Είναι ωραίο να επισκέπτεσαι ξανά μια έκθεση σύγχρονης τέχνης στη μέση της διάρκειάς της και να διαπιστώνεις ότι διατηρεί αμείωτη την ικμάδα της πρώτης της στιγμής. Και είναι ακόμα πιο ωραίο να συνειδητοποιείς ότι οι επισκέπτες της αυξάνονται και ότι τους βλέπεις να αγάλλονται και να ευχαριστούν κατά την αποχώρησή τους, χωρίς να υφίσταται κάποιος εξωτερικός λόγος που θα επέβαλλε κάτι τέτοιο − απλώς επειδή εκφράζονται αυθορμήτως, με αγνό ενθουσιασμό.
Μοιραία, λοιπόν, αναρωτιέσαι από πού αντλεί τη δύναμή της μια τέτοια έκθεση. Και η προφανής πρώτη απάντηση είναι ότι πρόκειται για τη δύναμη που πηγάζει από τα εκτιθέμενα έργα, τα περισσότερα από τα οποία τα έχουν φιλοτεχνήσει καλλιτέχνες διεθνώς αναγνωρισμένοι, που φιγουράρουν στις μόνιμες συλλογές πολύ σπουδαίων μουσείων σύγχρονης τέχνης του πλανήτη. Και πάλι, όμως, δεν είναι ζήτημα καλλιτέχνη-brand (παρά το ότι, ως γνωστόν, σαρώνει και στις εικαστικές τέχνες η λογική των brands, σύμφωνα με την οποία το ίδιο το έργο δεν έχει πλέον και τόση σημασία όση η υπογραφή που φέρει). Εδώ, απλώς, εκτίθενται σημαντικά έργα, υπεράνω brand, που όλα διακρίνονται από μια καλλιέπεια στη σύνθεση και τις μορφές − έργα όμορφα, «καταδεκτικά», με ανοικτή απεύθυνση προς τον θεατή, για την οποία δεν απαιτείται «λυσάρι» ή δύσκολη αποκρυπτογράφηση προκειμένου να παραδώσει κάποιο μήνυμα. Συντρέχει όμως και κάτι ακόμα, που είναι η αφηγηματική δομή της έκθεσης. Αυτή αποτελεί τελικά τον οριστικό καταλύτη για την πρόσληψή της ως ένα όλον. Ίσως, τελικά, να πρόκειται για το «μυστικό συστατικό» που στηρίζει καλύτερα κάθε επιμελητικό έργο στις εικαστικές τέχνες. Το στοιχείο που εξασφαλίζει ότι η έκθεση θα αρέσει στο πλατύτερο κοινό − αυτή η κίνηση αβρότητας του επιμελητή που σαν Αριάδνη προσφέρει στον επισκέπτη έναν μίτο, χάρη στον οποίο, αν μη τι άλλο, θα προσεγγίσει το αντικείμενο λίγο πιο ανακουφισμένος, επειδή θα νιώθει ότι ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει.
«Η έκθεση είναι μια ελεύθερη μετάφραση σε εικαστική γλώσσα των διαχρονικών νοημάτων της "Ασκητικής" του Νίκου Καζαντζάκη» λέει ο ιστορικός τέχνης Δημήτρης Παλαιοκρασσάς που επιμελήθηκε την έκθεση μαζί με τη διευθύντρια του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης Κρήτης Μαρία Μαραγκού. «Ωστόσο, δεν πρόκειται για μια εικονογράφηση της αφήγησης του Καζαντζάκη» ξεκαθαρίζει η κ. Μαραγκού. «Η έκθεση έχει το ίδιο αίσθημα με την "Ασκητική" του. Η επιλογή των έργων έγινε με βάση αυτή την αισθαντικότητά τους και ο θεατής μπορεί να το συλλάβει με τις κεραίες της ψυχής του, συναισθητικά».
«Ο στόχος της έκθεσης είναι να φύγει κάποιος από δω με βαθιά συναισθηματική φόρτιση» λέει ο Δημήτρης Παλαιοκρασσάς. «Και η έκθεση έχει σχεδιαστεί με αυτό κατά νου. Ο δραματικός φωτισμός, οι θεατρικές αντιθέσεις φωτός και σκοταδιού, η κλιμάκωση της συναισθηματικής διέγερσης από το δωμάτιο 1 μέχρι το δωμάτιο 5 οδηγούν εκεί». Και η αλήθεια είναι ότι η έκθεση επιτυγχάνει αυτόν το στόχο της.
