Το 1962 ο Yves Klein απέκτησε ένα γύψινο αγαλματίδιο της Νίκης της Σαμοθράκης. Έκοψε τα πόδια της στο ύψος της κνήμης και την κάλυψε ολόκληρη με το μπλε ΙΚΒ (International Klein Blue) χρώμα του. Αναπαράγοντας ένα τόσο διάσημο και εμβληματικό έργο, ήταν σαν να μιμούνταν τον Marcel Duchamp και την Τζοκόντα του ή τον Salvador Dali και τη δική του Αφροδίτη της Μήλου. Με την επέμβασή του τη μετέτρεψε σε εκπρόσωπο της «μπλε επανάστασής» του. Αυτή ακριβώς η κατά Yves Klein Νίκη της Σαμοθράκης, δάνειο του Linda and Guy Pieters Foundation, κοσμεί την αφίσα της σπουδαίας έκθεσης Nouveau Réalisme του Ιδρύματος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή στο Παγκράτι, η οποία είναι αφιερωμένη στο κίνημα της γαλλικής αβανγκάρντ της δεκαετίας του ’60, που, παρόλη τη σύντομη διάρκειά του, αποκάλυψε στο Παρίσι των υπαρξιστών μια γενιά καλλιτεχνών, η οποία πρότεινε μια νέα –τη δική της– προσέγγιση του ρεαλισμού της εποχής. Επρόκειτο για καλλιτέχνες που έτσι κι αλλιώς, μέσα στα χρόνια, απέκτησαν ο καθένας τους ειδικό βάρος και σημασία, τόσο όσον αφορά τη διεθνή εικαστική σκηνή όσο και την Ιστορία της Τέχνης συνολικότερα.
Χρησιμοποιούσαν μέταλλο, χαρτί, σκουπίδια, έσκιζαν διαφημιστικές, κινηματογραφικές και πολιτικές αφίσες, καταθέτοντας τη δική τους μαρτυρία για την εποχή τους, επαναχρησιμοποιούσαν βιομηχανικά απόβλητα, αναλώσιμα προϊόντα του σούπερ-μάρκετ, λαμαρίνες από μάντρες, σκεύη καθημερινής χρήσης.
Όταν ο Klein παρουσίασε πρώτη φορά το 1958 το ίχνος ενός γυμνού γυναικείου μοντέλου αλειμμένο με μπλε χρώμα και αποτυπωμένο επάνω σε ένα λευκό χαρτί, ο κριτικός τέχνης Pierre Restany έγραψε: «Η μπλε χειρονομία που εγκαινιάζει ο Yves Klein διατρέχει σαράντα χιλιάδες χρόνια μοντέρνας τέχνης για να πάει να συναντήσει το ανώνυμο ίχνος που στο σπήλαιο του Λασκό ή της Αλταμίρας σηματοδότησε την αφύπνιση του ανθρώπου στη συνείδηση του εαυτού του και του κόσμου». Μόλις δύο χρόνια αργότερα, στις 27 Οκτωβρίου 1960, στο διαμέρισμα του Klein στο Παρίσι οι Arman, François Dufrêne, Raymond Hains, Martial Raysse, Daniel Spoerri, Jean Tinguely και Jacques Villeglé υπέγραφαν τη Συστατική Διακήρυξη της ομάδας των Νέων Ρεαλιστών την οποία είχε συντάξει ο Restany. Και παρόλο που έλειπαν οι César και Mimmo Rotella, που επίσης είχαν προσκληθεί, η βραδιά δεν κύλησε ιδιαίτερα συντροφικά, καθώς αμέσως άρχισαν οι καβγάδες μεταξύ τους: ο ένας κατηγορούσε τον άλλο ότι προσέγγιζε την πραγματικότητα με περισσότερη ή λιγότερη καθαρότητα. Στα πρώτα είκοσι λεπτά μάλιστα έπεσε και το πρώτο χαστούκι. Ο Restany, πάντως, δεν ήταν διατεθειμένος να δει το επίτευγμά του, δηλαδή το ό,τι είχε καταφέρει να συγκεντρώσει όλους τους καλλιτέχνες που θαύμαζε και θεωρούσε ότι διέθεταν την απαραίτητη καλλιτεχνική ευφυΐα για να φέρουν επανάσταση στην τέχνη, να ακυρώνεται, να χάνει τον στόχο αυτό το νέο κίνημα του ρεαλισμού, έναν αιώνα μετά την εδραίωσή του ως καλλιτεχνικής έκφρασης, ως αυτού που ο Gustave Courbet αποκάλεσε «άρνηση του ιδεώδους». Επρόκειτο για ένα νέο επαναστατικό κίνημα μεταξύ Dada και Pop Art, αν και ο Klein ήταν ο μόνος που διαφώνησε ως προς οποιαδήποτε σχέση και συγγένεια με τον ντανταϊσμό.
