Υπήρξε μία από τις σημαντικότερες μορφές της τέχνης του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα και συνεχίζει να τροφοδοτεί τον κόσμο της τέχνης από το ντεμπούτο του, το 1963, στα τηλεοπτικά πειράματα, στην «Έκθεση Μουσικής - Ηλεκτρονική Τηλεόραση», την πρώτη του ατομική έκθεση.
Ο Πάικ προκάλεσε τους επισκέπτες να συμμετάσχουν ενεργοποιώντας τροποποιημένες τηλεοράσεις και παίζοντας ριζικά μετασχηματισμένα όργανα, θολώνοντας έτσι τη διάκριση μεταξύ ερμηνευτή και κοινού. Παιχνιδιάρικο και διαδραστικό, το συναρπαστικό περιβάλλον του Πάικ επέκτεινε τα όρια της τέχνης, της μουσικής και της τεχνολογίας και έθεσε τα θεμέλια για την καριέρα του ως ιδρυτή της βίντεο αρτ.
Το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Σαν Φρανσίσκο παρουσιάζει την αποκλειστική έκθεση στις ΗΠΑ του Ναμ Τζουν Πάικ, μια σημαντική αναδρομική έκθεση για τη ριζοσπαστική και πειραματική του τέχνη, έως τις 3 Οκτωβρίου 2021.
Ένας από τους πρώτους καλλιτέχνες παγκοσμίως που προέβλεψε τη σημασία των μέσων μαζικής ενημέρωσης και των νέων τεχνολογιών, συνθέτοντας τη φράση «ηλεκτρονικός αυτοκινητόδρομος» το 1974 για να προβλέψουμε το μέλλον της επικοινωνίας σε μια εποχή του Διαδικτύου, ο Πάικ τιμάται για την πολυεπιστημονική και συνεργατική του πρακτική που περιελάμβανε την τέχνη, τη μουσική, την περφόρμανς και την τεχνολογία, όλα σε διάλογο με φιλοσοφίες και παραδόσεις τόσο από την Ανατολική όσο και από τη Δυτική κουλτούρα.
Συγκεντρώνοντας πάνω από 200 έργα σε όλα τα μέσα που καλύπτουν μια καριέρα πέντε δεκαετιών, από πρώιμες συνθέσεις και παραστάσεις έως μεγάλης κλίμακας εγκαταστάσεις βίντεο και παγκόσμια δορυφορικά έργα, η έκθεση προσφέρει μια εις βάθος κατανόηση της πρακτικής του καλλιτέχνη. Τα καινοτόμα, ασεβή και διασκεδαστικά έργα του χαρακτηρίζονται από το μουσικό υπόβαθρο και το όραμά του για ένα μέλλον στο οποίο όλα διασυνδέονται.
Συγκεντρώνοντας πάνω από 200 έργα σε όλα τα μέσα που καλύπτουν μια καριέρα πέντε δεκαετιών, από πρώιμες συνθέσεις και παραστάσεις έως μεγάλης κλίμακας εγκαταστάσεις βίντεο και παγκόσμια δορυφορικά έργα, η έκθεση προσφέρει μια εις βάθος κατανόηση της πρακτικής του καλλιτέχνη. Τα καινοτόμα, ασεβή και διασκεδαστικά έργα του χαρακτηρίζονται από το μουσικό υπόβαθρο και το όραμά του για ένα μέλλον στο οποίο όλα διασυνδέονται.
Με διοργανωτές το SFMOMA και την Tate Modern του Λονδίνου, με επιπλέον συνεργασίες του Stedelijk Άμστερνταμ και της Εθνικής Πινακοθήκης της Σιγκαπούρης, πρόκειται για την πρώτη μεγάλη αναδρομική έκθεση του Πάικ στις ΗΠΑ εδώ και 20 χρόνια και την πρώτη μεγάλη έρευνα για το έργο του στη Δυτική Ακτή.
Ο Ναμ Τζουν Πάικ είχε γεννηθεί στην Κορέα και έκανε σπουδές μουσικής, αισθητικής και φιλοσοφίας στην Ιαπωνία και τη Γερμανία. Το 1962, στο πλαίσιο του φεστιβάλ «Fluxus» στο Κέντρο Αμερικανών Φοιτητών και Καλλιτεχνών στο Παρίσι, ο Πάικ είχε παρουσιάσει πειραματικά φιλμ που έδειχναν έναν καινούργιο δρόμο για την τέχνη.
