Φέτος, για πρώτη φορά μετά από σχεδόν έναν αιώνα, μία έκθεση της Συλλογής Frick στο Μανχάταν σμίγει ξανά τρία μοναδικά έργα του Τζόζεφ Μάλορντ Ουίλιαμ Τέρνερ, υμνητή των λιμένων της Ευρώπης της περιόδου 1820. Σύμφωνα με τον Ian Wardropper, διευθυντή της Συλλογής Frick και λίγο πριν τα εγκαίνια της έκθεσης υπό τον τίτλο «Οι αρχαίοι και σύγχρονοι λιμένες του Τέρνερ: Περάσματα στον Χρόνο», ο Τέρνερ, εκπρόσωπος του ρομαντισμού, αλλά και προάγγελος του ιμπερσιονισμού, δημιούργησε τις θαλασσογραφίες του, εκεί στην περίοδο του 1820, που τα ευρωπαϊκά σύνορα επανακαθορίζονταν. Οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί της εποχής, πρακτικά σήμαιναν ότι ο διάπλους της Μάγχης ήταν απλώς αδύνατος, ειδικά κατά τη διάρκεια των ετών 1797 και 1815, ωστόσο με την ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλό, αυτές οι απαγορεύσεις θα αίρονταν.
«Για να γιορτάσει αυτή την ελευθερία, άρχισε να σχεδιάζει αυτούς τους πίνακες, κάνοντας πρακτικά τον γύρο της ευρωπαϊκής ηπείρου», συνεχίζει ο Wardropper. Και ενώ πάντα προσφέρει αισθητική ευχαρίστηση μια καλή ματιά στους πίνακες του Τέρνερ -ειδικά αν είναι κανείς λάτρης των φωτεινών χρωμάτων της τέχνης του 19ου αιώνα- κάθε έκθεση πρέπει να αντιμετωπίζεται και στο πλαίσιο των σύγχρονων αναγκών και ερεθισμάτων. Για παράδειγμα, αυτό που συμβαίνει σήμερα με τα ανοιχτά και τα κλειστά σύνορα και ο αντίκτυπος που κάτι τέτοιο έχει στην τέχνη είναι απολύτως σχετικό με το όραμα του Τέρνερ: το διάταγμα του Τραμπ για την απαγόρευση εισόδου στις ΗΠΑ, το Brexit στη Βρετανία, νοηματοδοτούνται αλλιώς μέσα από την τέχνη του. Για παράδειγμα, ο μνημειώδης πίνακας Λιμένας της Κολωνίας του Τέρνερ, με τον σκύλο και τα παρατημένα δίχτυα των ψαράδων, μια απαράμιλλη εικόνα μοναξιάς που θα διαταραχθεί από την είσοδο μερικών καλοχτενισμένων τουριστών.
Πέρα από τον μοντέρνο αέρα και την ελευθερία που αποπνέει το έργο του Τέρνερ εκείνη την εποχή, η έκθεση εστιάζει και στην εμμονή του με το φως, εκεί στα μισά της διαδρομής του, τότε που φαίνεται ότι τον είχαν ενθουσιάσει οι συνθετικές χρωστικές και το αποτέλεσμα του κίτρινου και πορτοκαλί χρώματος στους πίνακες του.
Πέρα από τον μοντέρνο αέρα και την ελευθερία που αποπνέει το έργο του Τέρνερ εκείνη την εποχή, η έκθεση εστιάζει και στην εμμονή του με το φως, εκεί στα μισά της διαδρομής του, τότε που φαίνεται ότι τον είχαν ενθουσιάσει οι συνθετικές χρωστικές και το αποτέλεσμα του κίτρινου και πορτοκαλί χρώματος στους πίνακες του. Την έκθεση έχει επιμεληθεί η Susan Grace Galassi, επικεφαλής επιμελήτρια της Συλλογής Frick, που μοιράζει τον χρόνο της ανάμεσα στην Tate και τη Frick και γνωρίζει καλά γιατί αυτοί οι τρεις πίνακες του Τέρνερ που για πρώτη φορά "συναντιούνται" στο ίδιο σημείο μετά από χρόνια αποτελούν ένα μανιφέστο για το σήμερα.
Ο καθένας από αυτούς απεικονίζει ένα λιμάνι, ένα επαναλαμβανόμενο θέμα στην εργογραφία του Ρομαντικού, με το οποίο συμβολίζεται το τέλος, αλλά και όλα τα καινούρια ξεκινήματα, καθώς και το πέρασμα του χρόνου. Ένας από τους τρεις πίνακες, με τη σκοτεινό του τοπίο θυμίζει έντονα τις σκηνές φαλαινοθηρίας του Τέρνερ, εκεί που συνήθιζε να αναπαριστά με χαοτικά σχήματα την ομορφιά της φύσης. Ο συγκεκριμένος πίνακας είναι ημιτελής και ανήκει στα αντικείμενα που ανήκουν στην Tate, ενώ η έκθεση του μαζί με τα άλλα δύο ολοκληρωμένα έργα του καλλιτέχνη σηματοδοτεί το σμίξιμό τους για πρώτη φορά μετά από σχεδόν έναν αιώνα.