Έτσι, ο Restany, παρόλες τις διαφωνίες, κατάφερε να διατηρήσει ένα κάποιο ομαδικό πνεύμα και λίγο αργότερα να προστεθούν οι Niki de Saint Phalle (μοναδική γυναίκα), Gérard Deschamps και εν συνεχεία ο Christo. Αλλά, όπως έλεγε ο Raymond Hains, «ο Νέος Ρεαλισμός δεν είναι ομάδα καλλιτεχνών αλλά ένα είδος αδελφότητας. Ένα σύνολο από μικρούς Καίσαρες που μοιράζονται μεταξύ τους τον κόσμο, όπως άλλοι μοιράζονται ένα γλυκό».
Τι τους ένωνε λοιπόν; Το εφήμερο και τα υλικά, που κάθε άλλο παρά «ευγενή» ήταν στην περίπτωσή τους. Χρησιμοποιούσαν μέταλλο, χαρτί, σκουπίδια, έσκιζαν διαφημιστικές, κινηματογραφικές και πολιτικές αφίσες, καταθέτοντας τη δική τους μαρτυρία για την εποχή τους, επαναχρησιμοποιούσαν βιομηχανικά απόβλητα, αναλώσιμα προϊόντα του σούπερ-μάρκετ, λαμαρίνες από μάντρες, σκεύη καθημερινής χρήσης. Παράλληλα εστίασαν στην αχρονικότητα και εντρύφησαν και στην περφόρμανς. Δηλαδή έπαιρναν ουσιαστικά μια πολιτική θέση, όπου η αναγκαιότητα αναθεώρησης σημαντικών θεμάτων, η αμφισημία του ρόλου της βιομηχανίας, η σπουδαιότητα της ανακύκλωσης και η οικολογία έπαιξαν κεντρικό ρόλο σε μια εποχή που όλοι κοιτούσαν προς την κοινωνία της αφθονίας και της κατανάλωσης. Το κίνημα ουσιαστικά κράτησε τρία χρόνια, δηλαδή από το 1960 μέχρι το 1963, ενώ ο Yves Klein, που έβαλε τον θεμέλιο λίθο σε αυτό και γενικότερα με την τέχνη του κλόνισε τις βάσεις της ζωγραφικής και της γλυπτικής, έφυγε το 1962 στην ηλικία των 34 ετών.
Η δραστηριότητα της ομάδας συνεχίστηκε με πιο αραιούς ρυθμούς μέχρι το 1970, όταν η ομάδα γιόρτασε πανηγυρικά στο Μιλάνο τη δέκατη επέτειο από την ίδρυσή της. Στο μεταξύ, ο Jean Tinguely, με τα κινούμενα μηχανικά γλυπτά του, η Niki de Saint Phalle με τις Nana της και ο Christo με τα αμπαλαρισμένα του μνημεία έγιναν διεθνείς σουπερ σταρ. Οι δύο πρώτοι, μάλιστα, έζησαν και μια περίοδο ως ζευγάρι, ενώ συνεργάστηκαν σε μια σειρά από έργα. Οι υπόλοιποι ήταν λιγότερο διάσημοι, μάλιστα ο καθένας είχε τη δική του πολύ ιδιαίτερη προσωπική ιστορία και καλλιτεχνική πορεία. Να σημειώσουμε ότι δύο τουλάχιστον Έλληνες έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην πορεία των καλλιτεχνών αυτών: ο Αλέξανδρος Ιόλας, εκθέτοντας συχνά τη Niki de Saint Phalle και τον Jean Tinguely, και όχι μόνο, και η ελληνικής καταγωγής Iris Clert με τη λιλιπούτεια, αλλά τεράστιας σημασίας γκαλερί της.
