Στον τοίχο πίσω από την Κυβέλη-Ζωή, στο εργαστήριό της, βρίσκεται ένας πίνακας μεγάλων διαστάσεων που δείχνει σε πρώτο πλάνο το γυμνό στήθος μιας μαύρης γυναίκας. Δίπλα της είναι μια γυμνόστηθη λευκή – και οι δύο χωρίς πρόσωπο. Είναι το έργο που το Instagram της έστειλε ειδοποίηση να κατεβάσει «γιατί πρόσβαλε την κοινότητα» και είναι μέρος της σειρά των έργων της με τις γυμνές γυναίκες που παρουσιάστηκε στην τελευταία της έκθεση στη NEVVEN Gallery στο Γκέτενμποργκ.
«Μου έκανε εντύπωση όταν έμαθα ότι παραπονέθηκαν πιο πολύ γυναίκες για τη γύμνια παρά άντρες», λέει, «και επειδή ζωγραφίζω γυναίκες διαφόρων χρωμάτων δέρματος, πολλές φορές με ρώτησαν γιατί ζωγραφίζω και μαύρες, λες και δεν επιτρέπεται να εμπνευστώ από την ομορφιά του κόσμου, δεν μπορώ να εκτιμήσω την ομορφιά που έχει ο πλανήτης, πρέπει να ζωγραφίζω μόνο τη ράτσα μου. Είναι θλιβερό, πραγματικά. Αυτή η σειρά έργων έχει τίτλο “Spectators” (θεατές), κι ας μην έχει μάτια κανένα από τα πρόσωπα που έχω ζωγραφίσει. Δεν ξέρεις ποιος κοιτάει ποιον και ποιος κρίνει ποιον. Είναι καθαρά ένα πολιτικό σχόλιο γιατί θεωρώ πολύ σημαντικό να έχεις κάτι να πεις απ’ τη στιγμή που δημιουργείς…».
Το φοβερό είναι ότι αν ήμουν άντρας και το είχα ζωγραφίσει δεν θα υπήρχε ούτε μία ερώτηση όσον αφορά το γιατί το κάνω. Επειδή είμαι γυναίκα και ζωγραφίζω γυμνόστηθες γυναίκες υπάρχει πρόβλημα, είναι απίστευτο το πόσο μεγάλο θέμα αντιμετώπισα.
Θυμάται ένα άλλο έργο της που κατέβασαν στην Αμερική από δημόσιο χώρο, επειδή έδειχνε κι αυτό μια γυμνόστηθη γυναίκα. «Αυτός είναι ο λόγος που ξεκίνησα να κάνω σπουδές μόνο με γυμνόστηθες γυναίκες», εξηγεί, «επειδή κατέβασαν αυτό το έργο. Ήταν ανάθεση, τους είχα κάνει πέντε έργα και τους ενόχλησε το ένα με το γυμνό. Το φοβερό είναι ότι αν ήμουν άντρας και το είχα ζωγραφίσει δεν θα υπήρχε ούτε μία ερώτηση όσον αφορά το γιατί το κάνω. Επειδή είμαι γυναίκα και ζωγραφίζω γυμνόστηθες γυναίκες υπάρχει πρόβλημα, είναι απίστευτο το πόσο μεγάλο θέμα έγινε. Υπάρχει ακόμα αρκετός πουριτανισμός στην Αμερική και παντού γενικά, και το συνειδητοποίησα με ποικίλους τρόπους όπως όταν πολλές φορές ξάφνιασα κάποιους επειδή είμαι διαχυτική και μ' αρέσει να αγκαλιάζω τους ανθρώπους γύρω μου. Μου έλεγαν ότι παραείμαι “touchy”! Ως Έλληνες είμαστε πιο διαχυτικός λαός και εδώ ήταν πιο καλοδεχούμενα τα έργα, τα γυμνά. Γιατί είμαστε ένα περίεργο κοκτέιλ, ορθόδοξο και παγανιστικό, είμαστε πολύ πιο ελεύθεροι κατά κάποιον τρόπο λόγω αυτής της μείξης».