Και οι τρεις δε αποτελούν ένα έξοχο δείγμα για το πώς ο Τέρνερ επένδυσε στο χρώμα, το φως και τη ζωντάνια σε μία περίοδο που οι καλλιτέχνες προτιμούσαν να εκφράζονται μέσα από γήινους τόνους. Ειδικά, σε έναν από τους τρεις «αρχαίους» λιμένες που αναπαριστώνται, υπάρχουν αναφορές στην ιστορία του Regulus, του Ρωμαίου στρατηγού που τα βλέφαρα του αφαιρέθηκαν από τους Καρχηδόνιους, προκειμένου να τυφλωθεί από τις αχτίδες του ήλιου: το αίσθημα αυτού που κοιτά τον πίνακα είναι το ίδιο, νιώθει να τον χτυπά το φως κατάματα, την ώρα που αναζητά τον άτυχο στρατηγό μέσα στον καμβά.
Οι τρεις αυτοί πίνακες δημιουργήθηκαν σε μία περίοδο μαζικής βιομηχανοποίησης, όταν οι ευρωπαϊκές ακτές γέμισαν με νέας τεχνολογίας -για τα 1820- ατμόπλοια. Και μπορεί ο Τέρνερ να επιλέγει να αναπαραστήσει τα μέσα της προ-ατμού εποχής στις θάλασσες, όμως, είναι ο τρόπος του να αιχμαλωτίσει αυτές τις εικόνες, λίγο πριν την οριστική εξαφάνιση τους, όπως διαπιστώνει η Galassi.
Σε έναν από τους τρεις «αρχαίους» λιμένες που αναπαριστώνται, υπάρχουν αναφορές στην ιστορία του Regulus, του Ρωμαίου στρατηγού που τα βλέφαρα του αφαιρέθηκαν από τους Καρχηδόνιους, προκειμένου να τυφλωθεί από τις αχτίδες του ήλιου: το αίσθημα αυτού που κοιτά τον πίνακα είναι το ίδιο, νιώθει να τον χτυπά το φως κατάματα, την ώρα που αναζητά τον άτυχο στρατηγό μέσα στον καμβά.
Σ' ένα μικρό μπλοκ που ο Τέρνερ είχε πάρει μαζί του στη Διέππη δείχνει τις εντυπώσεις του καλλιτέχνη από τη ζωή στα λιμάνια, έτσι όπως τελικά αποτυπώθηκαν στο περίφημο έργο του «Ο λιμένας της Διέππης»: σε πραγματικά αιθέριους τόνους έχει αποδώσει την ακτή της προ-βιομηχανοποιημένης εποχής και ένα φως που ποτέ δεν υπήρχε. Όπως θα παρατηρήσουν οι κριτικοί της εποχής του τα ζεστά χρώματα εδώ έγιναν χαρακτηριστικό στοιχείο των ευρωπαϊκών λιμένων του νότου, μια καλλιτεχνική λεπτομέρεια που σκανδάλιζε τους καθόλου συνηθισμένους ανθρώπους του καιρού του σε εικόνες της καθημερινής ζωής. Τότε ήταν της μόδας τα ιστορικά θέματα και ο Τέρνερ χαλούσε την καλλιτεχνική τάξη.
Σε κάθε περίπτωση, όπως παρατηρούσε κάποιος κριτικός τότε, αυτός ο πίνακας ήταν ένα μοναδικό δείγμα για το πώς ο Τέρνερ μπορούσε να αναμειγνύει την αλήθεια με το ψέμα. Στον κατάλογο που συνοδεύει την έκθεση και έχει επιμεληθεί το πανεπιστήμιο του Γέιλ, ο Ian Warrell περιγράφει τις θαλασσογραφίες του Τέρνερ ως "ποιητικές τοπογραφίες", ενώ στη δεύτερη γκαλερί της Frick μπορεί κανείς να βρει περισσότερες από 30 ακουαρέλες, από την Tate, το Μουσείο της Βαλτιμόρης, το Μουσείο Τέχνης του Χάρβαρντ και του Σιάτλ σε μία προσπάθεια να προσφερθεί στον θεατή μία οπτική του ρομαντισμού, η δυνατότητα έστω και λίγο να νιώσει ότι ο ίδιος είναι ο ταξιδιώτης που οδηγεί το σκάφος που εισέρχεται στο λιμάνι.