσης αλλά και οι εξαιρετικά εξελιγμένες τεχνικές, τόσο στη σύνθεση όσο και στην εφαρμογή των χρωμάτων.
Σε μια περιοδική έκθεση του 2012 στο Μουσείο Ακρόπολης, με τίτλο «Αρχαϊκά Χρώματα», άνοιξε μια ευρύτατη συζήτηση με κοινό και ειδικούς για θέματα τεχνικής των χρωμάτων, για την ανίχνευσή τους με νέες τεχνολογίες, την πειραματική χρήση τους σε μαρμάρινες επιφάνειες, την ψηφιακή αποκατάστασή τους, τη σημασία τους αλλά και την αισθητική αντίληψη της αρχαϊκής εποχής για τα χρώματα.
Τα ξεκάθαρα, κορεσμένα χρώματα των αγαλμάτων πάνω στα φωτεινά ενδύματα και τα τρυφερά σώματα, σε συνδυασμό με τα πλούσια κοσμήματα, συχνά από μέταλλο, και τους περίτεχνους βοστρύχους της κόμης δημιουργούσαν μια ιδιαίτερη αισθητική χαρά, κάνοντας τα αρχαϊκά αγάλματα να είναι για τους ανθρώπους της εποχής «θαύμα ιδέσθαι».
Τα ξεκάθαρα, κορεσμένα χρώματα των αγαλμάτων πάνω στα φωτεινά ενδύματα και τα τρυφερά σώματα, σε συνδυασμό με τα πλούσια κοσμήματα, συχνά από μέταλλο, και τους περίτεχνους βοστρύχους της κόμης δημιουργούσαν μια ιδιαίτερη αισθητική χαρά, κάνοντας τα αρχαϊκά αγάλματα να είναι για τους ανθρώπους της εποχής «θαύμα ιδέσθαι».
Το χρώμα αποδεικνύεται ότι αποτέλεσε όχι στοιχείο απλής διακόσμησης αλλά προστιθέμενη αισθητική ποιότητα του γλυπτού. Τα χρώματα για τους αρχαίους Έλληνες και την κοινωνία τους αποτελούσαν ένα μέσο χαρακτηρισμού. Οι θεοί είχαν ξανθή κόμη που ακτινοβολούσε τη δύναμή τους, οι πολεμιστές και αθλητές φαιόχρωμη επιδερμίδα ως ένδειξη αρετής και ανδρείας, οι κόρες λευκό δέρμα που δήλωνε τη χάρη και λάμψη της νεότητας.
Η έκθεση στο ΜΕΤ της Νέας Υόρκης «Chroma: Ancient Sculpture in Color» («Χρώμα: Αρχαία Γλυπτική με Χρώμα») που εγκαινιάζεται στις 5 Ιουλίου αποκαλύπτει την ιστορία της πολυχρωμίας και παρουσιάζει νέες ανακαλύψεις σωζόμενων αρχαίων χρωμάτων σε έργα τέχνης της παγκόσμιας κλάσης συλλογής του MΕΤ.
Για την ιστορία, η εξέταση των μαρμάρινων επιφανειών των ναών από ικριώματα, προνόμιο μιας ομάδας Βρετανών αρχαιοδιφών, της περίφημης Society of Dilettanti, επεφύλασσε τις πρώτες αξιόπιστες, αν και σχετικά περιορισμένες, παρατηρήσεις για υπολείμματα πολυχρωμίας σε αρχιτεκτονικά μέλη. Γύρω στο 1780, μετά την επιστροφή τους από την Ελλάδα, οι Stuart, Revett, Pars και Chandler γνώριζαν τουλάχιστον τρία αθηναϊκά οικοδομήματα του 5ου αι. π.Χ. –τα Προπύλαια, το Θησείο και τον μικρό ναό του Ιλισσού– στα οποία σαφώς αποδεικνυόταν η εφαρμογή χρωμάτων, την οποία και θα επιβεβαίωναν τα Προπύλαια και το τελεστήριο της Ελευσίνας.