Η έκθεση του Μουσείου Γουλανδρή δεν στοχεύει σε μια εξαντλητική ιστορική προσέγγιση αλλά στην ανάδειξη του νεανικού, πληθωρικού και διασκεδαστικού πνεύματος των καλλιτεχνών, οι οποίοι άφησαν ισχυρό αποτύπωμα στην εποχή τους, εμπνέοντας τις επόμενες γενιές. Συγκεντρώνει πενήντα έργα (αρκετά από τα οποία υπήρχαν στη Συλλογή Γουλανδρή, δικαιώνοντας το ένστικτο των δημιουργών της) και προέρχονται από τρεις χώρες, αποτελώντας δάνεια από δεκαπέντε φορείς, ιδιωτικούς και θεσμικούς, ανάμεσά τους και το Centre Pompidou του Παρισιού.
Κυριαρχούν, όπως είναι αναμενόμενο, τα μπλε έργα του Yves Klein, π.χ. ένα relief του φίλου του και γυμνού Arman, η Νίκη της Σαμοθράκης, η Μπλε Αφροδίτη (Αφροδίτη της Αλεξάνδρειας), ένας πύρινος πίνακας που έκανε λίγο πριν πεθάνει (καμένο χαρτόνι με φλόγιστρο σε ξύλο), και μια σειρά από πολύχρωμα εμβληματικά έργα της Niki de Sain Phalle όπως το παγκάκι, μια αντρική φιγούρα που διαβάζει εφημερίδα με ελληνικά γράμματα (χάρη στη συμβολή της φίλης της εικαστικού και σκηνογράφου Μαρίνας Καρέλλα), ένας φωτιστικός ιπποπόταμος, μια πολυθρόνα-φίδι, το βάζο-Άγγελος, η Αθηνά Παλλάδα ή το άρμα που έκανε σε συνεργασία με τον Jean Tinguely. Επίσης, τα φωτογράμματα-αργυροτυπίες του Raymon Hains, όπως και οι σκισμένες αφίσες του πάνω σε λαμαρίνες, αρκετές αφίσες των François Dufrêne, Jacques Villeglé και Mimmo Rotella, αντικείμενα σε πλεξιγκλάς του Arman, το μπρούντζινο Homage à Léon, η «επέκταση» καρέκλας, το στήθος από ρητίνη του César, ένα παντατίφ από «συμπίεση» κοσμημάτων της Ελίζας Γουλανδρή και ο αντίχειρά της σε μπρούντζο από τον ίδιο καλλιτέχνη –το ζεύγος των συλλεκτών διατηρούσε φιλική σχέση με τον César–, καθώς και μια «συμπίεση» τενεκέδων. Άλλα έργα που εκτίθενται είναι ένα από τα πρώτα του Christo, το περιτυλιγμένο καροτσάκι, μια συσκευασία αλλά και σχέδιο περιτυλιγμένης ακτής έξω από το Σίδνεϊ, ο μουσαμάς σήμανσης του αμερικανικού στρατού και ο Ιπτάμενος Barney του Gérard Deschamps, τα κάπως ποπ έργα «Pamela Beach» και «Metro» του Martial Ray, ένα δείγμα της σειράς «Τριπλός Πολλαπλασιαστής Τέχνης» του Daniel Spoerri και ευφάνταστες μεταλλικές κατασκευές του Tinguely, όπως το Φωτιστικό και το Κηροπήγιο από τη σειρά «Συγκολλημένα Γλυπτά».
Η έκθεση συνοδεύεται από οπτικοακουστικό υλικό, βίντεο, συνεντεύξεις των καλλιτεχνών, αποσπάσματα και ρήσεις τους, φωτογραφίες ντοκουμέντα και εκτενές χρονολόγιο. Η επιμέλεια είναι της Marion Meyer, προέδρου της Διεθνούς Ένωσης Man Ray και προσωπικής φίλης των περισσότερων από τους καλλιτέχνες στα πρώτα της βήματα στον χώρο της τέχνης, όπως επίσης της Μαρίας Κουτσομάλλη-Moreau, υπεύθυνης της Συλλογής Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή. Η σκηνογραφία της έκθεσης μελετήθηκε από τον Ανδρέα Γεωργιάδη και την Παρασκευή Γερολυμάτου.