Όμως, και για την περίπτωση που κάτι θα εξακολουθούν να μην το συλλαμβάνουν εύκολα οι κεραίες της ψυχής, στην είσοδο διατίθεται δωρεάν ένα πολύ χρήσιμο έντυπο που παρέχει όλες τις αξιόλογες πληροφορίες και κατευθύνσεις, για να μην απομένουν αναπάντητα ερωτήματα. Αλλά και όσοι θέλουν να περιηγούνται χωρίς να κρατούν ούτε καν ένα τόσο δα φυλλάδιο στα χέρια, θα χαρούν να ανακαλύψουν ότι για κάθε έργο υπάρχει κατατοπιστική ταμπελίτσα. Ενώ, για όσους προτιμούν την ενημέρωση διά της ακοής, ένας ενθουσιώδης μικρός λόχος νεαρών «ξεναγών» είναι ανά πάσα στιγμή πρόθυμος να απαντήσει σε ερωτήσεις.
Τίποτε απ' όλα αυτά όμως δεν παρέχει την ασύγκριτη ευχαρίστηση του να ακολουθήσει ο επισκέπτης την κάπως αυστηρή πρόταση πορείας μέσα στην έκθεση και παρατηρώντας με τα μάτια, τα ώτα και τη διαίσθησή του να παρακολουθήσει σωστά την εξέλιξη της αφήγησης. Το θέμα της προσδιορίζεται καλύτερα με τα λόγια του Καζαντζάκη που λένε ότι «μια περανθρώπινη δύναμη [...] μας σφεντονίζει από το αγέννητο στο γεννητό», «[...] ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο. Καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο. Το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή». Και αυτό είναι το διάστημα κατά το οποίο, ως ανθρώπινες υπάρξεις που είμαστε, δύο δυνάμεις μας κινούν: εκείνη που μας απομακρύνει «από το σκοτεινό βάραθρο» κι εκείνη που μας «συντραβάει ακατάλυτα» μέσα του, για να θέσουμε τα πράγματα μέσω των «επίτηδες χωρίς ποίηση, με στεγνή επιταχτική φόρμα» γλωσσικών προτιμήσεων του Καζαντζάκη. Ή, με άλλα λόγια (που δεν θα τα προτιμούσε ο Καζαντζάκης αλλά και που δεν θα διαφωνούσε ποτέ με το νόημά τους), είναι το διάστημα κατά το οποίο, ως ανθρώπινες υπάρξεις που είμαστε, αγωνιζόμαστε να ισορροπήσουμε τις αντίρροπες ενορμήσεις μας της ζωής και του θανάτου, προκειμένου να συλλαβίσουμε ακέραιο λόγο, ούτως ώστε να μην απομείνει από μας μόνο μια δραματική, άναρθρη κραυγή.
Έτσι, το πρώτο δωμάτιο είναι εκείνο της γέννησης και του τραύματος, το οποίο ξεκινά με το πραγματικό γεγονός της αποκόλλησης από τη μήτρα και επαναλαμβάνεται σε διάφορα στάδια κατά την ανατροφή της ανθρώπινης ψυχής, χωρίς να παύει ποτέ να γίνεται αισθητό σε όλη την υπόλοιπη ζωή. Το δεύτερο δωμάτιο είναι αυτό της διαχείρισης του τραύματος, όχι μόνο του πρωταρχικού της γέννησης αλλά και όσων αποκτώνται στη συνέχεια. Και επειδή, παλεύοντας, μπορεί κάποιος να υπερβεί τα τραύματά του, ο τίτλος του δωματίου είναι η «Υπέρβαση της Άβυσσος». Το τρίτο και το τέταρτο δωμάτιο αφορούν τους δύο τρόπους με τους οποίους ο άνθρωπος επιδιώκει να προσφέρει στον εαυτό του ένα «αντίδωρο αθανασίας», μια ψευδαίσθηση λύτρωσης από το βέβαιο επερχόμενο τέλος. Έτσι, στο τρίτο δωμάτιο, που έχει τίτλο «Από την δημιουργικότητα στην αιωνιότητα», το «αντίδοτο» στον φόβο του θανάτου είναι η δημιουργία ενός έργου, άυλου ή υλικού, που θα απομείνει μετά το βιολογικό τέλος του δημιουργού του. Ενώ στο τέταρτο δωμάτιο, με τον τίτλο «Αγγίζοντας τον άλλο», το αντιστάθμισμα που σώζει την ψυχή από τον τρόμο είναι οι σχέσεις μας με τους άλλους. Όπως, για παράδειγμα, ο έρωτας, που μας κάνει να αψηφούμε τον θάνατο, ή ο ερχομός ενός παιδιού που γεννά στον γονιό ελπίδα για διαιώνιση της ζωής. Τέλος, ο ίδιος ο θάνατος είναι το αντικείμενο του πέμπτου δωματίου, το οποίο έχει τίτλο «Επιστροφή στην άβυσσο».