Οι Γάλλοι με τη σειρά τους θα περιέγραφαν αναλυτικά τα κατάλοιπα χρωμάτων στη ζωφόρο του Παρθενώνα, σωζόμενα μέχρι και πριν τον καθαρισμό τους. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Millin το 1803, το βάθος της ζωφόρου ήταν κυανό, ενώ τα άλογα και ορισμένα σημεία των ανδρικών κορμών διατηρούσαν χρύσωμα Ο Fauvel διέκρινε επιπλέον κι ένα πράσινο χρώμα στους πετάσους των νέων ανδρών, τονίζοντας ότι κάθε αντικείμενο στα ανάγλυφα του Παρθενώνα και του Θησείου παρουσίαζε τη δική του απόχρωση, αποδίδοντας έτσι δίκιο στον Παυσανία, ο οποίος περιέγραφε τα ανάγλυφα σαν να ήταν ζωγραφικοί πίνακες.
Η Χαρίκλεια Μπρεκουλάκη σε μια ημερίδα συντήρησης στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσ/νίκης, το 2007, είχε τονίσει ότι τα πιο εντυπωσιακά ευρήματα αρχαίας πολυχρωμίας θα έρχονταν στο φως μόλις μερικά χρόνια μετά, με την αποκάλυψη, τo 1811, του μεγάλου αρχαϊκού ναού της Αφαίας στην Αίγινα από τους Haller von Hallerstein, Foster, Cockerell και Linck.
Όπως επισημαίνει ο Cockerell, «ο ναός της Αίγινας μάς παρέχει ένα πολύ εντυπωσιακό και πολύ πρώιμο δείγμα μιας πρακτικής που επικρατούσε στους Έλληνες, αυτής του να χρωματίζουν τα γλυπτά τους…Το βάθος του τυμπάνου ήταν ζωγραφισμένο κυανό ώστε να εξαίρονται πάνω του τα αγάλματα, που διατηρούσαν ακόμη χρώματα σε εκτενείς περιοχές, καθώς τα σηκώναμε από το έδαφος». Όταν, στα τέλη του ίδιου αιώνα, ήρθαν στο φως οι πώρινες αετωματικές συνθέσεις της Ακρόπολης, από το στρώμα της περσικής καταστροφής, με την εξαιρετική διατήρηση της πολυχρωμίας τους, απλώς επιβεβαίωσαν την πρακτική της αρχαίας πολυχρωμίας.
Για δεκαετίες μετά, μέχρι και το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, θα συνεχίζονταν οι λεπτομερείς καταγραφές κάθε ίχνους χρώματος που θα εντοπιζόταν επάνω σε λίθινες επιφάνειες και θα εκπονούνταν με ακρίβεια σειρές υδατογραφιών, από τις οποίες ίσως οι πιο χαρακτηριστικές είναι αυτές της οικογένειας Ελβετών ζωγράφων Gillieron, που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα.
Οι πρώτες συστηματικές μέθοδοι φωτογραφικών τεχνικών με υπεριώδη ακτινοβολία εφαρμόστηκαν σε αντικείμενα από τη γλυπτοθήκη του Μονάχου και συνεχίζονται μέχρι σήμερα, καταγράφοντας ίχνη ζωγραφικών στρωμάτων σε μεγάλο αριθμό αγαλμάτων της αρχαϊκής και κλασικής εποχής, σε επιφάνειες γλυπτών και επιτύμβιων στηλών, τα οποία δεν ήταν ορατά με γυμνό μάτι. Η χρωματική απόδοση του βάθους, επάνω στο οποίο προβάλλονταν οι ανάγλυφες ή ολόγλυφες μορφές, αποτελούσε μια πολύ συνηθισμένη πρακτική. Σύμφωνα με τις παραπάνω έρευνες, στην ύστερη αρχαϊκή εποχή το βάθος από κόκκινο χρωματίζεται σταδιακά κυανό, μια πρακτική που φαίνεται να εξελίσσεται παράλληλα με το πέρασμα από τη μελανόμορφη στην ερυθρόμορφη τεχνική της αγγειογραφίας.