Η Κυβέλη έχει γεννηθεί στο κέντρο της Αθήνας, σε μια οικογένεια που η τέχνη σε κάθε της μορφή ήταν μέρος της ζωής τους. «Ο μπαμπάς μου είναι καλλιτέχνης, έχει σπουδάσει στην Καλών Τεχνών και είναι ένας πολυτάλαντος άνθρωπος», λέει. «Χτίζει από δεντρόσπιτα μέχρι σπίτια, φτιάχνει έπιπλα, πίνακες –όλοι οι πίνακες που έχουμε στο σπίτι είναι δικοί του–, αλλά τώρα ασχολείται με την κηπουρική και την αρχιτεκτονική και μένει στην Ικαρία μόνιμα. Το σπίτι μας πάντα ήταν καλλιτεχνικό, η προγιαγιά μου, η γιαγιά του πατέρα μου, ήταν αυτοδίδακτη ζωγράφος. Χώρισε το 1920 κάτι, πήρε τα παιδιά της και από την Ικαρία πήγε στη Θεσσαλονίκη όπου δίδασκε τις πλούσιες Εβραιοπούλες της πόλης ζωγραφική για να ζήσει.
Έμαθε γράμματα μόνη της, ξαναπαντρεύτηκε και ξαναχώρισε γιατί την κεράτωνε o δεύτερος άντρας της, έτσι επέστρεψε στην Ικαρία και ζωγράφιζε τοπία. Η μαμά ασχολήθηκε με τη μαγειρική, άλλου είδους τέχνη. Γενικά, μεγάλωσα σε ένα σπίτι παραδοσιακό μεν αλλά και ταυτόχρονα πολύ ανορθόδοξο. Και οι δυο γονείς μου, με τον τρόπο τους, πιστεύουν πολύ στην παράδοση και είμαι πολύ ευγνώμων γι’ αυτό, γιατί με έκαναν αυτό που είμαι και μου έδωσαν κίνητρα να δημιουργώ. Η μαμά μου ναι μεν έχει μεγαλώσει στη Νέα Υόρκη, αλλά έχει αφιερώσει όλη της τη ζωή στην ελληνική κουζίνα και στο πώς τρώμε γύρω από το τραπέζι.
Ζωγραφίζω από πάντα, από παιδάκι, δεν με απέτρεψε ποτέ κανείς. Στο λύκειο άρχισα να συνειδητοποιώ ότι ήθελα να ασχοληθώ πιο επαγγελματικά με τα καλλιτεχνικά, έτσι πήγα στην Αγγλία να σπουδάσω γραφιστική. Δεν μου άρεσε καθόλου όμως ούτε αυτό που έκανα ούτε το Λονδίνο, ζορίστηκα πάρα πολύ και γύρισα στην Αθήνα. Βέβαια, έκανα πολύ καλούς φίλους, τους οποίους έχω ακόμα, και η γραφιστική με έχει βοηθήσει πάρα πολύ γιατί με ενδιαφέρει το design και το αξιοποιώ όσο μπορώ. Δεν μπορώ να με φανταστώ να δουλεύω με τέτοια καθολικότητα όλη μου τη ζωή σε ένα γραφείο.
Ίσως να παραείμαι πεισματάρα γι’ αυτού του είδους την εργασία και γι' αυτό άρχισα να ανακαλύπτω πραγματικά τη ζωγραφική και την απόλυτη ελευθερία που σου προσφέρει, δημιουργώντας όποιο κόσμο δικό σου θέλεις, αποφάσισα ότι αυτό θέλω να κάνω. Μετά πήγα στην Αμερική, στο School of Visual Arts, και άρχισα να γίνομαι ψυχωτική με τη ζωγραφική καθώς οι γκαλερί στο Τσέλσι του Μανχάταν και τα μουσεία γύρω μας με ενέπνευσαν τρομερά. Είχαμε ερεθίσματα από παντού και ήταν η χαρά του φοιτητή να πηγαίνουμε κάθε Πέμπτη στα εγκαίνια των εκθέσεων και να βλέπουμε τέχνη. Παράλληλα, δούλευα ως σερβιτόρα σε όποιο ελληνικό εστιατόριο υπάρχει στη Νέα Υόρκη για να ζω, γιατί εκεί δεν βγαίνεις αλλιώς.
Μετά, όταν τελείωσα, προέκυψε μια μεγάλη δουλειά, έκανα ένα commission για ένα εστιατόριο, το οποίο ήταν μια κατάσταση "american dream". Δούλεψα ένα διάστημα εκεί ως hostess, έκανα κρατήσεις για τους πελάτες. Δουλεύοντας εκεί καιρό, παρατήρησα σε ένα μοναχικό τραπεζάκι πίσω-πίσω έναν άδειο τοίχο και αποφάσισα να τους κάνω δώρο έναν πίνακά μου για να βάλουν εκεί. Τρία χρόνια αργότερα με πήραν τηλέφωνο και μου ζήτησαν να φτιάξω έναν πίνακα εφτά μέτρα για το καινούργιο τους εστιατόριο. Ήταν ένα καλό ξεκίνημα, γιατί με τα λεφτά αυτά αποφάσισα να γυρίσω στην Αθήνα το 2016 για να μείνω και να ζωγραφίζω εδώ. Τότε τα Εξάρχεια ήταν σε μια από τις πιο ζόρικες φάσεις μετά την κρίση.