«Η Τέχνη σήμερα είναι ηρωική», λέει η Μαρία Μαραγκού, «γιατί δεν προσβλέπει στην αιωνιότητα και κυρίως γιατί μιλά γι' αυτό που μας συμβαίνει τώρα, το οποίο δεν είναι παρά η αγωνία». Και συμπληρώνει: «Η Αθήνα είναι μια πόλη της Αβύσσου. Ένα βηματάκι απομένει και πέσαμε όλοι στα τάρταρα». Αυτό σημαίνει ενδεχομένως πως όσοι ζούμε εδώ σήμερα (αλλά και γενικότερα στην Ελλάδα τα τελευταία 7 χρόνια) ίσως να γνωρίζουμε και κάτι παραπάνω γι' αυτή την αγωνία, για την κατάσταση του να «ανηφορίζεις τον ατέλειωτο μαύρο γκρεμό του θανάτου και να τρέμεις». Καθότι θάνατος δεν είναι μόνο ο απλός και οριστικός που περιλαμβάνει τη φυσική εξόντωση του ατόμου αλλά και κάθε άλλη νέκρωση ηθικής, υλικής ή ψυχικής τάξεως. Ίσως όμως και να μην είναι έτσι. Ίσως να μη γνωρίζουμε κάτι παραπάνω για την υπαρξιακή αγωνία επειδή δεν διερωτηθήκαμε ποτέ γι' αυτήν. Ίσως ακόμη και να μην αναγνωρίζουμε καν ότι βρισκόμαστε στο χείλος της αβύσσου. Κι αυτό επειδή αναπαυόμαστε στην κοσμάρα μας, με τις τραγελαφικές αποσπασματικότητές της και τα βαθιά ρήγματα στο συνεχές της σκέψης μας που δεν οδηγούν σε ακέραιο λόγο αλλά ούτε καν σε κραυγή αγωνίας. Ή ίσως και να ζούμε κάτι ακόμα πιο κατεψυγμένο και αποκομμένο από την πραγματικότητα. Μπορεί να ζούμε, ας πούμε, στο ανέμελο άγρυπνο κώμα της αφθαρσίας μας μέσα στην παροιμιώδη λωτοφαγική σιωπή του.
Μέχρις ότου να συμβεί κάτι το θεριστικό ακόμη και εντός αυτού του ιδίου του οχυρού της παθητικής κατάστασής μας. Και έτσι, το τέλος να επέλθει χωρίς να αφήσει ίχνη, χωρίς να γίνει αισθητό, χωρίς καν κάποια καταγραφή του.
Επειδή συμβαίνουν όλα αυτά γύρω μας, αποκτά μεγαλύτερη βαρύτητα και σημασία η αφήγηση της έκθεσης που προοδευτικά καταλήγει στο δωμάτιο 5, που είναι το δωμάτιο του θανάτου. Είναι σαν να λειτουργεί το αφήγημα ως memento mori, ως παρότρυνση για διαρκή υπενθύμιση της θνητότητάς μας. Και για περισσότερη ακρίβεια στην απόδοση αυτής της λατινικής ρήσης στα ελληνικά, θα έπρεπε να δεχτούμε ότι σημαίνει: «Θυμήσου ότι κάποια στιγμή οφείλεις να πεθάνεις».