Το δέρμα των ανδρικών μορφών έφερε συνήθως θερμές αποχρώσεις, όπως καθαρά διακρίνεται στο αέτωμα του τρισώματου δαίμονα από τον πώρινο ναό της Ακρόπολης, το λεγόμενο «ανδρείκελο» των αρχαίων πηγών. Για τις γυναικείες μορφές η χρωματική κλίμακα κυμαινόταν περισσότερο σε τόνους καφεκίτρινου ή ανοιχτού πορτοκαλί. Με κόκκινη ώχρα επίσης διαγραφόταν η ίριδα του ματιού, όπως χαρακτηριστικά αποτυπώνεται σε Κόρες της Ακρόπολης, ενώ σε ορισμένα γλυπτά διατηρείται ακόμη και το μαύρο χρώμα της κόρης. Κατάλοιπα κόκκινου και καφεκόκκινου συχνά διακρίνονται και στην κόμη των αγαλμάτων, άλλοτε εφαρμοσμένα με μια μόνο στρώση και άλλοτε με την επίθεση δυο τουλάχιστον στρώσεων. Οι χαίτες και οι ουρές των ζώων συχνά αποδίδονταν με έντονα, μη ρεαλιστικά χρώματα –κυανό, κόκκινο, πράσινο–, όπως για παράδειγμα οι χαίτες των λιονταριών στη ζωφόρο του θησαυρού των Σιφνίων, του λιονταριού από το Λουτράκι, ή του ιππέα Rampin της Ακρόπολης. Έντονα χρώματα φαίνεται να είχαν χρησιμοποιηθεί και στα ενδύματα των γλυπτών. Η απόδοσή τους όμως συχνά γινόταν και με καθαρά ζωγραφικό τρόπο, ο οποίος δημιουργούσε από μακριά την ψευδαίσθηση της τρίτης διάστασης, όπως για παράδειγμα στο θραύσμα λεκάνης ιππέα από την Ακρόπολη.
Η έκθεση στο ΜΕΤ ασχολείται με την αρχαία ελληνική αλλά και τη ρωμαϊκή γλυπτική που ήταν κάποτε πολύχρωμη, ζωηρά ζωγραφισμένη και πλούσια διακοσμημένη με λεπτομερή στολίδια. Εξερευνώντας τις καλλιτεχνικές πρακτικές και τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν στην αρχαία πολυχρωμία, η έκθεση αναδεικνύει επιστημονικές μεθόδους αιχμής που χρησιμοποιούνται για την αναγνώριση του αρχαίου χρώματος και εξετάζει πώς το χρώμα βοήθησε να μεταφερθεί το νόημα στην αρχαιότητα, καθώς και πώς η αρχαία πολυχρωμία έχει θεωρηθεί και κατανοηθεί σε μεταγενέστερες περιόδους.
Ο Max Hollein, διευθυντής του The Met, δήλωσε ότι «αυτή η καινοτόμος έκθεση θα ενεργοποιήσει τις εκθέσεις αρχαίας ελληνικής και ρωμαϊκής τέχνης του The Met όπως ποτέ άλλοτε, προβάλλοντας πολύχρωμες αναπαραστάσεις αρχαίων γλυπτών σε όλες τις αίθουσες. Είναι πραγματικά μια έκθεση που ζωντανεύει την ιστορία μέσα από αυστηρή έρευνα και επιστημονική διερεύνηση και παρουσιάζει νέες πληροφορίες για έργα που βρίσκονται εδώ και καιρό στη συλλογή του μουσείου».
Η έκθεση περιλαμβάνει μια σειρά έγχρωμων ανακατασκευών αρχαίων γλυπτών από τον καθηγητή Dr. V. Brinkmann, επικεφαλής του Τμήματος Αρχαιοτήτων της Συλλογής Γλυπτών Liebieghaus, και τον Dr. U. Koch-Brinkmann, και παρουσιάζει μια νέα ανακατασκευή του φινιρίσματος της Σφίγγας αρχαϊκής περιόδου του The Met, που δημιουργήθηκε από την ομάδα του Liebieghaus σε συνεργασία με το μουσείο. Οι ανακατασκευές, οι οποίες παρουσιάζονται μαζί με πρωτότυπα ελληνικά και ρωμαϊκά έργα που αντιπροσωπεύουν παρόμοια θέματα, είναι το αποτέλεσμα ενός ευρέος φάσματος αναλυτικών ερευνών, συμπεριλαμβανομένης της τρισδιάστατης απεικόνισης, και ιστορικής έρευνας τέχνης. Η πολυχρωμία είναι ένας σημαντικός τομέας μελέτης για το The Met, και το μουσείο έχει μακρά ιστορία στη διερεύνηση, διατήρηση και παρουσίαση εκδηλώσεων πρωτότυπου χρώματος σε αρχαία αγάλματα.