Ήταν τελείως διαφορετικά από τα Εξάρχεια στα οποία μεγάλωσα. Νοίκιασα το πρώτο μου εργαστήριο και ξεκίνησα να δουλεύω. Έβλεπα ότι αυτό που συνέβαινε στην Αθήνα ναι μεν ήταν κατά κάποιον τρόπο εξευτελιστικό λόγω του αποτελέσματος της κρίσης, αλλά ταυτόχρονα ήταν το τέλειο πεδίο αναρχίας για να δημιουργήσει ένας καλλιτέχνης που έχει θέληση και όραμα. Εύκολο δεν ήταν και ακόμα και τώρα δεν είναι. Ύστερα βρήκα αυτό το κτίριο στο οποίο είμαι τώρα, που ήταν εγκαταλελειμμένο είκοσι χρόνια, μες στο σκουπίδι, σε απόλυτο decadence. Έριξα πολλή δουλειά για να γίνει όπως είναι σήμερα και στην αρχή οι φίλοι μου μού έλεγαν “είσαι τελείως τρελή”, που ήθελα να το φτιάξω. Ξεκίνησα σιγά-σιγά και έφτιαξα τον εργασιακό μου χώρο και ύστερα το ΚΥΑΝ.
Όταν πρωτογύρισα δεν ήξερα πολλούς ζωγράφους στην Αθήνα, πλέον υπάρχουν και γνωρίζω πολύ περισσότερους. Ένας από τους λόγους που ήθελα να κάνω τον χώρο ήταν για να γνωρίσω και να προσκαλέσω κόσμο που εκτιμώ την πρακτική τους, είτε Έλληνες είτε ξένους.
Είμαστε περισσότερο της παραστατικής τέχνης και της μουσικής στην Ελλάδα, η ζωγραφική νιώθω ότι δεν έχει την ίδια απήχηση. Και στην Αμερική όμως, όταν ήμουν στη σχολή, μου έλεγαν όλοι οι καθηγητές μου “γιατί ζωγραφίζεις; Η ζωγραφική έχει πεθάνει!” – στη Νέα Υόρκη, φαντάσου! Εδώ, ωστόσο, επειδή η ακαδημία της Καλών Τεχνών δίνει έμφαση στην κλασική η παιδεία, το σχέδιο έχει μεγάλη σημασία, πράγμα το οποίο εκτιμώ πολύ, καθώς στις σπουδές μου η προσοχή ήταν στραμμένη στην κριτική και στην παρουσίαση. Αυτό το θεωρώ επίσης σημαντικό και πρέπει να υπάρχει, αλλά με μέτρο.
Αυτό ήταν το μεγάλο μου παράπονο στην Αμερική, ότι δεν υπήρχε κανένα παραδοσιακό κομμάτι, σε πετούσαν στα βαθιά και σου έλεγαν “πιάσε τα λάδια”. Δεν μπορείς να ξεκινήσεις να ζωγραφίζεις με λάδια, πρέπει να ξέρεις τι πας να κάνεις και γιατί αντιδράει έτσι κάθε χρώμα.
Αυτήν τη στιγμή νιώθω ευγνώμων που είμαι ζωγράφος στην Αθήνα. Η κρίση πιστεύω ότι έχει κάνει καλό στον καλλιτεχνικό τομέα, με κάποιον τρόπο. Ίσως μόνο σε αυτόν, για όλα τα υπόλοιπα έχω ακόμα τεράστια ερωτήματα, αλλά, επιτέλους, αυτονομηθήκαν λίγο οι καλλιτέχνες. Από δημόσιους φορείς η στήριξη είναι μικρή, οι ιδιωτικοί φορείς είναι λίγοι. Μετά πρέπει να έχεις εταιρεία για να κάνεις αίτηση για οποιαδήποτε χρηματοδότηση και δεν είναι εύκολο σαν ελεύθερος επαγγελματίας εδώ να πετύχεις αυτούς τους στόχους.