Ας υποθέσουμε ότι η άρνηση της πραγματικότητας, ως εύκολη τεχνική επιβίωσης, μας κάνει να μοιάζουμε με έναν Ρωμαίο στρατηγό κατά τη διάρκεια της επινίκιας και τροπαιοφόρου πομπής του, τη στιγμή που εκατέρωθέν της τα πλήθη επευφημούν και δοξάζουν εκστατικά. Οι αιχμάλωτοι και τα λάφυρά του προηγούνται του άρματος, ενώ οι στρατιώτες του ακολουθούν κι έτσι όλοι μαζί, περήφανοι, παρελαύνουν στη Ρώμη και κατευθύνονται στον Ναό του Διός, στο Καπιτώλιο, για την αποθέωσή τους. Σε ένα τέτοιο υποθετικό πλαίσιο, λοιπόν, το νόημα της αφήγησης της έκθεσης θα καταλάμβανε τον ρόλο του σκλάβου επί του άρματος του στρατηγού, ο οποίος κρατά μεν το χρυσό στεφάνι πάνω από το κεφάλι του κυρίου του, αλλά ταυτόχρονα του ψιθυρίζει κάθε τόσο στο αυτί: «memento mori». Ώστε εκείνος να μην παρασυρθεί από την αλαζονεία που φέρνει η μοναχική επιτυχία ή η απλή αφασία που ερμηνεύεται ως επιβιωτική ευφυΐα ή η πιο σύνθετη αφασία που θεμελιώνεται με ζωτικό ψέμα.
Δεν είναι καθόλου εύκολος ο ρόλος του σκλάβου που ψιθυρίζει στο αυτί του στρατηγού πάνω στο άρμα. Ειδικά όταν ο στρατηγός είναι βέβαιος ότι θα γλιτώσει. Είτε επειδή από μόνος του, εσωτερικά, καλλιεργεί αυτή την βεβαιότητα είτε επειδή ακούει, π.χ., τη φωνή της επιστήμης να διατείνεται ότι βρέθηκε τρόπος επαναπρογραμματισμού της κυτταρικής λειτουργίας με στόχο την αντιστροφή της γήρανσης. Γιατί να σκέφτεσαι, λοιπόν, ότι οφείλεις να πεθάνεις, όταν μπορείς να κάνεις πιο αισιόδοξα πλάνα για τη διαιώνιση της ζωής σου στο φάσμα του απέθαντου;
Η απάντηση σε αυτή την αδυσώπητη ερώτηση σχετίζεται τελικά με το τι πιστεύει καθένας για τη σχέση του ανθρώπου με το θείο. Για το τι είναι τελικά ο άνθρωπος και τι ο Θεός. Κι εκεί ενδεχομένως να είχε νόημα να ανατρέξουμε στον Καζαντζάκη και στο «Πιστεύω» του, με το οποίο κλείνει η «Ασκητική». Ειδικότερα στο σημείο όπου λέει (μεταγραμμένο με πεζά γράμματα, για να μη φαντάζει σαν να βροντοφωνάζει την αλήθεια του, όπως συμβαίνει στο αυθεντικό κείμενο): «Μακάριοι όσοι ακούν και χύνουνται να σε λυτρώσουν, Κύριε, και λεν: "Εγώ και συ μονάχα υπάρχουμε". Μακάριοι όσοι σε λύτρωσαν, σμίγουν μαζί σου, Κύριε, και λεν: "Εγώ και συ είμαστε ένα". Και τρισμακάριοι όσοι κρατούν και δε λυγούν, απάνω στους ώμους τους, το μέγα, εξαίσιο, αποτρόπαιο μυστικό: Και το ένα τούτο δεν υπάρχει!».
Στα περίπου 100 χρόνια που παρήλθαν από τη συγγραφή της «Ασκητικής», ξεφύγαμε από τη φάση κατά την οποία ο Καζαντζάκης αρνούνταν την οντολογική κατάφαση του Θεού (και τον αναγνώριζε κυρίως ως ένα «εργαλείο» που διαθέτει εσωτερικά ο άνθρωπος και το οποίο του χρησιμεύει στον αγώνα για την κατάκτηση της ελευθερίας του). Και μάλλον βρισκόμαστε στη φάση όπου επικρατεί η μάλλον γενικευμένη αντίληψη ότι ο άνθρωπος είναι «θεά» και με τη βοήθεια της επιστήμης αυξάνονται διαρκώς τα περιθώριά του να γίνει ακόμα πιο «θεά».