Η έκθεση, που παρουσιάζεται σε όλες τις ελληνικές και ρωμαϊκές αίθουσες του μουσείου, διερευνά τέσσερα κύρια θέματα: την ανακάλυψη και τον εντοπισμό του χρώματος και άλλων επιφανειακών επεξεργασιών σε αρχαία έργα τέχνης, την ανακατασκευή και ερμηνεία της πολυχρωμίας σε αρχαία ελληνικά και ρωμαϊκά γλυπτά, τον ρόλο της πολυχρωμίας στη μετάδοση νοήματος σε ελληνικά και ρωμαϊκά συμφραζόμενα και την πρόσληψη της πολυχρωμίας σε μεταγενέστερες περιόδους.
Δίνει έμφαση στην εκτεταμένη παρουσία και τον ρόλο της πολυχρωμίας στην αρχαία μεσογειακή γλυπτική, ευρέως, σε όλα τα μέσα, τις γεωγραφικές περιοχές και τις χρονικές περιόδους, από τα κυκλαδικά ειδώλια της τρίτης χιλιετίας π.Χ. έως την αυτοκρατορική ρωμαϊκή προσωπογραφία του δεύτερου αιώνα, όπως μαρτυρείται σε όλη τη συλλογή του μουσείου και απεικονίζεται με 40 έργα στις μόνιμες αίθουσες του πρώτου ορόφου. Δεκατέσσερις ανακατασκευές ελληνικών και ρωμαϊκών γλυπτών από τον Dr. Brinkmann και την ομάδα του αναδεικνύουν τις προηγμένες επιστημονικές τεχνικές που χρησιμοποιούνται για τον εντοπισμό των αρχικών επεξεργασιών της επιφάνειας. Αυτές οι φυσικές ανακατασκευές πλήρους μεγέθους θα αντιπαραβάλλονται με συγκρίσιμα πρωτότυπα έργα τέχνης σε όλες τις αίθουσες ελληνικής και ρωμαϊκής τέχνης του The Met, προκαλώντας τους επισκέπτες να ξανασκεφτούν πώς έμοιαζαν αρχικά τα ελληνικά και ρωμαϊκά γλυπτά στην αρχαιότητα.
Η ειδική αίθουσα εκθέσεων Ελληνικής και Ρωμαϊκής Τέχνης στον ημιώροφο (Γκαλερί 172) λειτουργεί ως κόμβος για την έκθεση «Chroma», όπου τα θέματα εξετάζονται σε μεγαλύτερο βάθος και τρεις επιπλέον ανακατασκευές της ομάδας Brinkmann συνδυάζονται με 22 έργα τέχνης από τη συλλογή του The Met. Τα έργα περιλαμβάνουν μια πρώιμη ακουαρέλα αναπαράστασης της πολυχρωμίας σε ελληνικά αρχιτεκτονικά γλυπτά από την αθηναϊκή Ακρόπολη, αρχαία ελληνικά αγγεία από τερακότα με σκηνές που απεικονίζουν πολυχρωματικά γλυπτά και τεχνίτες που ζωγραφίζουν γλυπτά, καθώς και έργα τέχνης από την αρχαία Αίγυπτο έως την ιταλική Αναγέννηση και την Αμερική του 19ου αιώνα, τα οποία διευρύνουν την πολιτιστική και χρονολογική εμβέλεια της έκθεσης και υπογραμμίζουν την καλλιτεχνική και ιστορική σημασία της ελληνικής και ρωμαϊκής πολυχρωμίας όπως γίνεται αντιληπτή και εκφράζεται πέρα από την αρχαιότητα.
Η νέα ανακατασκευή του πτερυγίου της Σφίγγας της αρχαϊκής περιόδου του The Met –που κάποτε στεφάνωσε μια επιτύμβια στήλη της συλλογής του μουσείου– δημιουργήθηκε ειδικά για την έκθεση από τον Dr. Brinkmann και την ομάδα του σε συνεργασία με τα Τμήματα Ελληνικής και Ρωμαϊκής Τέχνης, Συντήρησης Αντικειμένων, Επιστημονικής Έρευνας και Απεικόνισης του The Met. Παράχθηκαν επίσης τρισδιάστατες ψηφιακές αποδόσεις τόσο του πρωτότυπου έργου όσο και της ανακατασκευής, οι οποίες θα χρησιμοποιηθούν για την εμπειρία της πολυχρωμίας της Σφίγγας μέσω της επαυξημένης πραγματικότητας.
Η έκθεση που θα ξεκινήσει στις 5 Ιουλίου 2022 θα διαρκέσει έναν χρόνο.