Το 1963, όμως, στο Βούπερταλ της Γερμανίας έκανε ουσιαστικά το ντεμπούτο του μέσα από τους πρώτους πειραματισμούς του με την τηλεοπτική εικόνα. Τότε είχε τοποθετήσει στο δάπεδο του εκθεσιακού χώρου 12 τηλεοράσεις, με τις οποίες δημιουργούσε απρόβλεπτα οπτικά εφέ. Το 1964 εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Νέα Υόρκη και άρχισε να συνεργάζεται στενά με την τσελίστα Σαρλότ Μούρμαν. Τα έργα του είναι επαναστατικά και πολλές φορές προκλητικά.
Το 1967 συλλαμβάνεται μετά την περφόρμανς του «Το φεγγάρι είναι η πιο παλιά τηλεόραση». Στη Γαλλία, το Κέντρο Πομπιντού τού αφιερώνει μια μεγάλη έκθεση το 1982 ενώ το 1988 το έργο του «The More, The Better» με 1.003 τηλεοράσεις παρουσιάζεται στο πλαίσιο των Ολυμπιακών της Σεούλ.
Αφήνοντας έντονη σφραγίδα στο εικαστικό στερέωμα του 20ού αιώνα με καριέρα πολυδιάσταστη, ο Πάικ θεωρείται όχι μόνο ο πατέρας της video art, αλλά και ένας πρωτοποριακός δημιουργός, που άνοιξε νέα μονοπάτια στην εικαστική έκφραση. Ο Πάικ άνοιξε το δρόμο σε καλλιτέχνες, όπως ο Μπιλ Βιόλα, ο Γκάρι Χιλ, να βαδίσουν τα δικά τους μονοπάτια, αλλά επηρέασε και μουσικούς όπως ο David Bowie, η Laurie Anderson και ο Mark Mothersbaugh, μεταξύ πολλών άλλων.
Το έργο του το χαρακτηρίζουν άπειρα στοιχεία, από τον βουδισμό του ζεν, το εικονοπλαστικό στοιχείο, το χιούμορ και ο ερωτισμός, που συναντάμε στα έργα του μέχρι τη δεκαετία του ’70. Τα αποτύπωσε στο TV Buddha (1974), έναν ξύλινο Βούδα του 18ου αιώνα που φαίνεται να παρακολουθεί τον εαυτό του σε μια σύγχρονη τηλεόραση, δηλώνοντας την επιρροή των Zen Buddhist φιλοσοφιών στην προσέγγιση του Πάικ στην τέχνη και την τεχνολογία.
Επίσης στην έκθεση προβάλλεται το TV Garden (1974-77 / 2002), μια συναρπαστική εγκατάσταση που διαθέτει δεκάδες τηλεοράσεις παράλληλα με πλούσιο φύλλωμα σε ένα φουτουριστικό τοπίο όπου η τεχνολογία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του φυσικού κόσμου.
Μοναδική είναι η παρουσίαση δύο ρομπότ, το καθένα αφιερωμένο στον συνθέτη John Cage και τη χορογράφο Merce Cunningham, δύο από τους βασικούς συνεργάτες του Πάικ μαζί με τον καλλιτέχνη Joseph Beuys και την βιολοντσελίστα Charlotte Moorman. Η συνάντησή του με τη Σαρλότ Μούρμαν το 1964, όταν εισάγει το σεξ στις περφόρμανς και την επινόηση του βιντεο-σινθεσάιζερ που του επέτρεψε να συνδυάζει εικόνες μία πάνω στην άλλη μέσα από μεγάλο αριθμό καμερών και να δημιουργεί απεριόριστη ποικιλία εικόνων, αποτελεί ένα από τα σημαντικά σταυροδρόμια της καριέρας του.
Η αναδρομική έκθεση καταλήγει στην εκθαμβωτική εγκατάσταση Sistine Chapel (1993), μια γοητευτική μείξη ήχου και εικόνων από δεκάδες προβολείς, με την οποία το γερμανικό περίπτερο κέρδισε το βραβείο Golden Lion στη Μπιενάλε της Βενετίας το 1993. Το Sistine Chapel περιβάλλει το κοινό σε ένα οπτικοακουστικό remix των προηγούμενων βίντεο και των συνεργατών του Πάικ που έχουν δει οι επισκέπτες σε όλη την έκθεση.
Τι είναι το πιο σημαντικό στα έργα του; Το ότι αντανακλούσαν μια παγκόσμια σύνδεση που ξεπέρασε τα σύνορα και τις πολιτιστικές διαφορές. Ο Πάικ συνεργάστηκε με μια κοινότητα καλλιτεχνών avant-garde και μουσικών και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο Fluxus, ένα διεθνές δίκτυο καλλιτεχνών, συνθετών και ποιητών που ασχολήθηκαν με πειραματικές παραστάσεις τέχνης. Ακόμα και σήμερα οι καλλιτέχνες επηρεάζονται από το παράδειγμά του.