Αρκετά όμως με την ερμηνευτική βία που μπορεί να ασκήσει ένας εξωτερικός παρατηρητής. Ας επιστρέψουμε γρήγορα και με τον προσήκοντα σεβασμό στις προθέσεις των επιμελητών. «Ο στόχος της έκθεσης είναι να φύγει κάποιος από δω με βαθιά συναισθηματική φόρτιση» λέει ο Δημήτρης Παλαιοκρασσάς. «Και η έκθεση έχει σχεδιαστεί με αυτό κατά νου. Ο δραματικός φωτισμός, οι θεατρικές αντιθέσεις φωτός και σκοταδιού, η κλιμάκωση της συναισθηματικής διέγερσης από το δωμάτιο 1 μέχρι το δωμάτιο 5 οδηγούν εκεί». Και η αλήθεια είναι ότι η έκθεση επιτυγχάνει αυτόν το στόχο της. Θα έλεγε κάποιος ότι πρόκειται για μια έκθεση διαπλαστική, επειδή καταφέρνει να αγγίξει σε μια συναισθηματική βάση το πλατύτερο κοινό, το οποίο δεν είναι «προπονημένο» να ενεργοποιείται συναισθηματικά σε τέτοιες περιστάσεις.
Κατά τα άλλα, θα ήταν κρίμα για τον επισκέπτη να μη δει με προσοχή τα βίντεο. Η αλήθεια είναι βέβαια πως η διάρκειά τους είναι κάπως αποτρεπτική. Βάσει ενός πρόχειρου υπολογισμού, για να τα παρακολουθήσει κάποιος όλα και να ακούσει τη σύνθεση των Γιώργου Κουμεντάκη και Σταύρου Γασπαράτου (μια ηχητική εγκατάσταση που δημιουργήθηκε ειδικά για την έκθεση στον συγκεκριμένο χώρο) χρειάζεται περισσότερο από 4,5 ώρες. Το «Drawing Restraint 9» από μόνο του (το μεγαλειώδες αυτό ποιητικό έργο του Matthew Barney, που δεν υπάρχει πλάνο του που να μην αφήνει τον θεατή έκθαμβο) διαρκεί δυόμισι ώρες.
Αξίζει, επίσης, να παρατηρήσει κάποιος τη διαμόρφωση του εκθεσιακού χώρου, η οποία έγινε με αυστηρή προσήλωση στα αρχικά σχέδια του αρχιτέκτονα Ιωάννη Δεσποτόπουλου (ο οποίος είχε προβλέψει μέχρι και την ένταξη κάτοψης παρεκκλησιού για πιο ακριβείς πρόβες βυζαντινής μουσικής). Το τμήμα αυτό του κτιρίου παρέμενε ανολοκλήρωτο από το 1976, οπότε έπαυσαν οι εργασίες αποπεράτωσης του Ωδείου Αθηνών, ενώ τώρα, χάρη στη χορηγία του οργανισμού ΝΕΟΝ, έχει μετατραπεί σε χώρο κατάλληλο για περιοδικές εκθέσεις και προικοδοτημένο με τη σχετική άδεια λειτουργίας.
Οι λάτρεις του Καζαντζάκη θα συγκινηθούν και με μερικές σελίδες από το χειρόγραφο της «Ασκητικής» που ήρθαν στην Αθήνα για να εκτεθούν με αφορμή αυτή την έκθεση. Σίγουρα πρόκειται για μια συγκίνηση που κάποιος εύκολα κατανοεί. Ωστόσο, ίσως οι σελίδες αυτές να στέκουν εκεί ως ένα περιττό αξεσουάρ που προσθέτει κάτι της τάξεως της κυριολεξίας εκεί όπου κυριαρχεί η συναισθητική πρόσληψη των πραγμάτων. Δεδομένου ότι το πιο χαρμόσυνο μήνυμα που φέρνει η έκθεση διατυπώνεται πράγματι με λόγια του Καζαντζάκη και πλανάται ελεύθερο και στις πέντε αίθουσες: «Ευτύς ως γεννήθηκες, μια νέα πιθανότητα γεννήθηκε μαζί σου, ένας λεύτερος σκιρτημός τρικυμίζει τη μεγάλη ζοφερή καρδιά του σογιού σου. Φέρνεις, θες δε θες, έναν νέο ρυθμό. Μια νέα επιθυμία, μια νέα ιδέα, μια θλίψη καινούργια». Και αυτό το νέο που φέρνει κάποιος είναι το μόνο που μπορεί να εμπιστευτεί για να στηρίξει τη νέα του πιθανότητα.
Info:
Η ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΣ
Ωδείο Αθηνών
18/11/2016 - 29/01/2017
Eίσοδος Ελεύθερη