Στο θέμα επιβίωσης για έναν εμπορικό καλλιτέχνη υπάρχουν δυσκολίες. Η συνεργασίες με γκαλερί είναι κάποιες φορές εξαιρετικές και ευχάριστες και προστατεύουν τον καλλιτέχνη, αλλά υπάρχουν και γκαλερί που σε εκμεταλλεύονται. Πάντα έτσι λειτουργούσε το εμπόριο της τέχνης, απλά τώρα με τα social media και την παγκόσμια αγορά επηρεάζεται και πολύ αρνητικά ο χώρος. Πιστεύω ότι είναι πολύ σημαντικό να ξέρεις τι σημαίνει πουλάω ένα έργο, γιατί πέρα από το ότι προβάλλεσαι, το πώς προβάλλεσαι μέσα σε έναν χώρο που έχει εμπορική ταυτότητα παίζει τεράστιο ρόλο.
Η γενιά μου, ειδικά η καλλιτεχνική μου γενιά, είδαμε τα φτερά μας να κόβονται από 15 χρονών. Όταν έφυγα στο εξωτερικό το έκανα ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω μου. Γύρισα, όμως, γιατί δεν θα μπορούσα να μείνω ποτέ μόνιμα στην Αμερική. Μου έχει δώσει πολλά καλά η Αμερική, αλλά δεν μπορώ να φτιάξω τη ζωή μου και να ζήσω μέσα σε αυτό το σύστημα. Η Νέα Υόρκη ήταν από τα καλύτερα σχολεία της ζωής μου –από το πόσο σκληρή πόλη είναι μέχρι την υπερπληροφόρηση που υφίσταστασαι κάθε δευτερόλεπτο περπατώντας στον δρόμο εκεί–, ένιωθα, ωστόσο, πολύ ψεύτικη την ποιότητα ζωής. Οπότε, προτιμώ να ζω στο χάος της Αθήνας και να είμαι στη γειτονιά όπου έχω τους φίλους μου και τους συνανθρώπους μου, όπου χαιρετάω όλο τον κόσμο στα μαγαζιά και που νιώθω περισσότερη αλληλεγγύη, παρά να είμαι ένα μυρμήγκι μέσα στην άβυσσο των ουρανοξυστών.
Την Αθήνα τη θεωρώ πάρα πολύ σκληρή πόλη για διάφορους λόγους, είναι ακραία δυσλειτουργική. Δεν γίνεται να περπατήσεις μια ευθεία γραμμή χωρίς να πέσεις σε μια τρύπα στο πεζοδρόμιο, χωρίς να κοπανήσεις σε μια κολόνα που είναι αυθαίρετη, χωρίς να πατήσεις τα σκατά του σκύλου της διπλανής, χωρίς να σε βρίσει κάποιος στο δρόμο, αλλά ταυτόχρονα μου αρέσει πάρα πολύ το αρχιτεκτονικό της χάος γιατί έχει τρελό πλούτο. Δεν φαίνεται, αλλά το ότι περπατάς και βλέπεις την ιστορία με αυτόν τον τρόπο, από Bauhaus μέχρι νεοκλασικά και το σύγχρονο κουτί, την υπερπαραγωγή των ’80s αλλά και τον Παρθενώνα, μου δίνει πολλή έμπνευση.
Απ’ την άλλη, είναι εύκολη πόλη γιατί μπορείς να ξεφύγεις από τον Πειραιά για τα νησιά, από τους δρόμους για την επαρχία. Ταυτόχρονα, με πληγώνει πάρα πολύ η Αθήνα με διάφορους τρόπους. Είναι πλέον μια τεράστια μητρόπολη και έχει όλα τα προβλήματα που έχουν οι μητροπόλεις ανά τον κόσμο, έχει αρχίσει να γίνεται πολύ ακριβή, να έχει ανεξέλεγκτο τουρισμό κλπ. Η Αθήνα για μένα αυτήν τη στιγμή είναι όπως ήταν η Νέα Υόρκη στα ’70s: βρέθηκε σε μια απόλυτα διεφθαρμένη φάση μετά την κρίση με το χάος των ακινήτων, ξύπνησαν οι καλλιτέχνες της γενιάς μου και άρχισαν να εκμεταλλεύονται όλον αυτόν τον ανεκμετάλλευτο χώρο, και όπου πάνε οι καλλιτέχνες μετά πέφτει το χρήμα, έρχονται επενδύσεις, αγορές...
Έχει δύο όψεις όλο αυτό: είναι χώροι που έχουν ανοίξει από καλλιτεχνες του εξωτερικού που ναι μεν εκμεταλλεύτηκαν την φτήνια της Αθήνας, αλλά ταυτόχρονα έφεραν νέο αέρα στον χώρο της τέχνης. Μπορεί να θεωρηθεί προβληματικό, αλλά από την άλλη πιστεύω ότι είναι σημαντικό που γίνεται. Δεν θεωρώ τίποτα τυχαίο από όλα αυτά, όταν υπάρχει μια ευκαιρία, αν κάποιος μπορεί να τη δει, πρέπει να του βγάζουμε το καπέλο, -αν είναι κάποιος που απλά έχει ένα όραμα και όχι αν είναι ο χειρότερος επενδυτής.
Έχω το εργαστήριό μου σε αυτό το κτίριο από το 2018, ο χώρος άνοιξε επίσημα ως ΚΥΑΝ το 2021. Όταν ήμασταν στην καραντίνα, δεν μου έφτανε να ζωγραφίζω, ήθελα να κάνω και κάτι άλλο, τότε ξεκίνησα να κάνω τα μερεμέτια και τις δουλειές στον πρώτο όροφο, που ήταν σε πολύ χειρότερη κατάσταση. Είχα και τεράστια ανάγκη να κάνω κάτι γιατί δεν άντεχα άλλο, με σκότωνε αυτή η κλεισούρα, έτσι ξεκίνησε. Η πρώτη έκθεση που κάναμε ονομάστηκε “Πειράω” από το αρχαίο ρήμα “πειράομαι” που σημαίνει πειραματίζομαι, δοκιμάζω, αποκτώ εμπειρία, εξού και Πειραιάς, πείραμα, εμπειρία, πειρασμός κ.λπ.
Η ιδέα ήταν ότι παίρνουμε έναν χώρο που ήταν εγκαταλελειμμένος και ως καλλιτέχνες πειραματιζόμαστε εδώ μέσα, και με αυτό που κάνουμε μπορούμε να δώσουμε νέα ζωή σε κάτι που ήταν πεθαμένο. Είχα κι εγώ ανάγκη να δω κόσμο και πήγε πάρα πολύ καλά, ήταν κι ένας τέλειος τρόπος να μαζέψω πολλές πολλές επαφές και να κάνω νέους φίλους, με αποτέλεσμα η ελπιδοφόρα αυτή έναρξη να συνεχίσει το πρότζεκτ. Ήταν ένα πείραμα στην αρχή, ξεκίνησε πολύ δυναμικά, και πλέον μέσα σε δύο χρόνια έχουμε κάνει 6 εκθέσεις και 4 residencies. Τώρα θα ’θελα να στοχεύσω περισσότερο στο κομμάτι της φιλοξενίας καλλιτεχνών, είτε από την Ελλάδα είτε από το εξωτερικό, γιατί δίνει και μια πιο καρποφόρα ροή στην εργαστηριακή ζωή του κτιρίου.
Πιστεύω στην τέχνη πάρα πολύ και στο τι μπορεί να δημιουργήσει και να μοιραστεί, θέλω να γίνεται ποιοτικά αυτό το πράγμα, είναι πολύ σημαντικό για μένα. Πιστεύω ότι η τέχνη μπορεί να αλλάξει τον κόσμο και δεν θέλω ποτέ να σταματήσω να το πιστεύω αυτό. Για μένα η τέχνη είναι η ιστορία του κόσμου, και τον αλλάζει κάπως, παρόλο που καμιά φορά δεν παίρνει το credit που της αντιστοιχεί. Το οπτικοακουστικό κομμάτι είναι το πιο άμεσα συνδεδεμένο με το υποσυνείδητο που τελικά είναι αυτό που κινεί τα πάντα, οπότε ο καλλιτέχνης είναι από τους πιο σημαντικούς κρίκους της κοινωνίας για μένα.
Θέλω να πιστεύω πάντα –και είναι το μόνο πράγμα που μου δίνει δύναμη–ότι για να υπάρξει το καλό πρέπει να υπάρξει και το κακό, απλώς ζούμε σε μια χώρα που υπάρχει τεράστιος διαχωρισμός, αλλά εάν δεν παραδειγματιστούμε από το χειρότερο, δεν μπορούμε να γίνουμε καλύτεροι. Πρέπει να υπάρξει ελπιδοφόρο όραμα.
Ετοιμάζω μια ατομική έκθεση στην Ιταλία και ένα residency στη Νάπολη της Ιταλίας, και γενικά θέλω να κλειστώ πολύ στο εργαστήριο για τους επόμενους μήνες, κάθως φέτος ταξίδεψα πολύ λόγω δουλειάς, και αυτό μου δίδαξε πως η επιστροφή στο εργαστήριο είναι πολύ πιο δύσκολη. Στον καιρό που έρχεται θέλω να είμαι πολύ πιο συγκεντρωμένη για τον επόμενο χρόνο και να δουλέψω σκληρά για τα έργα που ετοιμάζω».
ΚΥΑΝ, Εμμανουήλ Μπενάκη 60
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.